Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

κλινικά τρελός

















ΚροκόΔειλοι, και συμπλεγματικά απωθημένα -
νεάντερταλ σφαγεία,
τ' αγαπησιάρικα λόγια, εκρήξεις ερωτικής λατρείας,
φιλική προσέγγιση ανευθυνότητας κάργα, προς
κάλυψη ερπετοειδών αναγκών,
που δεν μπορέσατε να χτίσετε Αυγή,
με άλλοθι δυνάστη του φωτός,
όταν το βλέμμα, σας γυρίζει ανάποδα
τα μέσα έξω να φανούν,
και μυξοκλαίτε ουρλιάζοντας "έλεος"
ή κάτι κουρασμένους ταξιδιώτες φοράτε,
τηλεγραφώντας τα ύστερα του τέρματός σας,
οι φόβοι σας, οι αιώνιοι τρόμοι σας -
μήπως σταθείτε στα δυο,
μήπως φανεί η διχαλωτή γλώσσα σας,
που φαρμακώνει το Ιερό,
πόσο σκουλήκι ακόμη θα γίνετε -
αναποφάσιστο "θα δω" -;-
και ονειρεύεστε, λέτε, ένα πρωινό,
χέρι με χέρι, μινόρε να κρατήσετε,
δίπλα και πλάι..
Λόγια, που είναι ό,τι..
στερεότυπα κι αγράμματα,
άτυποι γάμοι, από σελήνη κάτω,
και διάττοντες - πλάνες για πέρα εκεί..
Στην επόμενη στροφή η βελόνα σας κολλάει,
και βουίζετε σφήγκες , σφήγκες -
τα μυστικά της ποτέ δε θα νιώσετε -
λόγια της αρπαχτής βουίζετε σφήγκες
και μιλάτε φυγές εγερτικές την ώρα,
που σάρκες τρώτε, σπαράζοντας λυγμούς,
να δείχνετε ευαίσθητοι,
τώρα, που τα παιδιά πεθαίνουν γερνώντας,
ή γερνάνε παιδιά, παραμένοντας Φιλί και Ίσκιος.
Δαίμονες Ζωές, μαχαιρώσατε κι εκείνον,
που μίλησε κόσμημα,
και σταυρώσατε κι αυτόν,
που άνοιξε διάπλατα, πόρτα θαλάσσης,
περιγράφοντας την κατάρα, να σέρνεστε,
με πλάγιους ήχους περιγράψατε και
κωδικοποιημένα λόγια -
τρικλοποδιές σας μάταιες στους άτλαντες,
τα μυξοκλάματά σας -!-
Σας σημαδεύω στο σταυρό, που μοιάζει νότου,
μα είναι προθήκη μούμιας, σε σφραγισμένο τάφο σας,
Ψεύτες καταδύτες σ' απόρρητες κλήσεις,
χάσατε για πάντα το δρόμο του άβατου.
Κλινικά τελειωμένοι, έξω από φαρμακεία,
πλαστικές χειρουργήσεις, σας κρεμούν πιότερο,
μ' ένα βαθύ φιλί του άρχοντα των ονείρων.
Μετρημένοι οι Τρελοί, που ιππεύουν όνειρα
και κυλούν ύδωρ από μάτι πηγή – χειρόφρενο
της αηδίας σας. _

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

στο ραντεβού



όλα τα τρένα που έφυγαν στις οκτώ
έχασαν τις πόλεις, κι έμειναν
από ώρες, σε ράγες ανύπαρκτες
/ από τότε σε ανύπαρκτους σταθμούς σε περιμένω
και πάντα σε έχω προαιώνιο μυστικό μου
μυημένου σταθμάρχη σε αμέτρητους καιρούς -
άχρονο σφύριγμα κλειδούχου ασύνορου
και χέρια ομιχλώδη με άσαρκο ραντεβού
σάρκινης νύχτας μου, σαν αρχαίων θεών /

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

οι μάσκες κομμάτια



και "διαμοίρασαν τα ιμάτια αυτού",
με κόμπους, με αίμα, με ξέφτια,
/ και ήταν ιμάτια αυτής,
με σπάργανα, ραφές ανοιγμένες, τρύπες από σκώρο
και πολυχρησία /
Ξεχειλωμένος ο λαιμός –
του ΄βαλαν θηλιά να σταθεί –
μα είχε κι αγκάθια
/ μπαινόβγαινε ο φονιάς
απ’ τις οπές /
Τα λόγια κομμάτια
σαν «σ’ αγαπώ» εμποτισμένα φτερά στον άνεμο,
και σαν «φιλώ» ευθύγραμμα μαχαίρια
Στα ξέφτια των μανικιών
οι χλευασμοί παρφουμαρισμένοι γαλλικό
στην πλάτη τα καρφιά –
βαρυσήμαντα likes
και inbox του πάθους –
Ρουφιάνες στιγμές διαρκείας,
ματιές ντίβες – σταρ διανθισμένου Χόλυγουντ –
όλα ζωή -!-
Κι όταν αφέθηκε αυτή κλειδωμένη στο πατάρι
ή σε απρόσιτη γραμμή αυτός να ξεχαστεί,
έπεσε κλήρος και
διαμοιράστηκαν τα ουρλιαχτά του –
λυγμοί, του μέσα του, σε ορθό εμείς –
Τότε τον έσυραν νεκρό
σε όλα τα ντουβάρια,
κι εκείνη μάτωνε βαριά.
Ήταν η στιγμή, που εφεύραν μάσκα αγίου
και τον γάζωσαν «δημοκρατικά»
Καθώς έπεφτε το σώμα της
έπεσε κι η μάσκα 
Ήταν εντέλει
ένα αλάνι –
απ’ αυτά που πολιορκούνε
τους τοίχους με γκράφιτι
κι αγκυλώνονται στα παγκάκια
τα κουρέλια τους -.
Τότε τον χρίσαν βασιλιά
και τα ντουβάρια κατέρρευσαν.
Το τελευταίο παραμύθι
πήρε να τελειώνει
κι ο ήλιος αυτοκτόνησε.
Έτσι, γεννήθηκαν οι μπόρες - τελεία και στοπ -

Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

σύνδεση πρωτόγονη

απόψε, ξημέρωσε αλλού. έμαθα, να μην κοιμάμαι τα βράδια, γυρεύοντας να μου μιλήσει ένα σκοτάδι, κι ετούτο το βράδυ, μου ξετύλιξε μια Νύχτα μοναδικά φανταστική. ανάμεσα σε υδρόβιες μουσικές και λέπια, μπόρεσα να συλλαβίσω το "Αααααααα" - μακρόσυρτα, μακρόσυρτο μαθητούδι στα μυστήρια που με περιβάλουν. σταθερά, κι υπεύθυνα, δίχως πηγαινέλα, στη ματιά μου. υπεύθυνα βαθιά το βλέμμα να εξηγώ, ακόμη και με σιωπές, τις σιωπές μου ή τ' αναφιλητά, ακόμη και τους κεραυνούς μου. όλα λοιπόν.
σ' αυτόν το γύρο, που κρεμάστηκε αγιάτρευτος φρίκη, σ' αυτόν το συφερτό , που σε κρεμά, δίχως έλεος, μ' έναν του εγωισμό και μια φοβία ανίδεου θεατή / επιφανειακά τα αισθήματά του - έλεγα κάποτε - τώρα, που μίλησα με τη μεγίστη Νύχτα μου, διδάχτηκα το στυγερό καμουτσίκι του: "δεν οίδε. δεν τολμά το σκεύος των ανθρώπων. κι η γυάλα, τους παρέχει μια επιφανειακή προστασία που νομίζουν ζωή".
εύκολα σε κρεμούν, όπως εύκολα σ’ αγαπούν και σε πετούν, για μια γυάλα. μα σαν σαλπάρω στα βαθιά, ίχνος σκοινιού δεν υπάρχει στο λαιμό μου. και βλέπω μύριους τους πνιγμένους - ξεχασμένους χρυσόψαρα σε ιατροδικαστικά μπουκάλια με θαλασσινό νερό, πίσω στην ακτή.

απόψε που ξημέρωσε, με βρήκε η Νύχτα αρμυρισμένο, με λέπια φτερά.
στα βαθιά, οίδα την πηγή των αισθήσεών μου. κρατάω φιλιά. οι ψαράδες συνεχίζουν ακόμη. εγώ συνεχίζω χαράσσοντας, κι ο ύπνος τώρα φλερτάρει με την αντοχή μου. μιλώ γράφοντας., και....πηγαίνω να περπατήσω το Όναρ, που δεν κλίνεται, για να μην πέσει σε γυάλα.

**Απ' τα πιο άγονα μέρη, η διακοπή μου οφείλεται στη μακρινή γραμμή των οριζόντων. κι η πτωτική σύνδεση οχλείται από τις φαινομενικές ανθρώπινες αποστάσεις. πόσο απατούν τα φαινόμενα….!»**

Κάσος, 26/07/2014 - ελεεινός ο Μήνας Ποίηση, κι άδικα φθονερός ο χρόνος του Κρόνου Αίμα.

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

μολύβια υγρά

δεν επιστρέφω. παρεκτρέπομαι, σ' έναν άκοσμο κόσμο. γιατί ο τρόπος μου, δε στήνει πτώσεις στο Όναρ.
έχω πολλούς παραδείσους να βυθίσω, για να χτίσω δικιά μου πύλη στην κόλαση του αέναου. από μια κόλαση αναγεννάται η φλόγα η ιερή. ...έτσι, όσο κι αν με κρίνουν, τη μέρα της κρίσης, θα αναμένω εμπροσθοφυλακή, με το μολύβι μου, και θα κοιτάω, στα μάτια πάντα, τους επικριτές μου. πάντα το βλέμμα μου βυθίζεται σε άβατα και γδύνει παλμούς. έτσι ο Έρωτας, παύει να μένει πήδημα, και πιάνει ουρανούς, σε ύδωρ κι αρμύρα.
δεν έρχομαι λοιπόν. παρεκτρέπομαι άγρυπνα, σε συναρπαστικά ταξίδια, που μοναχά οι καταραμένοι, κι ας δείχνουν λασπωμένοι, ποιούν.

Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

της μέρας τα καμώματα



Τυμβωρύχοι σκώληκες ντύνονται δόξα ταφική / βράδια στην άβυσσο. / Τα πρωινά
διακηρύττουν απαγγελίες και φώτα βροντούντων νεκρών. / Το μεσημέρι  του ήλιου αποξηραίνονται ./ Πατημένο άδειο το
έργο της ζωής τους / στις περιπολίες ποζάρουν οι νεκροί των μακρινών ταξιδιών /
κι οι φίλοι ξεντύνονται - / - τέλειωσαν τα καρναβάλια. /Κι όσο για τις αγάπες
-;- / οι ερωμένες αφιερώνονται στο κλάμα της χηρείας τους, / ή στα πρωτοσέλιδα
της φιλικότητάς τους - / χάραμα λιποθυμίας, πριν το κοκόρισμα / στις στέγες των
φούμαρων. / Φούμαρα κόσμος, που κληρώθηκε / να ζουν οι φωτισμένοι, / σε φουγάρα
τάλαρου να ρίξουν «χι». / Κι οι εκδότες θησαυρίζουν - / ιερόσυλοι μαφιόζοι, /
που επικαλούνται τις Βάκχες - / - ψηφιακά να μονιάσουν με τα τέρατα. / Θεατρικά
ανορθογραφώ, / σ’ έναν επικείμενο σεισμό, / την αποκάλυψή  μου. / Μόνος. Δίχως γαλάζιο ξενέρωτο. Μαύρος,
μ’ οργή. /

«Φωτογράφιζε Εσύ! Έχει τα κέφια του ο λόγος των αποκαλύψεων.»

**αφιερωμένο στις ...μεγάλες α(να)(πο)καλύψεις**



να τ' ακούς



Αρχιτεκτονικός σφυγμός καταβυθίστηκε
από δηλώσεις βαρυσήμαντες λατρείας –
δηλώσεις θνητών, σε στιγμιαίο θάνατο,
κι ακαριαίο φιλί στο σταυρό κατευθείαν –
ό,τι αρπάξει να νομίζει και
να τάζει ταξίδια πειρατικά.
Κι από τότε στα σπίτια, φωνάζω «όχι!»,
στις αναγνωριστικές αποβάθρες των ζωντανών
στις προδομένες ματιές των μηνυμάτων, 
- «όχι, όχι!» -
των ενοχλητικών εντόμων – 
στιγμή βράδυ πεθάναμε κι οι δυο –
εγώ με μια ζωή, κι εσύ με λόγια παχιά -
κι ακόμη ζωγραφίζουμε.
Ενταφιασμένοι νοσηλευόμαστε –
επί πληρωμή ο καιρός –
λιβάνια απαρχαιωμένα – δυο
χιλιάδων ετών και κάτι
σα φιλοδώρημα  - τσόντα σε προγονικό νυφικό –
Ανεκπλήρωτα πρωινά υποσχέσεων
Εσύ που έσπερνες τα πλείστα τενεκέ
σε σεντόνι που κατέρρευσε αφυδατωμένο
κι ας αποθηκεύσαμε περιοδικά της Τέχνης
σε στεγνωτήριο οικόσιτο, να σέρνεις ώρες στραβές.
Μια καριόλα βροχή μπορώ να χτίζω
και να πλανεύομαι. Να με ξηλώνω ακόμη
σε τοίχο επιζώντα, σε μύριους γάμους
και μια κηδεία επιφυλακής,
με, γλώσσα τεράστια π’ απαγκιστρώνεται
από τη γλίτσα της εποχής.

Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

βρώμικα φιλιά



αποστάσεις κινδύνου
σε έξοδο αναπνοής
με φιλί θανάτου
πληρωμένης ζωής.

/ οι άγιοι παλαβώνουν, και τα μυστικά φάνηκαν ανάξια περιεχόμενα των  ιερών τους γραφών /


Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

δυαδικό μονοπάτι

η φωτογραφία ανήκει στην Αιμιλία Ιωαννίδου


απλώνω τη
σελήνη μου στο στήθος σου - / όαση να ‘χουν οι πτυχές σου. / λιωμένες τέμπερες
– / αδειασμένα μάτια τα μάτια μου / στη λεύκα της αυλής σου. / στη σκιά σου, / σκιά
μου, τ’ αλάρμ αναμμένα προσμονή. / φορώ κορμιά – σάρκες βαγονιών. / ξεφλουδίζομαι
αστραπή. / για σένα στο / σπάραγμα του επόμενου / δευτερολέπτου διαρκείας. / σημαίνει
εμπύρου, / απείρου εμπύρετου δευτερολέπτου / με δίψα αλόγου, / να βρει τον
καβαλάρη του. / νηστικά απομεσήμερα / φορτώνουν με οίστρο. / φορτώνω αγρύπνια. /
λιτανείες νυχτιάτικες πάλι / σαν πριν στο τώρα του αύριο. / πίνω ιχώρ / με
ξεκάλτσωτες αλήτισσες στιγμές –  / - ιέρειες
του περιπάτου μας – / μυστικού σε δυαδική οδό των εγκάτων – / εκεί που
κοχλάζουν οι φλόγες / κι αποκαλύπτουν. /
πάντα βυζαίνοντας / εγώ / θηλές λερωμένες κλάμα - / είναι που άρμεξα
λυγμούς / κι έγιν’ αρμύρα. / κι εσύ / σε βάθος πίνακα – κάποιου Μονέ. / το έχω
στενάξει το μεσημέρι ολάκερο. / το πρωί το γεύτηκα ύδωρ. / τα βράδια μου,
σφραγίζω κλειδιά / με τ’ άρωμα νιογέννητου / ερμαφρόδιτου φιλιού. / μια γκαζιά
στο λοιπόν, / σαν παιχνίδι αρχέγονης θεάς, / με θεό τρικυμία. / ένα κοντάρι
λυμένο χειρόφρενο, / και ταχύτητες όλες. /σαν έτσι που γεννήθηκα να σε
προσμένω, / ο αγέρας μου ποθεί / και σου μιλά φλύαρα ξεπορτίσματα . / γκρεμίζω
το πνιγηρό της πόλης, / κι ας με παραμονεύουν οι ασφαλίτες, / πετώ σ’ άστεγα
αρχοντικά μαζί σου. / δε μας πιάνουν μάτια μου τα φρικιά. / ερχόμαστε από
τρίαινα πατρίδα. /φέρουμε διαβατάρικα πουλιά. / ο ύπνος μας, / στον ύπνο σου, /
στο δικό μου ύπνο, σε ΄μας /  – το αίμα
μας δυο δειλινά σε ένα - / ολόγιομος βωμός ∙ το κρεβάτι μας. /  ένα ταξίδι αχόρταγο η κλίνη μας, /  κι ο πίνακας στο βάθος. /  απόψε ο Μέγας Ζων Γράφει σε ΄μας.  / οι φωτισμένοι θλιβεροί σφυρίζουν μάγκικους
σκοπούς, /  κι η φυσαρμόνικα σε μινόρε
αυγής, στο μπαλκόνι μου. / Μας ακούν οι Δάσκαλοι απόψε. Στο μπαλκόνι μας η Γένεση.

δικό μας



Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

δυο γλώσσες πνοή

η φωτογραφία ανήκει στην Αιμιλία Ιωαννίδου


Ένας εσταυρωμένος συρμός
ξενυχτάει προαστιακός,
περιφρουρώντας κέντρο οδυρμού.
Η φωτιά αναμοχλεύεται - αδικημένο
κορίτσι,
που τραγούδησε συριγμό,
να μην κλάψει και
δακρύσει τα πυρωμένα πόδια
«μάγισσας» έφηβης
στον πάσαλο του μαρτυρίου –
/ να μη λιγοψυχήσουν οι γραφές,
και καταστεί αδύνατη η
εκσπερμάτωση της ανάβασης /
Πώς θα μπορέσει ο Έρωτας αλλιώς
να μείνει χνωτισμένος -;-
Πώς θα στεριώσουν δυο γλώσσες
ένα βουνό ιερό -;-
Προσκυνητές άλλου κόσμου
χλιμιντρίζουν ζωντανοί
στους νεκρούς που αρνήθηκαν ν’
αναστηθούν
Κι εγώ μένω  θησείο –
καρφωμένη αγκαλιά,
δίχως να μαρτυράω το μυστικό ∙
ο γρίφος είναι πάντα λυμένος, μα
λύσε εσύ το γρίφο που σου δόθηκε.
Τα δειλινά γνωρίζεις
ότι νικήθηκαν από μια μοναξιά,
και μια εικονική παρέλαση ασκητών
στα βάθη των θαλασσών μας -;-
αποθήκες πολύτιμων λίθων
οι πειραματικές ασκήσεις μας
από φωτιά, δάκρυ και πάσαλο ∙
θα μάθεις κάποτε πως ξεγελούν τα
χρώματα
και πως στενάζουν οι κραυγές
μέσα σε ανυπόφορες σιωπές
υποταγμένων.
Μας ξεγελούν τα χρώματα
Μόνο οι θάλασσες σ’ ακολουθούν,
χειμώνα σε αντάρα.

αφιερωμένο

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

αισθήσεις παραίσθησης



λάθος το μολύβι στα στενά των
ματιών / με ασπρόμαυρη ομίχλη χάνεται η ταυτότητα / στο χέρι μου ο επίδεσμος
ξέφτισε από τις πλύσεις / και το αίμα ξεράθηκε στη φαντασία μου. / φτύνω αίμα –
το στόμα πάντα ξερνάει κόκκινο. /  άλλο
ένα χτύπημα στην πόρτα -  / πισωγύρισε
αντίλαλος και / δεν έχω ρεματιά. / όλες συμπλήρωσαν το παζλ της ζωής μου - . /
δεν κοιμάμαι εδώ και καιρό. / νομίζεις ότι με ξυπνάς, μα / εγώ περιμένω ακόμη.
/ υπήρχαν στ’ αλήθεια μολύβια στον κόσμο μου -;- / συνειδητή απορία, που / πίσω
τη στέλνω / στο παρελθόν σιωπηρό του μυαλού μου. / με ΄λέγαν κάποτε χίλιες
φωνές, / τώρα κανείς δε με λέει και κάπου τρομάζω. / ταχτοποιώ τον κάδο
απορριμμάτων - / στιγμιότυπα κάποια απ’ τα δάχτυλα των ποδιών μου, / μη
νομίσεις πως φεύγω ανοικοκύρευτα. / οι κλήσεις έχουν πνιγεί στη θέλησή μου. /
κάποιες που δραπετεύουν / με καλούν θεό και μειδιώ. / προχθές τοιχοκολλήθηκα
κάπως πρόχειρα / από ΄να κρεμασμένο φυλαχτό. / θυμάμαι τις υποσχέσεις όλων. /
χαλί που τραβήχτηκε κάτω απ’ τα πόδια μου, / κι εγώ που ήθελα να είμαι
απροειδοποίητος πάντα - / για να βρίσκομαι, έστω / κι ανώνυμος, / κι ας μην
κόλλησα μπρίκια ποτέ. / τόσο που τ’ άκουσα, / τόσο πίστευα. / μου έμειναν τα
μπρίκια, / κι η κόλλα υγρή / να κυλάει στα μάτια μου. / το μολύβι δεν υπήρξε
ποτέ. / προϊόν της δίψας μου εντέλει. / εντέλει παίρνει να φθινοπωριάζει. / πάντα
Σεπτέμβρης, κι ακόμη εδώ.

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

βρεγμένα λόγια



για ΄κείνες τις βροχές, που
ξεπουλιούνται στα παζάρια των λιμανιών / βροχές κοριτσόπουλα / που τρέμουν κάτω
από τον κρεμασμένο / που φορούσε παντελόνια / όταν ανέδειξε τις σιωπές - / - δεν κράτησα ποτέ ομπρέλα για ΄κεινες. / κι αν με γελάς, / που βρεγμένος κρέμομαι / είσαι τόσο ελάχιστο οδυνηρό τίποτα / που κι οι νεκροί δε σ' αναγνωρίζουν -.


γεύση χωμάτινη έχουν οι θνητοί με κράμα νερού. τα λιμάνια, όμως, αγιοποιούνται,
όταν οι πόρνες ερωτεύτηκαν το αβέβαιο χάος τους, και τυρράνησαν θανατηφόρα τις νύχτες ονείρων, που λάθεψαν οι μυστικοί -μυστικό το λιμάνι,  κι αν τα χέρια του, κάποτε, δείχνουν να λαθεύουν, δε λαθεύει η ματιά του. έτσι, ανθρωπάκι παίξε κι άλλο -!- στο κρυφτό είναι άσσοι οι μυστικοί. στα νάζια δε και στις τρικλοποδιές, φέγγουν αγέρωχα. πάμε για φαγητό κάτω απ' το φεγγάρι. καλή μας όρεξη. πίνω νερό αλμυρό. μου διατηρεί τις καταβολές μου.

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

ο μονόλογος του περατάρη



γυμνός από κορμί / ερωτεύομαι
Σάρκα κόσμιων κόσμων / πώς να ορίσω τα φιλιά μου εδώ / όταν τα χείλη τους -
μαχαίρια με σφάζουν -;- / όμως, μ' αυτά πορεύομαι / σε κακόφημα ξενύχτια
δηλητηριάζομαι / την επόμενη νύχτα να είμαι έτοιμος / με τα κορίτσια του δρόμου
τ' άμαθα / να κάνω καράβι φυγής.




επικαλούμαι το θανατο / ανάμεσα σε θανάτους ζω πατρίδα / άρμα φωτός
ξενητεύομαι, με σπίθα μάτι /..έρχονται τα νερά καταιγίδα στη σκέπη μου. / μένω
αταβάνιαστο φυλαχτό οργής. / θέλω να ταξιδέψω στο χώμα και φτάνω στο άπειρο.



δεν έχει
νέο. δεν έχει παλιό. δεν έχει τόπο. παύω ν' αναζητώ. νεκρώνω το χρόνο, και,
πάλι ύδατα - απ' του πουθενά το πάντα. δεν έχει τέλος η οδός. εντέλει θρυμματίζομαι.
έτσι, ως περαστικός, και βυθισμένος. γι' αυτό αργούν οι άναρχοι να μου
μιλήσουν. τους κάνω κόλπα κι εγώ. τους παίζω και τους κρύβομαι.



ο πόλεμος σφυρίζει. τον ακούς;
φοβούνται οι ανάσες και κρύβονται. μα όρκο έχω δώσει τιμής απ' τα παιδικά μου:
ετούτον τον πόλεμο θα τον λύσω με σφύριγμα πνοής δικής μου. είναι πλατύς ο
βυθός της φωτιάς


είμαι
εκείνος ο βλαμμένος σχοινοβάτης, μοιάζω παράταιρος. δεν έχω χέρια. καήκανε στα
πάθη. μόνο τιμή κρατώ κι ισορροπώ ένα σκισμένο δέρμα, απ τα φρικιά που τρώνε τη
λάσπη μου. άστρο δεν έχω. σκόνη καταπίνω. σκόνη ξερή. με σκόνη τρέφομαι. με
κρατούν, δυο κουρέλια δάκρυα, που πλάστηκε η αθωότητά μου. ..κι εκείνο το
κορίτσι..που τρόμαξε από τον κεραυνό, κάποιο βράδυ στον παράδεισο. γυρεύω το
κορίτσι. και πες με ό,τι θέλεις.. κι ας λένε, ό,τι πουν.



κι είμαι ο Μέγας Αλήτης των αιώνων.
τρομάζουν οι άνθρωποι όταν με βλέπουν. γίνομαι ίσκιος της σκιάς μου. ίσκιος
στον τοίχο μου. τέσσερεις τοίχοι. ο ένας με κρατά. οι τρεις σκοντάφτουν στο Ένα
μου
·  έτσι, μπορώ να
εξιστορώ τ' ανείπωτά μου

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

τσούλα η εποχή

εντάξει. συνηθίσαμε - μπορεί και να μη μας
νοιάζει. ο Big Brother πάντα εμπνέει, εξάλλου πολλούς. διαστροφική
εποχή. εμείς το μάθαμε. ζούμε στην εποχή της κλειδαρότρυπας. γι' αυτό
και μένουμε άπραγοι ουσιαστικά. κι ύστερα λες, πως όλα δρόμος, κι ό,τι άλλο λαλούν οι ποιητές.

φανταστικές ζωές, σε μαύρες ρουφήχτρες του άδειου, ή και της τρέλας. κι
όταν λέω, για τρέλα, τρέλα τρέλα εννοώ. υποδυόμαστε. εικονιζόμαστε.
αυνανιζόμαστε εικονισματικά. παραμυθιαζόμαστε. συμβουλεύουμε. αγαπάμε.
συμμετέχουμε εξ αποστάσεως. και πόρτες βροντούν. και παραθύρια κλειστά.
όλα με "τηλεπάθεια". μα πάντα μια κλειδαρότρυπα υπερτερεί. είπα και
πριν: η εποχή της κλειδαρότρυπας - κάτι σαν σκουληκότρυπας.