![]() |
η φωτογραφία ανήκει στην Αιμιλία Ιωαννίδου |
Ένας εσταυρωμένος συρμός
ξενυχτάει προαστιακός,
περιφρουρώντας κέντρο οδυρμού.
Η φωτιά αναμοχλεύεται - αδικημένο
κορίτσι,
κορίτσι,
που τραγούδησε συριγμό,
να μην κλάψει και
δακρύσει τα πυρωμένα πόδια
«μάγισσας» έφηβης
στον πάσαλο του μαρτυρίου –
/ να μη λιγοψυχήσουν οι γραφές,
και καταστεί αδύνατη η
εκσπερμάτωση της ανάβασης /
εκσπερμάτωση της ανάβασης /
Πώς θα μπορέσει ο Έρωτας αλλιώς
να μείνει χνωτισμένος -;-
Πώς θα στεριώσουν δυο γλώσσες
ένα βουνό ιερό -;-
Προσκυνητές άλλου κόσμου
χλιμιντρίζουν ζωντανοί
στους νεκρούς που αρνήθηκαν ν’
αναστηθούν
αναστηθούν
Κι εγώ μένω θησείο –
καρφωμένη αγκαλιά,
δίχως να μαρτυράω το μυστικό ∙
ο γρίφος είναι πάντα λυμένος, μα
λύσε εσύ το γρίφο που σου δόθηκε.
Τα δειλινά γνωρίζεις
ότι νικήθηκαν από μια μοναξιά,
και μια εικονική παρέλαση ασκητών
στα βάθη των θαλασσών μας -;-
αποθήκες πολύτιμων λίθων
οι πειραματικές ασκήσεις μας
από φωτιά, δάκρυ και πάσαλο ∙
θα μάθεις κάποτε πως ξεγελούν τα
χρώματα
χρώματα
και πως στενάζουν οι κραυγές
μέσα σε ανυπόφορες σιωπές
υποταγμένων.
υποταγμένων.
Μας ξεγελούν τα χρώματα
Μόνο οι θάλασσες σ’ ακολουθούν,
χειμώνα σε αντάρα.
αφιερωμένο
αφιερωμένο