ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Η κραυγή μου γυρνάει,
γερνάει
κι ανακυκλώνεται.
Ονείρων πειρατές θερίζουν,
τρίζουν,
Με αίμα ξεπλένουν και
κουρσεύουν
στα μονοπάτια του μυαλού μου
αντρειεύουν.
Αν δουν τον ήλιο πεθαίνουν
σε μια στιγμή.
Μολύνουν,
διασύρουν τη σκέψη μου.
Σ’ είχα ΄δει ένα πρωί
κρυφά
μέσα απ’ το παραθύρι σου.
Η κουρτίνα στο πλάι κι εσύ
γυμνή
φτερούγιζες στο γύρω του πλανήτη!
Δίχως σκιά, δίχως κραυγή,
γυρνούσες στον πλανήτη.
Ανέπαφη!
Σε ζήλεψα
Φτερούγισα κι εγώ.