Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

άτιτλη αλήθεια
















(η ΦωΤογραΦία μου
..."οι θησαυροί των βυθών μας")



Με δάχτυλα


σύριγγες

διαρρηγνύεις

απ' το αίμα μου

το κύμα

της κραυγής μου

και

προκαλείς

αιμορραγία

στους παλμούς

των οραμάτων μου

όταν

ο παλμογράφος

των ερώτων

προβάλει

όλες τις ανεπαίσθητες

σεισμικές δονήσεις

του υπεδάφους

της καρδιάς μου

στη γιγαντο οθόνη

των επιθυμιών σου

μ' ένα κοράλι

χθες

που έσκισα

τον υμένα

της παρθένας

δυαδικότητάς μας

κι έγινες

εσύ

ο πειρατής

κι εγώ

όλα τα φύκια

που κρύβουν

επιμελώς

τους θησαυρούς

των βυθών μας

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

Αφι Ερωμένη καντάδα



Αυτόχειρες αιώνες

πυρπόλησαν
τα σπλάχνα μου όλα
τα έγκατα
της Ανάσας σου
σ' εκείνον
τον ακατέργαστο
ψίθυρο
που τσίριγμα μοιάζει
προϊστορικής γοργόνας
που παίρνει τον άνεμο
και ταξιδεύει η θάλασσα
και βυθίζεται
στο θόλο τον ουράνιο
και φουσκώνουν πανιά
του οργασμού
πάνω στη νύχτα
που ελαιογραφία
φέρεται
στους λεπτοδείχτες
των ερώτων μας

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

η παράδοση



Η σύνδεσή μου

με τη νύχτα
ζητά άπειρο
δίχως υπεκφυγές
του ορατού σημείου
στην ευθεία
του ενεστώτα σου

Κι όταν

ακόμη κι όταν
γελάς
να γέρνουν οι μύθοι
δειλινό
στις σκιές μου
αυτές που συνθέτουν
την κόλαση
στο δικό μου γέλιο
δίχως
αλυσίδες
κι αισθήσεις
υποταγής
δίχως αίμα αορίστου

Έτσι

θα σε χρίσω
ξημέρωμα του νου μου
στις τεθλασμένες
κορυφογραμμές

των επιθυμιών μου
στα παραστρατήματα
του παραρτήματος
της βιογραφίας μου

Εδώ

στην πυροστιά τη δική μου
να παραδώσεις
άνευ όρων
το δάκρυ σου

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2009

Όταν η Ελένη Νανοπούλου παρουσίασε το δραπέτη μου




ΓΙΑ ΤΟ ΔΡΑΠΕΤΗ

Το κρύο της νύχτας έχει την εναλλαγή του συμπιεσμένου αόρατου χαμόγελου. Της κραυγής που σε πνίγει στην εκφορά του διαφορετικού από την ερημιά του δεδομένου. Θαρρώ εκεί το συνάντησα πρώτη φορά στα έργα πραγματικής τέχνης, που περιστρέφεις αλλού το βλέμμα κι όταν το επαναφέρεις σε κοιτούν ακόμη κατάματα, σ’ όποια γωνιά και αν σταθείς.

Κι ύστερα, τα φεγγάρια τέτοιες νύχτες ξετυλίγουν τις Αρχαίες τους μορφές. Επανωτά φώναζε η πανσέληνος σα τα γεννούσε ασάλευτη μη και βουρκώσει η νύχτα απ’ τους σπασμούς.
Άνοιξε τότε ο Ορφέας το πορτόφυλλο και έκθαμβος είδε την Άννα, να ευωδιάζει γιασεμιά, κι εκείνη με χέρια κάτασπρα μαντίλια ψιθύρισε στο κύκλο της σελήνης
Μη φύγεις μη φύγεις όνειρο μου!!!
Η νύχτα απόψε είναι γλυκιά μυρίζει χέρια και γραφές. Απρίλης και φουσκώνουνε στα στήθη οι ανάσες. Ταξίδι ανοίξαμε πλάι – πλάι στις ρούγες, τα σκαλιά, στα χτυπημένα νερά, και τους μιλημένους αφρούς του νησιού..
Θυμάσαι Ορφέα; Εκείνου του νησιού που είπες να της πεις, μα τ’ άφησες πλεούμενο σκαρί στον αύριο δρόμο.
Ει! Παλληκάρι… σου κράτησε το πρόσωπο στις χούφτες, μη φοβηθεί η συνείδηση και μπλέξει τις λυτές πληγές με τα λυτά τα φύκια.
«ενδιάμεση απόκλιση χρωμάτων» Ορφέα, στη Γαλλία μπορεί και να το λένε «évadé» εβαντέ
Οι πληγωμένοι χάνουν το δρόμο.
Οι μεθυσμένοι τα χάνουν όλα, βλέπουν μόνο τα πυροφάνια της αγάπης, ουρλιάζουν μονάχα άναρθρους έρωτες.
Άννα μη φύγεις
Τρελαίνεται η βροχή, και το χαμίνι φεγγάρι πισωπατά τις αποστάσεις.
Έρχεσαι – φεύγεις.
Ανεξίτηλη είναι η αγάπη, και εκείνη, η Λίτσα η άλλη Μάνα, που απλόχερα μοίρασε από τα σωθικά των άκρων της συλλεκτικά κομμάτια τέχνης, στην πόρτα μας, στα πόδια σου Μιχαήλ.
Μάζεψε κι όλα τα αποκαΐδια, τα κρύσταλλα ποτήρια μη λάχει και κοπεί η καρδιά κομμάτια, μάτια της εσύ μονάχα.
Τι άλλο;
Να δραπετεύει… κι απ’ τις γιορτές, κι απ’ τα φεγγάρια, κι απ’ τις σονάτες.
Χθες… προχθές… κι όλα τα χρόνια που σε μοσχομύριζε , να μην είσαι μόνος, να μην είσαι μόνος έκλαιγε.
Μόνο απόψε άναψε τις σονάτες με βότκες δυνατές , σε ζωγράφισε στις φλέβες της, κι άνοιξε τις ροές να τρέξεις άγριο άλογο, να δαμάσεις το σκοτάδι, κι εκείνη μάζεψε ότι σε βάραινε.
Στον ύπνο σου παραμιλούσες… ήχους, σφυρίγματα, σιωπές… ναι και τις σιωπές τις αναστέναζες.
Νερό - νερό έτσι άνθιζες, έτσι πλανεύονται οι ψαράδες και τα δελφίνια, έτσι αναπηδά η καρδιά και θωπεύει τ’ άλλο της μισό.
Ψυχή μου… κάποιος φώναξε
Ψυχής Της! Πέρασε στα μπράτσα το βιολί κι εκείνο αναστέναξε
«Τα βιολιά αδράχνουν τα μόρια του σώματος, ένα σβώλο τα κάνουν, και μετά τα εκτοξεύουν στα πέρατα, για να δραπετεύσει η ψυχή. Αγέρωχη, σα λεύτερο πουλί, να ερωτευτεί ένα κοχύλι. Σε πίνακα τρελού ζωγράφου, με γαλάζια πινελιά, ν’ αποδοθεί» είπε

Τι φώς! Τι φώς Μιχαήλ! Σου απεδόθει
Ήρθε και σου ψιθύρισε, σου το γράψε για δεν μπορούσε να φωνάξει, φοβήθηκε μη πάρει η νύχτα τη φωνή.
Μα απόψε η νύχτα σταλάζει γιασεμιά, ήχους βιολιού, και τη γλυκιά ανάσα μάνας που αγαπά τα πέλαγα σου χέρια.
Απόψε που γιορτάζει το φεγγάρι, εσύ αντρώθηκες δέντρο πανώριο, στεντόρεια φωνή, στο πλάι οι ώμοι σας αντάμα.
Αγάπη σου, Αγάπη της.
Ζεσταίνονται οι καρδιές.

Κλείνω τα μάτια … ψηλαφώ… και σχηματίζω στο χνώτο εκεί επάνω στο βράχο, και στην αγωνία του σύννεφου… «που τεμαχίζει τον καιρό με τα δικά της φωταγωγημένα όνειρα, συντροφιά με τα’ αδύνατα μέλη της», της ψυχής το συναπάντημα.

Έχει έναν αγέρα δρόσου τούτη η περγαμηνή
Μια ορμή Δραπέτη.



Για σένα Λίτσα Πατεράκη

Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

η φρίκη εδώ, στην τύπου κοινωνία που ζούμε...


Με αφορμή τη νέα αποκάλυψη για την παιδοφιλία,


απόσπασμα από το βιβλίο μου "ο δραπέτης"



..."Θάμουν δε θάμουν οχτώ χρονώ. Θυμάμαι. Πάντα θυμάμαι. Καλοκαιράκι. Διακοπές ο πατέρας απ’ τη δουλειά. Στη Λούτσα λοιπόν διακοπές. Φιλοξενούμενοι από φιλικό ζευγάρι των γονιών μου. Είχαμε πάρει και το ποδήλατο της Ελένης μαζί. Το δικό μου είχε χαλάσει. Πρωί - απόγευμα στη θάλασσα. Την αγαπούσα από παιδί. Κάποια βραδάκια καθόμασταν στην αμμουδιά. «-Κοίτα Ορφέα! Οι τράτες», μου έλεγε ο πατέρας. «Κοίτα τα πυροφάνια!» «-Θα γίνω ψαράς», τους έλεγα. Γελούσαν. «Χαίρονται», σκεφτόμουν. Ένα από τα βράδια αυτά θυμάμαι, γνωρίσαμε την Έλενα. Ήταν μάλλον πιο νέα απ’ τη μάνα. Το είχα σκεφτεί γιατί φορούσε πάντα σορτσάκι, γιατί είχε μακριά μαλλιά. Είχε ξανθά μαλλιά η Έλενα. Την συμπάθησα από την πρώτη στιγμή. Μας την σύστησαν από μακριά οι φίλοι των γονιών μου. Και λέω από μακριά, γιατί δεν τη φώναξαν και δεν είπαν όπως έκαναν συνήθως οι μεγάλοι: «-Από εδώ ο κύριος Γιώργος, η γυναίκα του· η κυρία Κατερίνα και τα παιδιά». Όμως η Έλενα σίγουρα θα είχε σκεφτεί από την πρώτη στιγμή που με είδε έστω και από μακριά: «Τι ωραίο αγοράκι!» Θα με είχε ακούσει που χαιρετούσα τις τράτες και ξεφώνιζα: «-Ε, ψαράδες, πάρτε με μαζί σας. Πάρτε με μαζί σας!»

Κάποιο μεσημέρι, η Έλενα πέρασε έξω απ’ την αυλή μας. Προχωρούσε ξυπόλητη κρατώντας τα πέδιλά της στα χέρια. «Ο ήλιος στέκεται στα μαλλιά της», είπα μέσα μου. Πλησίασε. Μου χαμογέλασε και τότε το είπε:

«-Τι ωραίο αγοράκι! Πως σε λένε;»

«-Ορφέα. Και εσάς, ξέρω ότι σας λένε κυρία Έλενα!» Απάντησα γρήγορα. Χαμογέλασε, άπλωσε το χέρι της και μου χάιδεψε τα μαλλιά.

«-Ωραίο όνομα έχεις Ορφέα». Μιλούσε αργά και καθαρά. «Είμαστε γείτονες λοιπόν. Γείτονες του καλοκαιριού. Πηγαίνεις σχολείο;»

«-Ναι. Είμαι στην Τρίτη τάξη».

«-Μπράβο Ορφέα! Είσαι μεγάλο αγόρι, γι’ αυτό δεν κοιμάσαι τα μεσημέρια;» Μου είπε.

«-Δε μ’ αρέσει να κοιμάμαι. Είναι χαμένος χρόνος. Η μαμά βέβαια φωνάζει, αλλά...»

«-Αλλά; Τι αλλά

«-Απλώς, δεν μ’ αρέσει να κοιμάμαι».

«-Και τι κάνεις;»

«-Τίποτα...Σκέφτομαι».

«-ΤιΕίπε γελώντας.

Ήθελα να της απαντήσω, αλλά ντράπηκα. «Εσάς σκέφτομαι κυρία Έλενα». Έσκυψα το κεφάλι. Τα μάγουλά μου ένιωθα ότι είχαν πάρει φωτιά.

«-Ορφέαααα! Τι κάνεις έξω;» Φώναξε η μαμά.

«-Εδώ είμαι. Μιλάω με την...», κυρία Έλενα ήθελα να πω, όμως σηκώνοντας το κεφάλι για να την κοιτάξω εκείνη είχε χαθεί, μάλλον, νόμιζα ότι είχε χαθεί, γιατί από τότε μπήκε για πάντα στη ζωή μου, πιάστηκε απ’ την παιδικότητά μου, την έγδυσε, τη βίασε και την πέταξε ύστερα σαν αποκαΐδι. «-Έλα Ορφέα...Έλα κοντά μου. Έλα να σου δείξω». Μου έλεγε τ’ απογεύματα που κρυφά με έβαζε στο σπίτι της. «Κοίτα!...Σ’ αρέσει παιδί μου;»

Κι εγώ κοιτούσα, χωρίς να ντρέπομαι, χωρίς να φοβάμαι και άγγιζα με τα χεράκια μου εκείνο το γυμνό κορμί της θεάς Αφροδίτης. «-Γεννήθηκα απ’ τους αφρούς της θάλασσας. Προσκύνησε τη θεά σου παιδί μου». Μου έλεγε: «-Είσαι για μένα, Ορφέα, είσαι ο σκλάβος μου». Κι όταν μετά εκείνος ο φίλος της Αφροδίτης μου με βίασε, ο πόνος κι η ντροπή τύλιξαν την ψυχή μου.

Όταν ανακάλυψαν τι γινόταν στο σπίτι της Έλενας τ’ απογεύματα οι δικοί μου, ήταν πια πολύ αργά, γιατί το δηλητήριο της αρρώστιας είχε φωλιάσει μέσα μου. Μου σύνθλιψε το μυαλό και μ’ έριξε σε μιαν άβυσσο που κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να με βγάλει. Με τράβηξε απ’ τα μαλλιά, με τεμάχισε"...


Κυριακή 7 Ιουνίου 2009

στην επικράτεια...γιορτή



Πάει και σήμερα -

σκιά
σημάδι
βαθύ
χαρακιά
στο νου
τη φορά αυτή
να μη φανεί
μη σου φανεί
και τρομάξεις
Μποτιλιάρισμα
μικροβίων
ασθενών
και
φορίων
στους διαδρόμους
νοσοκομείων
μποτιλιάρισμα
στο αίμα
κι έπηξε
η Αυγή
και το σύστημα
στην επικράτεια
δεν αιμορραγεί -
υπνοβατεί -
κι η νύχτα
νύχτωσε κι άλλο
και
προσπαθώ -
παλεύω πολύ -
να μη διαβώ
την έξοδο
γιατί
κατέχω
τη γνώση
πως
αν διαβώ
θα εισχωρήσω
στο Όνειρο
κι εκεί
στην πληγή
μποτιλιάρισμα θα γίνει
σκελετών ονείρων

Και μένω εδώ
μ' επαίτη κορμό
κι επιτάφιο
θρήνο
να θρηνώ

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009

η ψήφος



Βάθος της νύχτας

και
τ' ουρανού
τούνελ βαθύ
με παρακολουθείς
λες, μ' επιβλέπεις
επιστατεύεις
την παραγωγική μου
ανάσα
προσωπικός μου τηρητής
στεγνός
στυγνός είσαι
σε μυρίζομαι
καθώς
οξειδώνοναι
τα μάτια μου
και τα χείλη μου
σκουριάζουν
απ' το αίμα
που πολυκαίρισε
Θυμάσαι
ότι με σκότωσες
πριν γεννηθώ;
Νεκρός
τουφεκίζω
το βλέμμα σου
για
να ψηφίσω
την ανάμνησή μου

Τρίτη 2 Ιουνίου 2009

της αγάπης μου...



Ψυχική αιμορραγία
προκαλεί τύφλωση
συναισθημάτων
και
κοσμογενή συνεύρεση
σε κύκλους αινιγμάτων

Και
κάπου εκεί
σε συνάντησα
Μη μου αναταποδώσεις
το κοίταγμα -
αν δεν το θέλεις, δηλαδή
Έχω πλέον συνηθίσει
την ανακολουθία
και τις άλλες
παθήσεις των αισθήσεων

Έχω καπνίσει άπειρα
ανά τους αιώνας
των παραισθήσεων

Δέρμα ψυχής
ανθεκτικό
στις σεληνιακές κινήσεις
και
λικνίσματα
κολάκων της αυλής

Έτσι
δονείται το υπόστρωμα
της, ας πούμε, Αυγής μου
και παίρνω τους δρόμους
τα βράδια
και πάντα βράδια
δαυλίζω υπό
τα φεγγάρια
να γίνουν μορφή σου
Πάντα
να σου ψάχνω
την αθέατη πλευρά
να μπω
στον πυρήνα
της υφής σου
Να γίνω φόντο
της έναστρης προβολής σου
Να στερεώσω
τα μάτια μου
στις κουμπότρυπες
των προσδοκιών σου

Κι εσύ μπορείς
να κοιτάς παντού
και να γεύεσαι ό,τι

Κι ότι
το σούρουπο
ήρθε βροχή
οπή
στην καρδιά μου
ν' ανοίξω
ψυχή μου να στρώσω
ν' απορροφήσει
τη θλίψη της φωνής σου

Έτσι
εγώ
μπορώ
να σ' αγαπώ