Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2015

Αποκάλυψη 1.













Τη μέρα της εξόντωσης
όλοι οι αέρηδες έχουν λουφάξει
Το κόχλασμα επικρατεί στους σουγιάδες
δε σηκώνει βοή,
μόνο σκόνη πνιγερή ερήμων και
μια ακόμη περιφρούρηση μάλλον,
στους δωρισμένους εκκλησιασμούς
ή με σπασμένα ποδάρια· στασίδια του μυαλού μας
Καθ’ υπέρβασιν, ο ήλιος μαζεύτηκε νωρίς
/μια έκλειψη είναι ότι πρέπει στις τελετουργίες της Απόκρεω /
Ντυμένοι βασιλιάδες επικαλούνται βροχή·
κονδυλοφόροι υπογείων στοών
βαθμοφόροι χαμών
/ και μόνο εκεί δεν αγιάζεσαι με νέκταρ.
Αυτά τα υπόγεια κρατούν ζόφο
σε κελάρια με χνώτο πνιγμένων αγγέλων
που έψαλλαν την Ιστορία την απ’ αρχής /
Κατόπιν στήθηκαν οι κρεμάλες
μετά τη σφαγή,
για να γραφτούν οι δόξες
στις χούφτες των παιδιών
που τα παιδιά πήραν φύλο
πρόστυχων καφενείων το σούρουπο
ενώ η σειρήνα μασούσε τέλος στη βάρδια
Κι άλλος μπεγλέρι,
εγώ ρακή,
κι η Λόλα - μασούσε τσίχλα -
με γόβες, ξεκάλτσωτη στο κρύο -
κι ο κούκος τρεις δηλαδή,
να ΄χουμε πρίμα το τεφτέρι της φυγής.
Έτσι ανυπόφορα ξυρίστηκ’ ο καιρός
Κι η Ιστορία επαναλαμβάνεται
αφού εσύ με σόλες διαταγής
δε βρέθηκες ποτέ σε καφενείο._

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

εισαγωγή αποκάλυψης πάντα



















Κι όμως δε σώπασα.
Κι όταν με πυροβόλησαν ούρλιαξα
κι αρνήθηκα τη σφαίρα.
Κι όταν η σφαίρα, μου καρφώθηκε στην καρδιά
κραύγασε η καρδιά μου: «Πιάνουμε πολιτείες δικές μας,
να κάμουμε πράξη τ’ όνειρο! Μη λυγάς!»
Και δε λύγισα. Και γεννήθηκα, δίχως μάνα
/ συνήθως οι μάνες λουφάζουν την πυγμή, και μόνος γεννιέσαι…αν.. /

Κι όποιος δε με πίστεψε, κι εσύ που ακόμη μ’ αρνείσαι
εσύ που με πρόδωσες, στο λίγο σου εαυτό,
με ύβρη που απλώθηκες σ’ αυτό το λίγο,
στον τσίγκο που ακούμπησες, δεν άδραξες τη γέννηση ακόμα.

Σου λέει ο καθρέφτης μου: «Σήκω! Φαίνεσαι!»
Ο δικός σου ραγίζει. Φάνηκα. Σου έχω έναν ουρανό!

Πάνε χρόνια, ίσως τρία, μισός αιώνας, ίσως τίποτα
Πάνε δυο, καβάλα χρόνος, και τρέμεις
σα να ΄ναι ήλιος ξέμπαρκος σε σφήνα δακρύων
μέσα στα νέφη στο τελάρο μου
που αιμορραγεί η αγάπη
Πάνε, που δεν υπάρχουν χρόνια –
αιωνιότητες σταλάζουν τα φιλιά –
πλημμύρες βορείων με φλας και δίχως, σε λιμάνια,
που φτάνουν οι αχοί των τρένων
Σε υποσχέσεις, σε απαιτήσεις σου
στους νερόλακκους των σκόρπιων ειδυλλίων
Εσύ που σκόρπισες στον τρόμο το χάρτινο,
στης παιδικής χαράς το σπίτι που τρομάζει
/ έτσι τρομάζουν τα αγέννητα, να γυρεύουν μάνα,
να σπάει η φωνή /
φουγάρο εφφέ, ψυχών απτέρων –
κάποτε θα είσαι ξανά και ξανά,
να μάθεις θα δεις, πως σκίζονται και λιώνουν τα χαρτιά,
πως στέκονται οι εραστές τις νύχτες γυμνά αρματωμένοι,
και πως τρυπιώνται οι καρδιές,
οι φλέβες πως φουσκώνουν,
όταν λαξεύεις Όνειρο
κι έρχεσαι πάλι μουσκεμένος άνεμο
κι αρμέγεις πέτρα, ο ήχος της πέτρας –
δεν έχει σιωπή, ποτέ δεν είχε -
ύμνοι κι η άβυσσος
ύμνος το κύτταρο
Το σούρουπο, αμυδρά, σου ορίζει το χάος ατέρμονο φως
Δεν έχει γραμμές,
στα σύνορα δεν έχει
Κι οι φύλακες χάρτινοι όλοι -
ζωγραφιές γήινες τα μεθύσια των παρόντων -
και μόνο οι φαντάροι
στα στήθη των χωμάτων, αιμάτων αγγίγματα, ακούν

Πολεμιστές των δασών
με γνώση θαλάττης
επιβεβαιώνουν αλητείες, των αλητών των μεγάλων,
που έσκισαν τις αλάνες, γυρεύοντας αλήθειες,
να σε σκοτώνουν και να γεννάσαι
να σε προδίνουν και να πετάς!
Έτσι σου λέω, στέκομαι πυροβολημένος κι άδολος
στην υπέρμαχο βοή της ζωής μου,
που φεύγει και έρχεται και πάει πολύ μακριά
και πάλι γυρίζει από ψηλά, ανά τους αιώνες περιφερόμενη,
που κροταλίζουν τα παραθύρια της,
κάθε που σ’ ονειρεύεται
σε μια ανθρωπότητα να κουβαλώ
κι έναν καημό ερώτων,
ερωμένης φυλής αχόρταγης πυρετών,
να καίω πνοές με φλόγα απέθαντου,
σε ευθεία πάντα απύθμενα νήματα,
ένα γιασεμί ουδέτερο, π’ εκμηδενίζει
την ουδετερότητα των βουνών,
να δίνει υπόσταση στον ύπνο των απόντων.
Έτσι, μονάχα συγκεντρώνονται τα βλέμματα,
έτσι πορεύεται  το εκπορευόμενον
του κεφαλαίου μυστικού
του κεφαλαίου τέρματος
του κύκλου του αέναου
που σ’ αγαπώ, και σ’ αγαπώ,
γι’ αυτό και δε σιωπώ
και παίρνω πολιτείες.
Γυναίκα ανθρωπότης
σήκω!
Αρσενικές ρίζες τα σπλάχνα των θανάτων
Αρσενικά σφυρίγματα των τρένων τα ταξίδια
Νόστοι σε χούφτα παιδική
τα κλάματα των πτυχών μας.
Κι έτσι δε λύγισα. Αρνήθηκα τη σφαίρα.
Κι έτσι, καθρέφτες δεν έχει,
μονάχα γνώση κι αλάνες.
Το σύμπαν αλάνες. (υπό έκδοση 2015 - Προμηθεύς Πυρφόρος)

*σ' Εσένα - της αλάνας ψυχή μου*

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

προφητείες
















Μεταναστεύουν οι υποσχέσεις συνεχώς
Σ’ ένα απώτερο μέλλον
ο επιζήσας νους
θα θερίσει χρώματα λυγισμένα
με ανδρείες στάσεις βολέματος
σε φαντάρο γνωστό
που καρατομήθηκε η σκυτάλη του
όταν παραστράτησε επιτυχώς -
τρικλοποδιά να βάλει
στη νωθρότητα της συνήθειας.
Παρακάμπτονται διαρκώς οι αντιρρήσεις
μόνο οι χρωματισμένες ταμπέλες
κάτι θυμίζουν όραμα
ή μια παιδική σφυρίχτρα στο άγνωστο –
γνώριμη γκριμάτσα στα μάτια του παιδιού –
ή κι ένα σκοπό - εσένα που ξώμεινες
να παίζεις γκαζές
με τα γδαρμένα πόδια
Εσύ! Να βλέπεις να βλέπεις νύχτα
και να φουσκώνεις θάλασσα.
Μα είσαι εσύ. Σκέτος εσύ.
Κι οι άλλοι
πάνε από ΄κει.