Με αφορμή τη νέα αποκάλυψη για την παιδοφιλία,
απόσπασμα από το βιβλίο μου "ο δραπέτης"
..."Θάμουν δε θάμουν οχτώ χρονώ. Θυμάμαι. Πάντα θυμάμαι. Καλοκαιράκι. Διακοπές ο πατέρας απ’ τη δουλειά. Στη Λούτσα λοιπόν διακοπές. Φιλοξενούμενοι από φιλικό ζευγάρι των γονιών μου. Είχαμε πάρει και το ποδήλατο της Ελένης μαζί. Το δικό μου είχε χαλάσει. Πρωί - απόγευμα στη θάλασσα. Την αγαπούσα από παιδί. Κάποια βραδάκια καθόμασταν στην αμμουδιά. «-Κοίτα Ορφέα! Οι τράτες», μου έλεγε ο πατέρας. «Κοίτα τα πυροφάνια!» «-Θα γίνω ψαράς», τους έλεγα. Γελούσαν. «Χαίρονται», σκεφτόμουν. Ένα από τα βράδια αυτά θυμάμαι, γνωρίσαμε την Έλενα. Ήταν μάλλον πιο νέα απ’ τη μάνα. Το είχα σκεφτεί γιατί φορούσε πάντα σορτσάκι, γιατί είχε μακριά μαλλιά. Είχε ξανθά μαλλιά η Έλενα. Την συμπάθησα από την πρώτη στιγμή. Μας την σύστησαν από μακριά οι φίλοι των γονιών μου. Και λέω από μακριά, γιατί δεν τη φώναξαν και δεν είπαν όπως έκαναν συνήθως οι μεγάλοι: «-Από εδώ ο κύριος Γιώργος, η γυναίκα του· η κυρία Κατερίνα και τα παιδιά». Όμως η Έλενα σίγουρα θα είχε σκεφτεί από την πρώτη στιγμή που με είδε έστω και από μακριά: «Τι ωραίο αγοράκι!» Θα με είχε ακούσει που χαιρετούσα τις τράτες και ξεφώνιζα: «-Ε, ψαράδες, πάρτε με μαζί σας. Πάρτε με μαζί σας!»
Κάποιο μεσημέρι, η Έλενα πέρασε έξω απ’ την αυλή μας. Προχωρούσε ξυπόλητη κρατώντας τα πέδιλά της στα χέρια. «Ο ήλιος στέκεται στα μαλλιά της», είπα μέσα μου. Πλησίασε. Μου χαμογέλασε και τότε το είπε:
«-Τι ωραίο αγοράκι! Πως σε λένε;»
«-Ορφέα. Και εσάς, ξέρω ότι σας λένε κυρία Έλενα!» Απάντησα γρήγορα. Χαμογέλασε, άπλωσε το χέρι της και μου χάιδεψε τα μαλλιά.
«-Ωραίο όνομα έχεις Ορφέα». Μιλούσε αργά και καθαρά. «Είμαστε γείτονες λοιπόν. Γείτονες του καλοκαιριού. Πηγαίνεις σχολείο;»
«-Ναι. Είμαι στην Τρίτη τάξη».
«-Μπράβο Ορφέα! Είσαι μεγάλο αγόρι, γι’ αυτό δεν κοιμάσαι τα μεσημέρια;» Μου είπε.
«-Δε μ’ αρέσει να κοιμάμαι. Είναι χαμένος χρόνος. Η μαμά βέβαια φωνάζει, αλλά...»
«-Αλλά; Τι αλλά;»
«-Απλώς, δεν μ’ αρέσει να κοιμάμαι».
«-Και τι κάνεις;»
«-Τίποτα...Σκέφτομαι».
«-Τι;» Είπε γελώντας.
Ήθελα να της απαντήσω, αλλά ντράπηκα. «Εσάς σκέφτομαι κυρία Έλενα». Έσκυψα το κεφάλι. Τα μάγουλά μου ένιωθα ότι είχαν πάρει φωτιά.
«-Ορφέαααα! Τι κάνεις έξω;» Φώναξε η μαμά.
«-Εδώ είμαι. Μιλάω με την...», κυρία Έλενα ήθελα να πω, όμως σηκώνοντας το κεφάλι για να την κοιτάξω εκείνη είχε χαθεί, μάλλον, νόμιζα ότι είχε χαθεί, γιατί από τότε μπήκε για πάντα στη ζωή μου, πιάστηκε απ’ την παιδικότητά μου, την έγδυσε, τη βίασε και την πέταξε ύστερα σαν αποκαΐδι. «-Έλα Ορφέα...Έλα κοντά μου. Έλα να σου δείξω». Μου έλεγε τ’ απογεύματα που κρυφά με έβαζε στο σπίτι της. «Κοίτα!...Σ’ αρέσει παιδί μου;»
Κι εγώ κοιτούσα, χωρίς να ντρέπομαι, χωρίς να φοβάμαι και άγγιζα με τα χεράκια μου εκείνο το γυμνό κορμί της θεάς Αφροδίτης. «-Γεννήθηκα απ’ τους αφρούς της θάλασσας. Προσκύνησε τη θεά σου παιδί μου». Μου έλεγε: «-Είσαι για μένα, Ορφέα, είσαι ο σκλάβος μου». Κι όταν μετά εκείνος ο φίλος της Αφροδίτης μου με βίασε, ο πόνος κι η ντροπή τύλιξαν την ψυχή μου.
Όταν ανακάλυψαν τι γινόταν στο σπίτι της Έλενας τ’ απογεύματα οι δικοί μου, ήταν πια πολύ αργά, γιατί το δηλητήριο της αρρώστιας είχε φωλιάσει μέσα μου. Μου σύνθλιψε το μυαλό και μ’ έριξε σε μιαν άβυσσο που κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να με βγάλει. Με τράβηξε απ’ τα μαλλιά, με τεμάχισε"...