Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Στο Δήμο Μούτση, αφιερωμένο - Αιωνία η Μνήμη

Μια πόλη μέσα στην πόλη Πιο πέρα / ο κόσμος κοιμάται σε / κύκλους που σπάνε / και ανοίγουν λεωφόροι, / Δίχως τριγμούς, με κάστρα πέτρινα και / δρύινες πόρτες //μέσα στο ξύλο ο χορός των δρυίδων ξυπνάει τα νούφαρα// κι η λίμνη / ακόμη πιο πέρα / στο μέσα των Εσπερίδων / Μια Νύχτα φωταγωγείται νύχτας κενό - / με μήλα για μάτια και / χέρια σπαθιά / που στροβιλίζουν ύπνους / να διαβούν οι πόθοι, / χλιμιντρίζοντας, / οδοιπόροι / στων λίθων τις πλαγιές και / στις κορφές τους, / στο ιερό της αποκάλυψης, / με τ' ασημιά ταμπούρλα / στην άκτιστη ηχώ / απέραντων αμπελώνων / Με τα παιδικά μάτια θαμπά - / μνήμη στο στόχαστρο των πάντων. / Αιωνία η Μνήμη των πυκνών δασών, / της χάρτινης σαϊτας / στο αλφαβητάρι των χορδών._

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

“Για όλους τους σταθμούς που μας σήκωσαν” Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή “μνήμες ξωτικών”, του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου, εκδόσεις “Καλειδοσκόπιο”, 2023

Μόνοι μας είμαστε, στο θανάσιμο λάθος της υπεραστικής φυγής μας, απ’ τη σπαραχτική κραυγή της μνήμης - “μην ξεχνάς”. Μη με ξεχνάς που κρατώ μια πένα για ΄σένα, να γράφεις ανυπόταχτα για ΄μένα τα βράδια. Να γράφεις για ΄σένα, κι ας υπήρξαμε αίμα, κι ας βρέξαμε αίμα τις ιερές απορίες μας, τις πορείες μας και τις εξεγέρσεις στην αστική μυδρίαση με την πλήρη τάξη της ευυποληψίας των ανυπόληπτων πολιτών. Απορείς, που γέρνουν τ’ αστέρια τις νύχτες μονάχα. Που απεικάσματα – σπίθες – ακτίνες φωτός ναυαγούν στα βαθιά. Βυθίζεις την αφή με της οσμής την αίγλη, στα δαρμένα φεγγάρια από πειρατικές λιτανείες. Στις εξορύξεις ζητάς το Θεό ίσος προς ίσον, στου κολασμένου Παράδεισου να βάλεις φωτιά, για μια στιγμή, για ένα λεπτό, να γίνεις Εκείνος. Κι ύστερα, ισορροπώντας στο ποδήλατο το παιδικό, να φουμάρεις αντρίκεια - “κοίτα πατέρα!”, με δίχως χέρια μπορώ τις στροφές – ορθοπεταλιά στους εφιάλτες με τα φωταγωγημένα σαλόνια, τα πλαδαρά χαμόγελα του θανάτου, που ούτε καν μυρίζονται, στις κάλπικες φιγούρες σκονισμένων αγίων και θυμιάματα. Περιφερόμενος σε δαιμονικές πηγές – θαμώνας της αμαρτίας, με την αγιοσύνη του Οδοιπόρου και του Σίσυφου, που δεν έχουν το χρόνο της στάσης και νοούν το χωροχρόνο και το άπειρο του Σταυρού. Ιδρώνεις στρώνοντας ουρανό τα βήματά σου, για την γνώση του αμέτρητου στα σκληρά πεζοδρόμια, ακόμη και στων νεφών τα σπλάχνα. Ασκητεύεις, αδελφέ μου, στην Ποίηση, και μονάζεις στην Ουσία της ύπαρξης, με το μαύρο να βρυχάται στα βράχια, που αρνήθηκαν να ξαρμυρίσουν τους ίσκιους τους. Και θυμάσαι, τινάσσοντας το χρόνο στο εξώτερο το πυρ των πραγμάτων. Ξωτικό σε μνήμες ξωτικών, Γρηγόρη Χαλιακόπουλε, για όλα τα τρένα που μας προσπέρασαν, για όλους τους σταθμούς που μας σήκωσαν, για τις αποσκευές μας γιομάτες κεριά αναμμένα και θλίψεις αγρίων, που αμάρτησαν για μιαν αγιοσύνη, με δίψα καπνισμένου παιδιού._ Ευαγγελία Πατεράκη

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2023

Γέννηση

ροδόχρους η αχλή στον αδιάφθορο ουρανό. Ανατολή κι ένα πλοίο που τρέχει πίσω απ' τις ακμές παράφορων σταυρών με τη σφοδρή τρικυμία της χαώδους αιτίας στη συμφωνική ολότητα πορφυρών αστεριών. - Η Γέννηση έσταξε καρφί.__ στην Αυγή μου, που ταξίδεψε γι' αλλού..

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

ερωτοαπαντήσεις

ο δημιουργός Γιώργος Τσιβελέκος, στη σελίδα του GTpoetry & prose, με ρώτησε, κι εγώ απάντησα. :
• Καλώς ορίσατε στο GTpoetry & prose, Ευαγγελία Πατεράκη! Αρχικά, θα θέλαμε να μας πείτε μερικά πράγματα για εσάς, ώστε να σας γνωρίσουμε. Καταρχάς, ευχαριστώ για την τιμή της πρόσκλησης, Γιώργο Τσιβελέκο, στο GTpoetry & prose. Για ΄μένα θα σας πω ό,τι λέω πάντα σαν βιογραφικό μου -εισαγωγικό μάλλον- όποτε μου έχει ζητηθεί από τους εκδοτικούς οίκους των βιβλίων μου: “Γεννήθηκα κάποιον Οκτώβρη μέσα στους αιώνες. Πάλεψα με τα θεριά μου γενναία, φυλάττοντας, με όποιος κόστος, Αξίες και Ιερά. Λάτρεψα τις θάλασσες τους χειμώνες και τις βροχές στις στέγες των ανθρώπων. Δόθηκα με πάθος στην Ουτοπία του Δίκιου και της Αλήθειας. Έγραψα κάθε κρότο και σιωπή, για κάθε ίχνος και σφύριγμα, κάθε σεισμό και χείμαρρο που χάραξε σκίζοντας το δικό μου Είναι. Ζωγράφισα τη λεπτομέρεια εισχωρώντας στα βάθη των πραγμάτων μας. Δεν λιποτάκτησα στην ευθύνη. Στα δύσκολα, μόνιμα, ζυγίζομαι κι αντέχω. Πιστεύω στους Ακρίτες, που μόνο αυτοί ακούν, έξω απ’ τους όχλους , τους ήχους των νερών. Πιστεύω στη λάβα, στην υγρή φωτιά, που μου χάρισε το δρόμο για την Τέχνη. Αυτήν που δεν υποκλίνεται για μια μπουκιά εφήμερο ψωμί. Που δε φωτογραφίζεται μέσα σε προβολείς και δε συνωστίζεται για όποια δόξα. Γεννήθηκα στις 27 Οκτώβρη του 1962, λένε τα χαρτιά, κι ακόμη γράφω, κι ακόμη εισχωρώ, κάτω απ’ τα φαινόμενα, παραμερίζοντας τις βιτρίνες με τα γυαλισμένα, κι όμοια, καθωσπρέπει υποκριτικά πρόσωπα και λόγια.” Αυτά λέω παντού, γιατί ό,τι άλλο είναι τόσο εφήμερο, τόσο ελάχιστο, που μόνο τα ληξιαρχεία μας απασχολούνται και δε θέλω να τους καταστρέφω τον λόγο ύπαρξής τους. • Μπορείτε να μας παρουσιάσετε με λίγα λόγια το έργο σας; Επειδή το κάθε αυθεντικό δημιούργημα παρουσιάζει από μόνο του τον δημιουργό του, και το αντίστροφο, όποτε μου γίνεται αυτή η ερώτηση, συνήθως σιωπώ. Σιωπώ, και από συστολή, αλλά και επειδή δεν μπορώ να είμαι μάνατζερ της ψυχής μου. Θα με ρωτήσετε, ίσως τώρα, και πώς θα σε μάθει ο κόσμος..; Εδώ απαντώ ότι διατηρώ πολλά χρόνια το ιστολόγιο “ρίμες στο χάος” poemdrapetis.blogspot.com, καθώς και, μέσα από το προφίλ μου στο facebook, όπου και στα δύο αναρτώ τη δουλειά μου. Για το τελευταίο μου βιβλίο το ποιητικό “πλουτώνιο άλγος μου”, επιτρέψτε μου, να σας αναφέρω τα γραφόμενα λόγια του καταξιωμένου συγγραφέα – ποιητή και δημοσιογράφου, Γρηγόρη Χαλιακόπουλου, που μου έκανε την τιμή να μελετήσει τις σελίδες του: “ Ένα βιβλίο, λοιπόν, έφτασε στα χέρια μου από μια πραγματική ποιήτρια, μέσα στο οποίο καταθέτει ψυχή και σώμα δίχως αναστολές και προϊδεασμούς, αλλά με ενσυναίσθηση πρωτίστως του ειδώλου της στον καθρέφτη και ακολούθως με την εκφορά του λόγου της. Στόχος της το μοίρασμα και η προσωπική λύτρωση. Είναι η ποιήτρια Ευαγγελία Πατεράκη και η πρόσφατη ποιητική της συλλογή, «Πλουτώνιο άλγος μου» που κυκλοφόρησε από τις 24γράμματα / Εκδoτικός Οίκος. Αξίζει να διαβάσουμε ανάποδα από το οπισθόφυλλο την ποιητική της ενατένιση που δηλοί την ευαισθησία της εμπλουτισμένη με το χάρισμα της γραφής της: «Δεν θυμάμαι πότε πέθαινα. Δεν κράτησα απ’ το χρόνο ούτε τα ρολόγια του. Μόνο τις αισθήσεις των θανάτων μου κατέχω και, της μάνας το τίναγμα των σεντονιών κάθε που με γεννούσε. Μάλλον τα τρένα νύσταζαν οικτρά και τους ξέφευγαν πουλιά νυχτερινά, κι εγώ έπρεπε συνεχώς να με φορτώνω κάρβουνα και να βάζω φωτιές στους σταθμούς μου. Κι όλοι σ’ αγαπούν όταν χάνεσαι στις δύσεις. Γι’ αυτό πάντα ο σταθμάρχης σφυρίζει κάπου πισώπλατα. Και γαμώτο -!- απαγόρεψαν τα φιλιά στα βαγόνια και, παντού ταμπέλες: «απαγορεύεται το κάπνισμα Αλλά, θυμάμαι την ανυπακοή των παρανόμων μου στις εν τη τάξει ψευδαισθήσεις και μ’ ανάβω, μ’ ένα πουλί, φλεγόμενο σκοτάδι, πάντα στο λαιμό μου, που διαχρονικά στηρίζει τα μνημόσυνα των πανικών τους. Γι’ αυτό και καπνίζω χλευαστικά μπροστά στις απαγορεύσεις των, διαβαίνοντας και αδιάβατους γκρεμούς με το αίμα μου μαύρο, απ’ την πλουτώνια ανυπακοή μου.» Η Ευαγγελία Πατεράκη δεν είναι δυσνόητη. Απλώς δεν γράφει συνθήματα στους τοίχους για να είναι ελκυστική. Απαιτεί όμως να βρεις τον κωδικό της για να ανοίξεις το δώρο της που είναι ένα μπαούλο γεμάτο λέξεις χαρμολύπης, ανάτασης και βιαίου βυθίσματος στα υπόγεια της πλουτωνικής κυριαρχίας. Στην ποίησή της δεν αρκεί μόνο η πρόθεση και η επιθυμία για να την αποκωδικοποιήσεις. Άλλωστε αν κάτι αποτελεί την ειδοποιό διαφορά με την πεζογραφία, είναι το αίνιγμα, ο κωδικός, ο συμβολισμός, η συντομογραφία. Εκείνο για το οποίο στο μυθιστόρημα θέλεις άφθονες σελίδες να το περιγράψεις, στην ποίηση αρκούν δυο στίχοι. Το ζητούμενο είναι τι κρύβουν οι πέντε δέκα λέξεις και πόσο το μέτρο της ψυχής σε αγαστή συνεργασία με την νοητική ασυδοσία ενός ελεύθερου μυαλού, μπορούν το κυτταρικό χάρισμα να το καλλιεργήσουν έτσι ώστε να παράγει θησαυρούς. Η εσώτερη ποιητική δυναμική της Ευαγγελίας Πατεράκη καθιστά τον αναγνώστη δέσμιο και προσκολλημένο στην επιθυμία να γυρίσει και την επόμενη σελίδα, ρουφώντας το ποιητικό λεξιλόγιο και την εικονοποίηση των συναισθημάτων της ποιήτριας με αδημονία. Πιστεύω και μάλλον έχω δίκιο, ότι η δημιουργός της συλλογής, «Πλουτώνιο άλγος μου» έχει πετάξει τα δίχτυα της σε ένα ποντισμένο υποσυνείδητο και ανασύρει τα διάφορα ναυαγισμένα πολύτιμα αντικείμενα στην επιφάνεια του συνειδητού κόσμου. Με γλώσσα προσωπική και όχι αντίγραφο απομίμησης του συρμού, με τεχνοτροπία ψυχαναλυτική και ύφος «πειρατικό», μας ταξιδεύει στα σοκάκια του Άδη, της Κολάσεως και του Καθαρτηρίου. Σαρκάζει το Κισμέτ, αυτοσαρκάζεται με το πεπρωμένο της, βγάζει τη γλώσσα στον Πλούτωνα ενώ ταυτόχρονα περιπαίζει με την αγωνία του Ανθρώπου να κερδίσει λίγη ανάσα ζωής, ακόμα και τη στιγμή που παλινωδεί αναιρώντας την έννοια της πολυπόθητης Ζωής προς χάριν της ματαιοδοξίας. Ενίοτε καθίσταται κυνική, όπως απαιτεί η αδυσώπητη βιτριολική γραφή μιας ποιήτριας, που δεν λογαριάζει την απόφαση του δικαστηρίου συνειδήσεων στων Ιδεών την Πόλη. Αυτό στα απλά ελληνικά, λέγεται ποιητική αυτονομία, ποιητική ανεξαρτησία, ακηδεμόνευτη και ανένταχτη ποιητική τελετουργία. Κι όταν αισθάνεται η ίδια, πως δεν αρκούν τα πολύτιμα έμψυχα υλικά που συλλέγουν τα δίχτυα της, τότε ρισκάρει με το πλέον βαθύ μακροβούτι της ύπαρξής της και φτάνει στον πυθμένα της υπόστασής της. Είναι η υπαρκτική σχέση που πραγματώνεται με την διελκυστίνδα Ζωής – Θανάτου. Και όταν βγάζει το κεφάλι της στην επιφάνεια, γνωρίζει ότι αυτό που ανασύρει μέσω της γραφής της, στο εξής δεν της ανήκει. Ανήκει στην χορεία των δαιμονισμένων αγγέλων της, οι οποίοι στη συνέχεια το παρέχουν δωρεά, ως μια μορφή δημιουργικής κοινοκτημοσύνης προς τους αναγνώστες της. Ίσως να μην ξέρει γιατί γράφει η Ευαγγελία Πατεράκη, υποκινούμενη ενδεχομένως από μια εσώτερη ανταρσία έκφρασης των καταπιεσμένων σωθικών της. Κάπως σαν τη λάβα του ηφαιστείου που εκτινάσσεται, γιατί απλώς έπρεπε να εξωτερικευτεί. Μόνο που η ποιήτρια, ανά πάσα στιγμή βρίσκεται στο κέντρο της έκρηξης και είναι ταυτόχρονα φόνισσα και φονευμένη. Θύμα και θύτης. Μια Περσεφόνη που ανεβοκατεβαίνει στον Άδη γιατί μήτε ο Θάνατος αξίζει να περιμένει μήτε η Ζωή να αγνοείται. Αυτή η σχέση καθιστά κατά την άποψή μου την Ευαγγελία Πατεράκη, Ποιήτρια! Και αυτός, πάντα κατά την άποψή μου, είναι ο σπουδαιότερος και μεγαλύτερος τίτλος που ξεπερνά τα όποια βραβεία Λογοτεχνικών Ενώσεων και τιμητικών Επαίνων.” • Πότε σας βρήκε η έμπνευση για πρώτη φορά και ποτέ συνηθίζει να σας επισκέπτεται; Απαντώ, από τότε που θυμάμαι εμένα και με επισκέπτεται αυθαίρετα, όποτε αυτή γουστάρει. • Ποιο είναι το μότο σας ή γενικότερα το αγαπημένο σας απόσπασμα απ' όσα έχετε γράψει; “μόνο αθυρόστομη η προαναγγελία των θαλασσών, που δίνονται με κύματα στα ρίγη των αθανάτων “ • Τι σημαίνει η συγγραφή για εσάς; Τι σημαίνει η ποίηση για εμένα, Το Είναι μου σημαίνει και τα σύμπαντα. • Ποια είναι τα μελλοντικά συγγραφικά σας σχέδια; Αγαπητέ μου φίλε, δεν κάνω τέτοια σχέδια. Όλα με βρίσκουν όποτε θέλουν αυτά. • Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές και θα προτείνατε και σ' εμάς να τους διαβάσουμε; Για ΄μένα πρώτος δάσκαλος, μπορώ να πω, στάθηκε ο Γιάννης Ρίτσος. Μεγάλοι δάσκαλοι οι: Κωνσταντίνος Καβάφης και Τάσος Λειβαδίτης. Από τον χώρο της συγγραφής αγαπώ τους: Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Αλμπέρ Καμύ, Κάρλος Θαφόν, Ισίδωρος Ζουργός,... • Ποια είναι η γνώμη σας για το τοπίο του βιβλίου στις μέρες μας; Αιμορραγεί, απαντώ. Αιμορραγία ακατάσχετη και στον εκδοτικό χώρο και στον χώρο των γραφόντων. Πολλή η προσποίηση, η παραποίηση, η παρασυγγραφή, η παραμόρφωση και τα παραμάγαζα των εκδοτών. Ακολουθούν όλα την παρακμή της εποχής μας με τη λουστραρισμένη βιτρίνα για τη στάχτη στα μάτια. Τόση η διαφήμιση της επιφάνειας, που ακόμη και η διαφήμιση τη χλευάζει. *Θέλω να σας ευχαριστήσω ξανά, τελειώνοντας, για την προσοχή σας και την τιμή που μου κάνετε, και να σας ευχηθώ, σαν νέος λογοτέχνης που είστε, μια λαμπρή πορεία και αντοχές στον δύσβατο δρόμο της Τέχνης! https://www.facebook.com/100064803787827/posts/pfbid028ZXbxqw1cgeBnzrBjumwja5CSAxnVWEF7xGGrkoK8sm2KyWtaPoufJmgK6EoryF6l

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2023

σπασμένη πόρτα

Ποιος έσπασε την πόρτα κι έμεινε το σπίτι άδειο; Ξέφυγαν - τα σκεύη, τα ψωμιά τα σπάργανα των φωνών οι ίδιες οι φωνές κι εκείνο το ανείπωτο δράμα του σουμιέ, που σήκωνε τ’ ανέφικτο, - ο εσωτερικός κήπος με τις αλκοολούχες ανάσες έγινε καπνός - σα σθένος που πολυκαίρισε κι εκφράστηκε ατμός, ο κήπος με τις γλάστρες ντυμένος μαύρο, σε φίλμ νουάρ που κλαίγαμε απαγορέψεις και χέρια ληγμένα όταν κατέβαζαν το διακόπτη στο χωλ Διακόπταμε το συνεχές των αποσιωπητικών και δε μιλούσαμε και μήτε κοιταζόμασταν και κραυγές μέσα στα φέρετρα των αριθμών, καθώς το κενό άδειαζε και γέμιζαν πτηνά τα δωμάτια και.. Και πώς άδειασε η πόρτα και ρήμαξαν οι πόλεις από ρόπτρα κι απαντοχές; κάποιος μέσα θα μαδούσε το στέρνο του θα γέμιζε το τραπέζι με ψωμιά και μέλη οικόσιτων περιστεριών ποτισμένα βροχές μακρινές - που πάντα χάριζαν ένα χτενάκι, να ισιώνονται οι θαλασσινές βροντές της μπανιέρας που κρέμασε τον καταρράκτη φυλακτό στον πανικό των σειρήνων με τις χυμένες αυλές, όταν κάποιος - - ποιος…; - χτύπησε την πόρτα και το σπίτι γέμισε ουλές; _

Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2023

αντιπολεμικά

πήραν και τα νέφη μπαρούτι - ναυάγησαν οι βάρκες τ' ουρανού, με τόσο μένος ανθρώπινο. μόνο η ανάμνηση - τικ τικ τακ - έσταζε το στέγαστρο της πόλης - ακατέργαστα δάκρυα αυθόρμητης βροχής. και μόνο η θύμηση σαλεύει ζωή στο σφαγείο της Γης κι ας είναι Νοέμβρης._

Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2023

σπασμένος λίθος

Εδώ στα ελάχιστα των σκιών οι πόλεις με τα αποσιωπητικά τους Οι πόλεις με τις ενοχές μέσα στις εσοχές των σφαγείων των λόγων – της αιτίας μιας στράτας υγρής, μιας φτελιάς κι ενός ίμερου. Μετά τον πνιγμό – η κτήση και η αρπαγή και πριν η φρικτή καύση / καιόμενα δέρματα ναών με τις περικοκλάδες στα ώτα Στους χάλκινους λάρυγγες - η λάβα αδιαίρετη - το πρωτογενές ηφαίστειο με τη βραχνή φωνή Και τώρα η κατακραυγή των εφημερίδων στα πρωτοσέλιδα με την περαντζάδα του φεγγαριού όταν πίνουν οι πόλεις καφέ απ’ το χωνί του χρόνου που διαλάλησε όλες τις απορίες Κι εδώ οι πόλεις με τη σβησμένη θαλπωρή και το στεγνό πηγάδι στο μέσα της αυτοχειρίας τους που δέονται οι νάρκισσοι και οι γυμνές μανάδες, οι γερασμένες κραυγές κι οι τσακισιές των γραμμάτων τα φουγάρα στα νταμάρια που καπνίζουν αναίσχυντα σε μαρμάρινο θάνατο και μια υποταγή Πνίγονται οι αστοί και οι μικροί - τυλιγμένα τα σπλάχνα που τα έντερα τσιρίζουν με τεντωμένη χορδή στο άκρον άωτον παρασιτικών χνώτων με καλύπτρα εωσφορική. Και να κρατώ το στόχο στον τυφλό οφθαλμό, παραβιάζοντας το χρώμα μ’ έναν σπασμένο λίθο και σκόνη σπασμένη / στην παλέτα μου π’ ονόμασα μήνες τις όψεις μιας στροφής κι ας βρέχει._