Οι γειτονιές τρέχουν
Στο ρήγμα της σιωπής -
Δάκρυ
Στου χρόνου τα χαράγματα
Σε δέρμα που αδειάζει φως
Και στερεώνω δυο παράθυρα
Στα μάτια –
Ένα στο καθένα -
Να μπορέσω να βρω το χειμώνα
Γύρω απ’ τα νεκρά σπουργίτια
Να παγώσω τους εφιάλτες μου
Οπωσδήποτε
Θ’ αποδημήσω πλανήτη μου
Δίχως τα κτητικά του κόσμου
Που γδέρνουν – μαχαιριές
Και κρεμούν το νου
Σ’ αδιέξοδο αιμάτινων δρόμων
Κι η καρδιά
Που τρυπάει το θώρακα
Με το ακάνθινο στεφάνι της –
Βραβείο της θλιβερό για
τη σύνθεση των χτύπων της –
Φτηνά είναι τα επινίκια
Των εποχών των ανθρώπων -
Φωτιά θα γίνω
Δίχως αίματα
Στις αυλές μελαγχόλησα
Με τις μαραμένες γλάστρες -
Παραβιασμένα στόματα φύσης
Στριμωγμένα σε γέρικες στριγκλιές
Εκεί που τρίζει ο χρόνος
Μαζί με τα παραθυρόφυλλα
Στα μαραμένα σύνορα
αχαμνών ζωών που
Δεν το κάνουν το βήμα
Δεν αποφασίζουν να ξεκουρνιάσουν
Κι οι σάρκες αδειάζουν
Και τσαλακώνονται –
Γερασμένη ρώγα σταφυλιού
Που ξέχασε να ερωτευτεί
Ή,
Που νόμισε ότι ερωτεύτηκε
Σ’ έναν αγώνα δρόμου
Κι οι γειτονιές
Αυτοκτονούν μ’
Ανέλπιδα τραγούδια
Αποδημώ πλανήτη μου
Η πόρτα φραγή και
Τούβλα στο κεφάλι μου
Κι ο ναργιλές
Ξενύχτησε στα χείλη μου
Έγινε στόμα μου
Και κοχλάζει οργή
Φυγή ανείπωτη
Κι ανεπίστρεπτη
Στους αγέλαστους συρμούς σου
Και μου φτάνει
Κι ας περισσεύει
Το ανάστημα
Να τρέξω
Δίχως – στερνά να
Χαιρετήσω σε
Μου φτάνει το ανάστημα
Να πιω φωτιά
Και φλόγες να γίνω
Κι εσύ
Να καίγεσαι μα
Να μην μπορείς
να με προλάβεις
όταν θα τρυπώνω
σε πρωινά ορθάνοιχτα
και σπίτια μεθυσμένα
γιασεμιά..