Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

δίχως χέρια πτήσεις
















όταν οι λέξεις...ερωτεύονται λέξεις...


Χαρά Ναούμ...Ευαγγελία Πατεράκη



Ξεμείναμε από χέρια

Μάταια σκάβαμε στη θάλασσα

να ανασύρουμε το αδράχτι

που μονομιάς τρύπησε τ’ όνειρο

τόσων και τόσων

στεναγμών

Σα να ‘ταν νύχτα

το τρίξιμο των λουλουδιών

(δεν ξεχωρίζανε απ’ τα κύματα)

μύριζε σκόνη κι αφρός γινόταν

κάθε φιγούρα στο λιμάνι

Ξέντυναν λέξεις οι σκιές

να τις μουλιάσουν στα ρηχά

καθώς τα πόδια στο νερό,

τα χέρια στην προβλήτα, παρατημένα πίσω,

άλλων ιστόριζαν φωνές

Γιατί οι δικές τους είχαν μείνει δίχως όνομα,

ήταν δοσμένες

στη βροχή, ίδια κελάρυσμα

διστακτική σταγόνα

από τα χείλη ολίσθαινε

σπανίως


Κι έτσι όπως δίχως χέρια μέναμε

και περπατούσαμε ήσυχα

πάνω από τα κεφάλια τους

πάνω απ’ τα πράσινα κελιά τους

(πάνω απ’ την άχνα των θανάτων)

στα δέντρα απλώναμε το χάραμα

αιώρα πάνω απ’ τις ματιές

που αντάλλασσαν με το διαβάτη

μακριά απ’ τα σύννεφα που πέταξε

ερείσματα των ουρανών

όταν ανάσαιναν

σπανίως


Χαρά Ναούμ




Εξουθενώσαµε τα χέρια µας

αρνούµενοι ζωή

πειρατικά διαρρηγνύοντας νύχτες

της θάλασσας τα µυστικά –

ßιαστές των µουγκρητών της

στ’ αγκάλιασµά της µε τη ßροχή

Και αποστεώσαµε τις πτήσεις των ανθρώπων

ανάπηροι φυγής

απ’ τα κελιά των σελίδων µας..


Ευαγγελία Πατεράκη

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

παραμυθι... χρειαζομαι παραμυθι... ελα...





















και τ' αλλοπρόσαλλο...σε μένα...αφιερώνεται...


Πες κι άλλα!...
Προκαλώ Σε..
Εσέ!
Εσένα, εει!
Εσέ. να.
Να!!!

Τα κουρέλια!
Να-!- η οργή-!-
Παραμύθια θέλω
Παραμύθια ν' ακούω
Παραμύθια κι άλλα
Παραμύθια πολλά
Να κρεμάσω τα πινέλα μου -
δάχτυλα χειμωνιάτικα -
αυτά τα δίχως γάντια -
λόγω ένδειας-
λόγω αστάθειας ... κλιματολογικής
λόγω ... απύθμενης θαλάσσης
με κύματα γιγάντια
που ξυπνούν ξωτικά
απ' τους άβυθους βυθούς
που τα σκοτάδια
σκοτάδια μου
με σινιάλα πλεύσεων
και συνομιλίες
από απόσταση
για σιγή ψαριών
και απαντήσεις
και...
πώς κρεμιώνται κι οι ώρες...
"Σκέψου τις ώρες!.."
Οργιάζουν και τις αποστρέφομαι!
Ας πεθάνουν επιτέλους
τα πινέλα μου..
κι
εγώ..


(ο αλλοπρόσαλλος τίτλος...της Ναϊάδας σχόλιο που ... το ΄κλεψα...)

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Πώς αφήνεις τις βροχές να πέφτουν μονάχες-;-
















Όσα σκέφτομαι
είναι εικόνες
παρασκηνιακής επικαιρότητας
Νύχτας σχόλια
σκαλωμένα στο κόκκινο της φωνής μου
και ποιήματα
υστεροφημούντων δημιουργών
μ' αυλαίες ανομολόγητων πράξεων
γιατί
αυτοί που κρατούσαν το κερί
κι έταζαν λιβάνι
ξέβρασαν ερπετά
κι αποβράσματα μίσους

Κι όσα σκέφτομαι
είναι βροχές -
δεν τις αφήνω να πέφτουν μονάχες
Χαϊδεύω τις σταγόνες τους
με τα δάχτυλα των στίχων μου
να βουτούν σ' απογεύματα καταδικά μου
κι ίσως καταδικασμένα
σ' ισόβια δεσμά -
μέχρι το παραμιλητό τους
δηλαδή
να γίνει προσπελάσιμο
από ιππότες ατρόμητους -
φύλακες των κοχλαζόντων αιμάτων
πριν την πράξη
και μετά απ' αυτήν

Κι όσα σκέφτομαι -
βοή οργής
για την παραποίηση
των λέξεων -
παγίδες αισθήσεων κι ενστίκτων
αφού οι παραποιητές
αλλιώς δε γνωρίζουν
τρόπο προσέλκυσης
θηραμάτων
και
πατούν νομίζουν
σε πτώματα ανήθικα..
Δεν υπάρχει ηθική
κι ανηθικότης
στα πτώματα
μόνο θύμηση
Όμως αυτοί
κοιμούνται
κι ερεθίζονται χυδαία
στην ψυχή

Κι εγώ
αντιφρονούντας καθεστώτων
θα σηκώσω τον πέλεκυ
θα απαιτήσω
συντριβή τους

Έτσι
μωρό μου
μπορώ να μιλάω
με πορφυρά τα γράμματα
Κι έτσι
μπορείς
να με ακούς
μέσα στην απουσία
της παρουσίας μου

Και τώρα
ξεθάβω οστά ιερά -
σημαία τα κάνω στο καϊκι μου
που ανοίγεται στις θάλασσες
των λυρικών σκηνικών
προς αποκατάσταση
των απορριφθέντων πτηνών
απ' το προσκήνιο
του ουρανού..

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

στην αλλαγή της σελίδας


















αφιερωμένες νότες



Πλήκτρο το πλήκτρο

συννεφιάζω
Σε βυθούς
αφήνομαι
Ρίχνομαι
σε πόλεις -
κορίτσια αδίστακτα
αυτό το βράδυ
με ίχνη -
στα ίχνη
των κεραυνών
σα να νομίζω..
Δε νομίζω
το άλλο λεπτό
έρχεται
έρχεται
όχημα αλλάζει
και όλα
ν' αγγίζουν
ουρανούς
Κάθε σελίδα επόμενη
θέλω
μπορώ
κυριαρχώ
πνίγομαι
Εκεί
που φεύγουν οι νότες -
κύματα ξανάρχονται
Πώς
όταν ποθεί η καρδιά
ηχούν σήμαντρα λύτρωσης-;-
και
δεν ξεχνάς
αναγεννάσαι
Σε νησιά
με φάρους δικούς μου
που ξενύχτησαν
τις μπόρες μου
να μη ναυαγήσω
με τα θηρία
να ουρλιάζουν
στα αλλόκοτα μάτια μου
με τα θηρία
να ξεχύνονται στο αίμα μου
να μου διαγράφουν
ένα άλλο κορμί
Συλλέκτης βλεμμάτων
ναυπηγώ
σε λιμάνια ζωγραφίζω
τους έρωτες
με μετανάστη ανάσα
ή
σε νύχτας ρυθμούς
με κορίτσια
που βραδιάστηκαν
σε ανυπόφορες μέρες
Κι εδώ
βρίσκω τα χείλη σου
που κατασπαράζουν
θηλάζουν
εμένα
το μακρινό
τον αγέλαστο γελαστό
ιερέα των παθών
και
γέρνω
διεγείροντας
τον άνεμο του νοτιά
Με ξέπλεκα μαλλιά
σου δίνομαι
καινούργιο όνειρό μου-!-

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

μόνο τη βροχή...
















Το γέλιο μου
λιθοβόλησε βράδια
πνιγμό
και θάνατο -
εκείνον
που βυζαίνει
η ματιά σου
από τα πηγαινέλα
των χλιαρών ημερών
όταν στήνεται στο κενό
το κενό της συνέχειάς μας

Κι εγείρεις πόνο
για να ΄χεις κάτι να λες
-μέχρι να φτάσεις-
κάτι σαν προσευχή
για ν' αντέχεις
την αντοχή
των ενηλίκων συμβιβασμών σου

Κι άσε μου μόνο τη βροχή
να τη σφίγγω στα χέρια
να μη σκουριάσουν
τα κάγκελα του κελιού σου
και πανδημία γίνει
το φιλί του βλέμματός σου

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010

τα παραμύθια μας
















Απήγγειλες το ποίημα - παραμύθι για αγρίους και όνειρα φθίνοντα στους καθρέφτες υδάτων ομβρίων σε παρεκλίνουσες πορείες αλκοολικών ημερών
Τι κάνεις-;- μου λες-;- γκρεμίζεις νομίζεις τις νύχτες και σβήνεις τ' αστέρια στο τασάκι με τ' αποτσίγαρα τα χτεσινά..πώς κοιμήθηκες μαζί τους-;- εγώ κουράστηκα να κοιμάμαι τα βράδια και βγαίνω παρέα με φωτοφοβικά κορίτσια που ιππεύουν τις κουπαστές με κούπες π' αδειάζουν και γεμίζουν διαρκώς στο τέρμα του ονείρου - Λόλες που μεγάλωσαν άξαφνα στων ωρών τις ψηλοτάκουνες τις γόβες και λησμόνησαν να γεννήσουν παιδιά και μόνο οι κάδοι των σκουπιδιών πλημμυρίζουν με τα αίματα απ' τις κομμένες τους ζωές κι ανεβοκατεβαίνουν κυλώντας στις σκάλες που στράγγιξε το φως την τερματική του ανάσα ανάμεσα σε μεθυσμένα χειροκροτήματα και χνώτα μπαγιάτικα και με κάτι ανάμεσα σ' αθανασία και κυνήγι φρικτών φρικιών μ' αποξηραμένα τριαντάφυλλα για μάτια κι ιδρώνω το λυράρη να τον κάνω αστέρι της σκηνής της μεγάλης με την αυλή στο άπειρο της ελπίδας κι ας στάζουν τους οίνους όλης της γης οι τσέπες της καρδιάς μου - εραστής μου γίνεται με τις άπειρες ερωμένες - αυτές που αδιαφόρησαν για τα βραβεία κι έγλυψαν καημούς κι εσύ κι ό,τι κι αν κάνεις κι αν νομίζεις θριάμβους πως στήνεις τα παραμύθια είναι χρήσιμα μόνο αν είναι αμαρτωλά κι εγώ κατρακυλώ στη λάμα της - στης αμαρτίας τη λάμα κατρακυλώ τη γλώσσα μου μ' απίστευτη γρηγοράδα κι αποδεικνύω όλα τα μεταφυσικά φαινόμενα πραγματικότης τρανταχτή στις οθόνες που ξερνούν ξεγύμνωμα ψυχής ενώ στο τέλος που αρχίζει ο νους να ταξιδεύει οι θεατές αδειάζουν τις βαλίτσες τους στα πόδια του πρωταγωνιστή μου που κρεμάστηκε για ν' ανατρέψει το νόμο της βαρύτητας και τότε έρχεται μια ανατολή απ' του νοτιά τα λημέρια μ' όλη την κλεφτουριά μαζί να πάρουν τα παιδιά που ξέχασαν να μεγαλώσουν - να πάρουν τη γιορτή με ανοιχτές και τις πέντε τις πύλες των αισθήσεων κι έτσι να γεννηθεί ο ΄Ερωτας στα λεία κορμιά τους..
Και ξέρεις αγάπη μου-;- τυφλώνουν οι απαγγελίες για πάντα.-

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010

βραδινές συναντήσεις
















Ό,τι δεν πίστεψα από σένα ήταν τα χείλη σου.
Πάντα που ήσουν τα βράδια στις γωνίες
ξερνούσαν ακατάσχετα ορμόνες, αίμα και χολή -

από μια θύμηση παλιά κι ανώφελη
Έσπασα τα δάχτυλά μου προσπαθώντας να συγκρατήσω το χείμαρρο των υγρών σου
Έσπασαν οι συνδέσεις των σιαγόνων μου - δαγκώνοντας το ρεύμα πίσω απ' τα χείλη σου μήπως και πνίξεις αμέριμνους διαβάτες
Και τα πρωινά, γλυστρούσα στο χαμό σου
Όταν σκούριασαν οι οδοδείκτες σου, τα νεύρα μου διεστάλησαν γοργά και διψασμένα - λεωφόροι να γίνουν, δίχως φρένα να φύγουν οι βραδινές μας συναντήσεις
Κι έφευγαν, κι έφευγαν σ' αόριστες νύχτες
Ώσπου λαχάνιασε η ορμή.
Μάζεψε η Αυγή τα σπασμένα μου δάχτυλα -
τα συνέδεσε με τόνειρό μου
σκούπισε τις σκονισμένες ευθείες μου

Τα νύχια μόνη πέταξα, να μη πονέσω το αύριο
γιατί αύριο
έχω να φροντίσω τον κήπο της ζωής μου..