Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

νύχτωσε στις θάλασσες του κόσμου




















Θα έφευγες μετά,
Είπες
Είπα,
Τώρα, τώρα φεύγω
Δεν είναι νωρίς
Νύχτωσε
Πειρατεύουν με -!-..
Τώρα φεύγω
Ορθά
Όπως τότε που
Ήρθα
Καταρροές-
Ανάρμοστες
Σ’ όποιον επαγγέλλεται
Και σπάει κλειδαριές
Να μπει άχνη
Να μπαίνει βροχή
Να έρχεται θάλασσα
Κι οι άγκυρες - σκλαβιά

Είχα 
τότε
Τις πελέκησα
Κι έφτιαξα βέλη
Ξίφη και λοστούς –
Απαραίτητα, να πω,
Των ταξιδιών μου

Δε σε κοινώνησα, νόμισες,
Δε σε βρήκα, νόμισες -
Αφού δεν ξάπλωσες
Στις χούφτες μου
Και δε διέταξες
Να σκίσω τη σάρκα σου –
Εύκολη η θέση που
Σου χάρισαν…
Έτσι έμαθες
Κι έτσι λες
Κι έτσι νομίζεις..

Δεν πίστεψες, όμως
Και δεν πιστεύεις
Κλείνεις τα μάτια
Ζητιανεύεις
Επιβάλλεσαι  τυφλή –
Στους νομίζοντας
Τυφλούς των ημερών σου –

Ακούω τους ρόγχους
Ακούω τους θρήνους
Ακούω κατάρες
Πεπαλαιωμένων και
Νεκρών σου

Δε βάδισες
Κι ωρύονται
Έσκυψες, φίλησες,
Νόμισες ήπιες…
Σκοτείνιασες…

Δεν κατέκτησες
Αφού σου άνοιξαν τις
Πύλες
Νόμισες όργωσες
Νόμισες κέρδισες
Λήστεψες, είπες
Στον πάγκο
Της ελεύθερης προσφοράς

Τώρα, μάθε,
Δε μένω
Ποτέ
Πουθενά
Κι έχω μείνει παντού
Και φεύγω πάντα
Μικρά σου νοήματα
Τρελά σου τα λόγια μου

Φορώ τη γύμνια μου
Πόσο μεγάλη η 
θάλασσα Έρωτά μου -!-
Πόση αρμύρα γύρω μου -!-

Μπαίνω στην άρμη
Ζεις οργασμό
Παραπατάς και ζητιανεύεις
Το στόμα που σε άρμεξε

Δε σου σφυρίζω ξανά
Άνοιξε τα μάτια σου να
Δεις
Πως καταδύομαι
Στη θάλασσά σου…
Και χάνονται
Τα τρένα απ'
τους σταθμούς σου…

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

κυάνωση νύχτας














(ήδη χαρισμένο)


Σςς… Μη μιλάς 
Κοίτα!...
Μετάθεση ονείρου σε
δρόμους πολυσύχναστους βροχής

Κατάρα των πουλιών
Κι ανάθεμα νόμιμων αγροίκων
Σιγή ιχθύος μ’ αγρύπνια σε
μια νύχτα κυάνωσης απ’
τα πάθη μου
Σταματώ σε διόδια
υπογείων οδών
Μ’ ένα φιλί να
πληρώσω το κόστος
της πορείας μου
Με δυο φιλιά να
παραπέμψω στον άγιο εαυτό
Πορεύομαι, κυβευτής της
επόμενης μέρας, μέσα σε
καθρέφτες που αντάμωσαν
βλέμματα απείρου κάλλους κι
άπειρης ντροπής συνάμα
Για να ΄μαι σήμερα εδώ και
να αυτοκτονώ την ψυχή μου
Πόσο ν’ αντέξεις τ’ αστέρια -;-
Πόσο ν’ αντέξεις τα
δάκρυα τ’ ουρανού -;-
Πόσο ν’ αντέξεις παράνομος
ανάμεσα στα 
δεικτικά τους δάχτυλα -;-
Που να πάμε ψυχή μου -;-…
Μόνο εδώ, στις 
υπόγειες οδούς
που διανοίξαμε με το 
καρδιοχτύπι μας…
…Εκείνο το βράδυ –
Θυμάσαι -;- 
που μας
έλουσε η βροχή -;-

Μπροστά στον καθρέφτη
Θα φωνάξω το όνομά μου
Για πρώτη φορά να μ’
αντικρύσω
Κι ύστερα να μείνω
ανάμνηση
στης ιστορίας του το
μεγαλείο
Μαζί
να κοχλάζει το
πάθος μου

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

φωτιά θα γίνω -!-..




Οι γειτονιές τρέχουν
Στο ρήγμα της σιωπής -
Δάκρυ
Στου χρόνου τα χαράγματα
Σε δέρμα που αδειάζει φως
Και στερεώνω δυο παράθυρα
Στα μάτια –
Ένα στο καθένα -
Να μπορέσω να βρω το χειμώνα
Γύρω απ’ τα νεκρά σπουργίτια
Να παγώσω τους εφιάλτες μου

Οπωσδήποτε
Θ’ αποδημήσω πλανήτη μου
Δίχως τα κτητικά του κόσμου
Που γδέρνουν – μαχαιριές
Και κρεμούν το νου
Σ’ αδιέξοδο αιμάτινων δρόμων
Κι η καρδιά
Που τρυπάει το θώρακα
Με το ακάνθινο στεφάνι της –
Βραβείο της θλιβερό για 
τη σύνθεση των χτύπων της –
Φτηνά είναι τα επινίκια
Των εποχών των ανθρώπων -

Φωτιά θα γίνω
Δίχως αίματα
Σκούριασα και κρυώνω
Στις αυλές μελαγχόλησα
Με τις μαραμένες γλάστρες -
Παραβιασμένα στόματα φύσης
Στριμωγμένα σε γέρικες στριγκλιές
Εκεί που τρίζει ο χρόνος
Μαζί με τα παραθυρόφυλλα
Στα μαραμένα σύνορα
αχαμνών ζωών που
Δεν το κάνουν το βήμα
Δεν αποφασίζουν να ξεκουρνιάσουν
Κι οι σάρκες αδειάζουν
Και τσαλακώνονται –
Γερασμένη ρώγα σταφυλιού
Που ξέχασε να ερωτευτεί
Ή,
Που νόμισε ότι ερωτεύτηκε
Σ’ έναν αγώνα δρόμου
Κι οι γειτονιές
Αυτοκτονούν μ’
Ανέλπιδα τραγούδια

Αποδημώ πλανήτη μου
Η πόρτα φραγή και
Τούβλα στο κεφάλι μου
Κι ο ναργιλές
Ξενύχτησε στα χείλη μου
Έγινε στόμα μου
Και κοχλάζει οργή
Φυγή ανείπωτη
Κι ανεπίστρεπτη
Στους αγέλαστους συρμούς  σου

Και μου φτάνει
Κι ας περισσεύει
Το ανάστημα
Να τρέξω
Δίχως – στερνά να
Χαιρετήσω σε
Μου φτάνει το ανάστημα
Να πιω φωτιά
Και φλόγες να γίνω
Κι εσύ
Να καίγεσαι μα
Να μην μπορείς
να με προλάβεις
όταν θα τρυπώνω
σε πρωινά ορθάνοιχτα
και σπίτια  μεθυσμένα
γιασεμιά.. 

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Τιμή στους ήρωες νεκρούς του Πολυτεχνείου!



 








Ακολουθώ
την περιφορά του χρόνου
γύρω απ' την πόλη
Γύρω από την Άγια Πύλη
της καγκελόφραχτης αυλής
των Αθανάτων -
Μικρών Μεγάλων Εραστών
της Αυγής
Κρατούσαν ένα σύνθημα
στ' αφίλητα τα χείλη τους
Μια ευχή ακούμπησαν
στα στήθη της σελήνης
Για ένα όραμα λευκών περιστεριών
τους μάτωσαν
Τους άδειασαν, άχαρα μετά
στο παγωμένο τσιμένο της πόλης
Τόσο άπιστη
γι' αυτούς η πόλη!
Μια πόρνη ερωμένη που
λήστεψε τα νιάτα τους

Εκείνο το βράδυ
δεν υπήρχε πάλι ο θεός
Εκείνο το βράδυ που
καταιγίδα αίματος
έπνιξε το όνειρο

Κι οι νέοι πλάγιασαν ματωμένοι...
Για πάντα!...

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

η ψήφος




















Βάθος της νύχτας
και
τ' ουρανού
τούνελ βαθύ
με παρακολουθείς
λες, μ' επιβλέπεις
επιστατεύεις
την παραγωγική μου
ανάσα
προσωπικός μου τηρητής
στεγνός
στυγνός είσαι
σε μυρίζομαι
καθώς
οξειδώνοναι
τα μάτια μου
και τα χείλη μου
σκουριάζουν
απ' το αίμα
που πολυκαίρισε
Θυμάσαι
ότι με σκότωσες
πριν γεννηθώ;
Νεκρός
τουφεκίζω
το βλέμμα σου
για
να ψηφίσω
την ανάμνησή μου

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

"βροχή σου..."
















Εκείνη
κι εκείνος μαζί
μιλά ακόμη για τη βροχή
Βροχή μου, λέει
και γρυλίζει πιο κάτω
με τις λέξεις μαζί
να βρει τη μεγάλη
που θα αποθεώσει
το σώμα
Οι νύχτες, όμως,
θωπεύουν τα παιδιά
κι ασελγούν
υποκρινόμενες
τη μήτρα
που τα έδεσε
στον κάβο της ζωής
Χιλιόμετρα σκοινιά
που πνίγουν την
πόλη των
ονείρων
Κάποτε
κάποιες, δηλαδή, φορές
ξεφύλλιζα τις μνήμες
Πόσα -;- Τόσα
"σ' αγαπώ"
που άκουσα
ροχάλιζαν και
με ξυπνούσαν
διαρκώς με τρόμαζαν -
σαδισμός τους στο έπακρον

Παλεύω να ναρκώσω τις
μνήμες
Κάποτε
οι υποσχέσεις με
κουρδίζουν ανάποδα
Κι οι όρκοι μαζί -
χολέρα σε καιρό πολέμου -

Μη μου κρατάς τα νήματα -!-
Δε βλέπεις -!-
Δεν ακούς -;-
Όλα σε ένα τα
στόλισες
δέμα της σιωπής
Με ίδια λόγια σου
με ίδιες εικόνες
με ίδια τραγούδια -!-..

Κατά νου έχω την ειρήνη
και κάνω πόλεμο
στη βροχή -
αυτή που μυξοκλαίει
σαν πόρνη ψυχή -
οι μπόρες με ξεπλένουν -!-
Μου ξεσκονίζουν το σπίτι
οι μπόρες..

Πόσο καιρό έχω
να νοικοκυρέψω το σπίτι μου
κατά τα συμβατά σου -!-
Ποτέ δεν ανταποκρίθηκα
και ούτε...μην ελπίζεις
Γιατί στο βάθος σου
είναι αδούλευτα τα χέρια σου
κι ας τα προβάλεις με κορδέλες
Νοικοκυρεύω εγώ
πάει να πει
τα πάνω κάτω -
παλιατζίδικο στο Μοναστηράκι
να δοξάζω χρησιμοποιημένα
προφυλακτικά και άλλα
πολεμικά συμπληρώματα -
κάτι χτένες ξεδοντιασμένες,
γραμμόφωνα δίχως βελόνες,
εκείνους που κρεμάστηκαν παιδιά,
και, άλλα πολλά !..
Τι να σου ιστορώ τώρα
αφού δεν έχεις χαρτί να καταγράψεις
τη σημαντικότητα των πραγμάτων μου

Κι άκου!
Ει, εσένα το λέω -
που ακούς και δεν ακούς
Που βλέπεις και δε βλέπεις
Που, λες, τάχτηκες σε αγίους
και αιωρείσαι -
αφού ποτέ δεν απόχτησες πόδια σου -
Λυπάμαι το χρόνο που σπατάλησα
άκαρπα
και γεννάω κι άλλον
Λυπάμαι και τις νότες σου
που χάθηκαν στις στείρες σου
λέξεις

Ω, Βαβυλώνα μου -!-
Βεβήλωσέ με κι άλλο
πιότερο να δω!..
Μέσα στις σκόνες μου
ερωτεύομαι και μεγαλώνω
Με τις καταιγίδες
κραυγάζω οργασμό
Που ήμουν;..
Έφυγα
Σκονισμένα κορίτσια μου!..,
έρχομαι-!-

Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010

η...φωνή μου





















Λυπάμαι μόνο που
κράτησες το σχήμα
Όχι,
εγώ δεν τη μισώ
είναι των εγκάτων μου
που καίει τις σάρκες
κι αναδύει το άπειρο
στου ελάχιστου την
ελάχιστη οσμή
Που μένει
και συναρπάζεται
και ουρλιάζει
στο μέγιστο
της έντασης
που και  τη
σπάει την ένταση
και διαγράφει την
ουτοπία
που φοβήθηκες
να δεχτείς -
αγαπημένη σου
από μακριά σου
μικρή σου η απόλαυση
δικιά μου η φωνή

Μείνε εδώ
στο γνώριμο
πεδίο μάχης σου
δεν πολεμώ εγώ
καλπάζω στους
ορίζοντες
φλογοβόλα
και άπληστα
χορεύω
στα κύματα
Αλήθεια,
τα πλάγιασες ποτέ -;-

Δεν αγαπώ
Χύνομαι -!-
Καρφώνομαι στη δίψα -!-..
Πίνω
ό,τι λάχει
αρκεί
να εκτοξευτώ
κομμάτια να γίνω
να χτίσω το Ποίημα
που δε χωράει
σε κορμιά

Λυπάμαι που
δεν άγγιξες
τις φάσεις τις
ανείπωτες
που δεν χωρούν
σε λύπες
δε φυλακίζονται

Κι ο ποιητής
έτσι είπε
και καρφώθηκε στη θάλασσα..

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

η άλλη σταύρωση



















Μην κοιτάς το σταυρό μου -!-
Γέρασε το ξύλο του και
άλλο δεν κρατάει
Όμως
καμπούριασα από τα χρόνια
εκεί στο καρφί
και σκέφτηκαν να με αλλάξουν
μαζί μ' εκείνον
που γονάτισε στην υστεροβουλία των

Μ' αφήνουν μόνο ένα κενό
να ετοιμάσουν το νέο σκαρί
να χωρέσει και τα χρόνια μου
που κάμποσα μαζεύτηκαν

Κανείς δε σ' αφήνει ήσυχο
σε τούτη τη ζωή
ούτε κι εσύ σ' αφήνεις

Χτυπώ πόρτες
να βρω μια φωτιά
μια αλυσίδα χοντρή
να σπάσω καθρέφτες
να προλάβω να μιλήσω
το τρένο πιάνει γρήγορα σταθμό

Πήρα νωρίς το μήνυμα
πόλη δεν υπάρχει
ψέμματα όλα
κατασκευές του νου
να μη συννεφιάζει
και χαθεί

Τόπος κρανίου
αχανής
και τα κορίτσια θρηνούν
και πρέπει  να
περιμαζέψω τα δάκρυα
και πως να τα κρατήσω
στις τρύπιες μου παλάμες -
ήταν χοντρά τα καρφιά -
θα τις μπαζώσω με πείσμα
τις οπές
να μπορώ να χαϊδεύω
τις ανάσες που μ' ανασαίνουν -
υπάρχουν ακόμη ανάσες
ανάμεσα σε τόσα πτώματα
πάντα ανασαίνουν οι νεκροί
τα πτώματα σαπίζουν

Δε χάθηκαν ακόμη όλα -
έχω να μιλήσω και στον Ιούδα μου
καλύτερα απ' όλους τους
άλλους μου στάθηκε -
πιστός μέχρι το τέλος
Δεν έμαθε ποτέ ότι ήταν αυτός
ο αδερφός μου
γιατί η Μαρία λοξοκοίταξε -
πήρε τον άλλον το νωπό
μέσα στη μήτρα και
της χώρεσε
αφού μικρούλης ήτανε
πώς να της κάνει ο γίγας
που δεν αρνήθηκε ποτές -;-

Κι ας της τον έδειξα
ήτανε καταιγίδα
και δεν είδε
και μια φορά γεννιέται
ο γιγάντιος

Μου κλείνει το μάτι
η άλλη η καταδικασμένη -
εκείνη που λιθοβόλησαν -
τι συνήθειά τους κι αυτή
να σκοτώνουν τον έρωτα -;-
και τους το ΄χα πει -
μόνο οι πόρνες τους είπα
γεννούν
οι άλλες πτώματα φέρνουν

Φταίει που
τελειώνουν και
νωρίς τα ψωμιά
και βαρέθηκα να ταΐσω
αλλοιωμένους
Γι αυτό και
δεν αντέδρασα όταν
με μαστίγωναν
Τότες
σκεφτόμουν τις
πλεξούδες της
που είχαν γεμίσει αίματα
απ' τ' ανοιγμένο της κρανίο
Πόσο την ερωτεύτηκα -!-

Είμαι αιρετικός
το γνωρίζω
Τι άλλο όμως
θα μπορούσα να είμαι
όταν γεννήθηκα από
έναν κρίνο -;-

Το μόνο που επιθυμώ
για το τέλος
είναι ένα στριφτό τσιγάρο
και δώδεκα κάστανα
ψημένα στα κάρβουνα -
έτσι
για να ξεγελάσω
το ρίγος της μοναξιάς μου

Κρυώνω και βρέχει πολύ
Κι εκείνο το κορίτσι
δεν το μάζεψαν οι αστυνόμοι -
λησμόνησαν φαίνεται
να μαζέψουν δυο κόκαλα -
αδύνατη που είναι η εποχή...
Λέω να πλαγιάσω μαζί της απόψε
"Χειμώνα μου", θα της πω
και θ' ανοίξει τα πόδια
να κρατήσει τα δώδεκα κάστανα
το αίμα μου
και το στεφάνι με τ' αγκάθια -
το στέμμα μου το βασιλικό
απ' τον καιρό του χάους μου

Μετά
θα σηκώσω μ'
αντρεία το νέο μου σταυρό
αφού θα έχω θυμηθεί
πως ξυπνάνε τ' αγόρια
τους χειμώνες μέσα στα χιόνια
κι η προφητεία
θα εμπλουτιστεί
με νέας έκδοσης λατρεία -
άλλοι οι νεκροί
κι άλλα τα πτώματα

Κι εγώ νεκρός
θα κουβαλήσω μέχρι το τέλος
το χειμώνα μου
για ν' απαγγείλω με μια ανάσα
όλη τη ντροπή
των πτωμάτων
και το λάθος της Μαρίας
που νόμισε ότι με γέννησε..