Έπαιρνα την τελευταία δόση
από ΄να καμπουριασμένο σύννεφο
που κοιτούσε πάντα τη γη
Κι έμεινα στεγνή
με μια παλινδρόμηση
π' άφηνε τη σιγή να κλαίει
στην άγρια ακρογιαλιά,
με δυο κύματα
να πνίγουν τη διψασμένη λαγκαδιά μου.
Σκάλισες τον απόηχο
με τη σμίλη του φιλιού σου.
΄Ετσι όταν είδες τον έναστρο ουρανό
έκανες κόμπο τη μιλιά σου
και την πέταξες με βία
στ' ανάθεμα του χρόνου.
Εσύ ζωγραφίζεις στ' όνειρο
την αστροφώτεινη ανάληψη της φαντασίας.
Δε μιλάς. Μόνο ξυπόλητη αναταράζεις
τη λευκή σιγαλιά της πορείας.
Κι έτσι όπως έρχεσαι
απαρχής του κόσμου
μυρίζεις άνθη αρχαγγέλων
Γι' αυτό μπροστά σου θα κλάψω
Το δάκρυ μου να πάρει τ' άρωμά σου.