Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

ωμέγα, ψι και χι..





















Τριγμούς ακούς -;-
Η νύχτα στάζει -
αυλάκι τ’ ουρανού
κλεμμένο φως
των αστεριών το φως

Κοντάρι κενταύρων
απ’ το μυαλό μου
εκτοξεύω
στους μικρούς τους
Νόστους –
ένστικτα κι
αντιδράσεις
Ανυποψίαστες
Παντός

Μόνο ο ήλιος
Μόνο στον ήλιο
αρπάζομαι
αφήνομαι και
θυσιάζομαι
Δε θέλω
θάνατο αργό
Δε δίψασα
επιβίωση

Πόθησα
Μεγαλείο Ήχων
Παγκόσμιας σιγής
όταν
το κύμα
αρπάζει το
κύμα αρπάζει φωτιά
κάτω απ’ την άρπα
του Ρα
που
χρυσαιθέρας στάθηκε
στο κατώφλι
των ωκεανών -
Εραστής και
Νικητής
στην αέναη την
Κίνηση

Μη με ξεχνάς που
κρατώ ουρανό..
Θέλω πλάτες
και χέρια φιλιά
να στηρίξουν τα
νέφη
μη μου θολώνουν
οι στιγμές
της ανάβλεψης
στους κρότους –
όταν πλησιάζει η
Στιγμή
των αποκαλυπτηρίων
της ταυτότητας
της
Μεγάλης..
Ώ,
Μεγάλη Ψυχή!..

(στο πριν τις τελευταίες εισιτέσερεις ώρες μας
που 
σηματοδότησε, μια νέα αρχή...
για ΄μας...)

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

...γυρίζει πάντα στον τόπο του εγκλήματος..

















Ήρθες ξανά
Και ξανά
σε βλέπω
Είναι η τρέλα να
γυρεύω τάφους
ξεκλείδωτους
Να κάνω γεωτρήσεις
σε μυστικά
και θησαυρούς
ανείπωτους
Όστρακα να
ξεθάβω
και ουρλιαχτά
Κι ήρθες –
το γνώριζα
πάντα
Όλα τα ξέρω
υστερείς
στην απόφαση
Υπερτερώ
στ’ ολοκλήρωμα
Με βλέπεις -;-
δε γλιστρώ -!-
Σε κοίταζα πάντα
Σε παίδευα εκ
των παρελθόντων
και άλλων
που δε σημειώθηκαν
ως απροσάρμοστοι
στους νόμους
Και σ’ έκλεβα –
στιγμή που
πόθησα πολύ
αρχής του κόσμου
και πριν
του κενού
Κι ας λες
Και λες πολύ
Κι ας ψεύδεσαι
Φοβάσαι -!-
Κι εγώ γελώ
Κι αν κλαίω γελώ
Υπνοβασία στο
κενό σου
ήμουν και
συννέφιαζα
Είμαι και
χαράζω
σάλπισμα άπειρο
να σου διδάσκω
το ποιείν
του Ανθρώπου
Κι ας σύλησα τάφους
Απαλλάσσομαι.
Βουλεύομαι
κι απαλλάσσομαι
Και έχω
τις δίνες
των αγριολούλουδων
Διψώ
και σε παίρνω
παντού και πάντα
Μια σπιθαμή που
άφησες
μ’ οδηγεί στη
σελήνη –
Όλα έχουν το
κενό τους -
Ακούς το τραγούδι -;-
Δεν είναι οδυρμός -!-
Μάθε και
μάθε
να διαβάζεις σωστά
Σου επιβάλλομαι
γιατί έχω
τα σκήπτρα της
Φύσης
και δεν παρέρχομαι
Επανέρχομαι
από το τίποτα
που λατρεύεις
για να ξεχνάς
το σφύριγμά σου
όταν χτυπάς
στους τοίχους
τα νερά σου
με τα αίματα
απ’ τα κορίτσια
που σε είδαν
ένα στρατό
σωστικό και
συνεργείο
επανένωσης
με το ιερό και
αμόλυντο
ένστικτο της ανάτασης
σε μέθης χορό -
Χορός του
Διονύσου
σε βραδινό
ουρανό
Καλύτερό σου
που έλεγες
να σε κοιτώ
όταν θα λάμπεις
Στα ανεξάντλητα χέρια μου
μια αγκαλιά ονείρων
με κραυγές
αγριμιών
Έχω πολλά
κι άλλα πολλά
και σκάβω παντού
ν’ ανασύρω ελπίδες
ζωή και θανάτους
που δε σίγησαν ποτέ
Κι αφού, το
έχεις
Στίγμα στο δέρμα
τι κι αν
ξεθώριασαν τα
χρώματα -;-
Αδιάφορο, που λέμε,
είν’ αρκετό
το σημάδι
της Ζωής
που γεμίζει τα κενά της
με ίσκιους ξεκούμπωτους
στην εξέλιξη
των γεγονότων

Κι έτσι σε βρίσκω
Παραβιασμένα και
άθλια..

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

το βράδυ, σπίτι μου..




Έχω δουλειά με
Το κρεβάτι μου
Να στρώσω σεντόνια και
Σεντόνια
Παπλώματα και
Χλόη
Και να καλύψω λάθη
Και κραυγές
Να ξεστρώσω μετά
Να ξεστρώσω
Σεντόνια
Να ξεστρώνω
Να μην προλαβαίνω
Να φορέσω παντόφλες
Με κάλτσες ή,
Χωρίς -;-
Να μη φορώ τίποτα
Να ξεστρώνω και
Να στρώνω
Κι ο καφές να
Φουσκώνει μόνος του
Να χύνεται
Να χάνονται τα μάτια
Που κοιτούν με..
Στο τραπέζι να
κυλούν στην
Καρέκλα
Στο πάτωμα
Να καίγεται  μόνο του το
γκαζάκι
Η φιάλη να τελειώνει
Δεν έχω καιρό για
Παιχνιδίσματα
Και τα μάτια..
Να με καρφώνουν
Ξυπόλητη η όχι -;-..
Να σπάει ο χρόνος στο 
Πρόσωπό μου
Κάποτε, είχε τραμ
Στην Αθήνα
Και τώρα. Και τώρα -!-
Κάποτε.. και τώρα..
Τότε -;-
Να χτυπώ το στρώμα
Να τινάζω τις αποδείξεις
Να τις δικάζω
Να δικάζω τις πράξεις
Να λερώνω το στρώμα
Ονειρώξεις και πάλι
Και δεν πρόλαβα το
Παιδί
Το παιδί π’ ονειρεύτηκε
Και το προλαβαίνω
Το σχολικό που
Κορνάρει
Κάποτε ήτανε επτά οι 
ώρες και
Τριάντα τα λεπτά
Πάλι λυμένα τα κορδόνια
Θλιμμένα τα τετράδια
Δεν προλαβαίνω στην
Τουαλέτα να πάω
Το παιδί -!- Θεέ μου, το
Παιδί -!-
Γλίστρησα κάποτε στο
Πάτωμα –
Παρκετίνη διαρκείας
Κι η κούνια έπεσε
Δεν κράτησαν άλλο οι
Αλυσίδες της
Κρεμμύδι και
Καπνό στο γόνατο -!-
Δεν το ξεχνώ
Να ποτίσω τις γλάστρες
Να ρίξω νερό στο πεύκο
Δεν το ξεχνώ..
Λησμόνησα να εισπνεύσω
Και τα σεντόνια
Με τυλίγουν
Ένα κουτί μιλφέιγ
Ατύλιχτο που
Δεν προλάβαινα την
Αλλαγή του Χρόνου
Και το λησμόνησα
Στο τραμ
Το παλιό, είναι το παλιό
Σίγουρα
Της πόλης μου
Και το γκαζάκι
Αδειάζει
Το σπίτι κλειστό
Στο πλυσταριό
Τα σεντόνια
Να περιμένουν
Κι η σκιά μου
Κι εγώ..    

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

απόδραση



















Παρουσία μου
Βάρυναν τα
Χείλη σου
Και κρεμάστηκαν
Απ’ το ψέμα
Της λυρικής σου
Αγνότητας.
Θα έλεγα
Ψυχή μου –
άνιμα των
Καιρών -
Κρεμάστηκαν
Από το Πι και
Τελεία –
Πύλη γκρεμών -
με
Χα του χαμού
Για μια Ελπίδα
Βαπορίσιας
Παρακμής
Στο απόλυτο της
Θεϊκής σου
Λατρείας
Τώρα π’
Αντιλαμβάνομαι
Το ασυνείδητο των
Προτροπών σου
Φεύγω πιότερο
Απ’ τα σχολειά σας
Του κοιμωμένου
Φωτός
Γιατί
Οι δάσκαλοι
Παρερμηνεύτηκαν
Μες στα σκοτάδια
Και
Τα τυφλά σας
Μάτια
Τους κατέταξαν
Στους νηστικούς..
Και
Χάριν
Του Παραδείγματος
Με την Χάριν
Της Πωλήσεως
Εγώ
Κυνηγώ
Πεταλούδες
Να διδαχθώ τα
Χρώματα
Που
Αίφνης
Αντάμωσα
Στους κήπους
Της καρδιάς μου
Και
Κυνηγώ
Ανταύγειες
Του ήλιου μου
Στο κορμί το
Απέραντο
Της δικιάς μου
Γυμνής
Θαλάσσης..
Δε χαιρετώ σας
Μειδιώ τώρα
Και αποστρέφομαι..

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

ερωτική ομολογία


















Πάνω
γονατίζει το
στερέωμα
και
κάτω
σέρνονται τα
νερά
Να ήμουν
κύμα
πάντα το ήθελα
Φώναξέ με…κύμα σου
Μια πόλη
στα τέσσερα
διπλώνω
να φτιάξω το
βαπόρι μου
Θυμάμαι
την κατασκευή
με το χαρτί
στα παιδικά μου
χέρια
Γνώριζα πάντα
την αλήθεια
κι οι αποστάσεις
δε με τρόμαξαν
ποτέ
Κι ίσως
σαν κύμα που
είμαι
κατέχω τα
μυστικά
των μυστικών
και δεν τρομάζω
Κοιμίζω την
πόλη
πάνω μου
να στερεώσω
τα θεμέλιά της
Χαράζω τα
χείλη μου
με τ’ όνομά της
και -
δεν παλεύομαι -
στο στόμα τη
φιλώ
να ποτιστεί με
το αίμα μου
που την ψελλίζει
…πόλη μου…
Δυο φανοστάτες
έρημοι
τα μάτια μου
έμπυροι
φωτίζουν
τις πορείες της
την άβυσσο του
φαραγγιού της, που
διατήρησα με
κόπο
στο βάθος
του λυγμού της
Κι εκεί που
σύρθηκαν τα νερά
ναυάγησαν τα
καράβια
Σήκωσα στην
πλάτη μου
τα κρυφά
απωθημένα και
τους πόθους
των πληρωμάτων
κι έκανα ανάσταση
νεκρών
πετώντας στα βράχια
τη γάγγραινα
του ακατόρθωτου
Μετά
την ερωτική ομολογία
έγλυψα άμμο
κι έγειρα
να ξεπλυθώ
από την πίσσα
των λεωφόρων..

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

η αξία των αινιγμάτων






















Έζησα τότε
Που οι 
αγρύπνιες
Μισούσαν τις 
φωνές
Στραγγάλιζαν 
τους ήχους
Μήτε λατέρνα
Τίποτα

Και βροχή
Κι έβρεχε
Κι εγώ
Να καπνίζω 
στη βροχή
Να καπνίζω 
τη βροχή
Και 
να σε ψάχνω

Και να φοβάμαι να
Πατήσω
Μη σε πατήσω
Να γυρεύω σκιές
Και να φοβάμαι
Μη σε λησμονήσω
Και 
να καπνίζω 
τη βροχή
Δίχως να 
τρέμω

Και να πετώ
Φάντασμα να 
πετώ
Να μη πατώ -
Δεν είχα χώμα
Καθάριο αγγίξει -
Μόνο λάσπη έπινα

Και να
Συγκρούονται όλες
Οι γεννήσεις μου
Να προπορεύομαι
Για να σε αναμένω
Και να δημιουργείται
Συμφόρηση στο δρόμο
Και συ
Να μην έρχεσαι
Και ‘γω να
Περιμένω

Να στρώνω βάγια
Και φλοκάτες
Και 
να σε σκέφτομαι
Και σκέφτομαι
Πως είναι να 
έρχεται κάποιος
Με καράβι στη 
στεριά -;-

Και είδα τότε τον
Ημίονο λαχανιασμένο
Γέρο και μόνο
Να ΄ρχεται
Και είδα το
Δρόμο μ’ 
αίματα γεμάτο
Και μια χούφτα 
αινίγματα

Και στράγγιξα
Και στέγνωσα 
Κι άρχισα να
Πατώ στη γη

Και ξημερώθηκα
Μ’ ένα όπλο
Κάτω απ’ 
το παλτό
Για τον 
κακό καιρό
Και μια γοργόνα
Στο στήθος
Για φυλαχτό

Με είχα
Και
Χαμογέλασα..

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

χρόνια δεν έχει..





Μην έρθεις
απόγιομα γιορτής
Γέμισα κρότους
Δε θα σ’ ακούσω
Άργησες πολύ
Δεν έχει άλλο
Κι η φωνή σου
ναυάγησε
Κράτησε
αποστάσεις ντροπής
της ιστορίας μας
Χρόνια δεν
έχει
ούτε αιώνες
ούτε ψυχή
Πώς να μετρήσεις
κομμάτια –
θρύψαλα -; -
Χάνεται κάποιος…
Κι εμένα από πάντα
μ’  άρεσε
να ερμηνεύω κινήσεις
και να κινούμαι –
Αν δεν το έμαθες
δε σε λυπάμαι
Πολλές φορές
οι άνθρωποι
δεν έχουν οίκτο
Τον αποστρέφονται
Ερμηνεύω κινήσεις
εξορύσσοντας
συμπεράσματα
αρνούμενος
Πρωτοχρονιές και
τέτοια άλλα
που παρεκκλίνουν
των ταξιδιών μου
Τάστο το χέρι της
καρδιάς μου
Η γλώσσα –
παλάμη αδάχτυλη
Και το βιολί
κρατά ήχους
μόνο για
στίχους δικούς μου
Εσύ δεν έχεις πια
Έμεινες.
Εκεί στο μήνα
που σ' άφησε
η βροχή
Και δε λυπάμαι
ούτε πονώ
Να χαράξω τη
γλώσσα μου –
εύκολο στη
νωπή σάρκα
να σκαλίσω δάχτυλα
Βλέπεις η
μαθητεία μου
στον κόσμο μας
το θνητό
βρήκε στέγη
στο μυαλό  μου
Κι είναι που
πάντα το ήθελα
να μαθητεύω
και να πορεύομαι
Έτσι
ο πόνος
μου γίνηκε όπλο –
ξίφος αδίστακτο
Δεν κοντοστέκεται
Τρέχει βολίδα
Και σκίζει..
Σκέφτομαι
κάποια φορά
να επιχειρήσω
Ουρανό
και να ΄ναι βράδυ
Όταν εσύ θα κοιμάσαι
να κάνω σαΐτα το
κορμί
με τσακίσεις και φτερά
Εκεί να φτάσεις
δεν μπορείς
Είναι μικρές οι
αλυσίδες σου
Θα με θυμάσαι και
θα πονάς
Κι εγώ…–
Πως πάντα ο
άνθρωπος λάμπει
όταν συντρίβει
τη φυλακή του -!-..
Έτσι, άκου με -!-..
Μην κοπιάσεις για ΄με
Δεν μπορώ και
δε βαριέσαι
να επιστρέφεις άδεια
δίχως τάματα
και σμύρνα και λιβάνι -;-
Εκεί στο γύρω σου
έχεις όαση πολλή
Τόση, που
βούλιαξες
Μην κοπιάζεις
Ένα χαμίνι έζησα
Κοιμήθηκα με άστεγους
Ήπια φαρμάκι και
κρασί
και σβούρα έγινα
Τόσο πολύ
που γέμισα σκόνη
κι άνεμο
και βόλια
Μπαρούτι γυρεύω
και κραυγές
να ξεκλειδώσω ορίζοντες
Ο φόβος σου
μαραίνει

Κι αν
σ’ είχα ψάξει κάποτε
ήταν για να
σου τραγουδήσω
Δεν τ’ άξιζες
Μείνε στο φόβο σου
που όαση ονομάζεις..