Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

Εγώ, να σε σεργιανίσω..ήθελα..





















Ένα...τακ-!-
και μετά...τίποτα
Τακ
και
τίποτα

Και πού πας-;-
Μου λες, που πας-;-
Μόνη
μέσα στην ατέλευτη νύχτα
Μόνη
και
..μικρή

Πως ήθελα

να σε ταξιδέψω εγώ
το ξέρεις-;-

Στα χέρια

εγώ να σε σηκώσω
το ξέρεις-;-
Να πάμε μαζί
σαν τότε
να σεργιανίσουμε
στις πλατείες
Να μου χαμογελάς...

Ήρθα γυμνή

και μόνη
και σου μίλησα
και μ' άφησες
να σε φιλήσω
και νόμισα πως μου ΄πες
το στερνό..παιδί μου
κι έκλεισα τ' αυτιά μου
κι έφυγα
και δεν κατάλαβα
δεν άκουσα..
"μ' αγαπάς-;-"
δεν άκουσα... μ' ακούς-;-

Τακ

κι έκλεισαν τα μάτια σου
αυτά τα μάτια σου
τα...σαν πράσινα
σαν...γαλάζια μαζί
σαν της θάλασσας
όταν της κάνει έρωτα
ο άνεμος αγριεμένος
και την παθιάζει
και τη χορεύει
στις ανάσες του

Να μη χαθούν τα μάτια σου
μ' ακούς-;-
Μη βρέξει
και κρυώσεις..
πες μου, πως μ' ακούς-!-

Ήθελα πάντα
να σε ταξιδέψω στα χέρια
άλλο να μη μου κουραστείς

Και σ' ένα "τακ"..
την πόρτα έκλεισες
και πας...
Πού πας μονάχη
μου λες-;-
Πάντα
περίμενες να γυρίσω
κι ύστερα κοιμόσουν
κι ερχόμουν σιγά
ν' ακούω τα σκιρτήματα
του ύπνου σου

Και τώρα πού πας-;-
Θα σε περιμένω κι εγώ
να γυρίσεις.. Ακούς-;-

Πεινάω-!-
Μ' ακούς-;-
Άσε με να γύρω
στο στήθος σου ξανά
να βυζάξω τις ρώγες σου ξανά
είμαι ...μωρό ακόμη..

Κοίτα
παραπατάω..
έχασα τα βήματα
και πέφτω...

Τακ-!-
Κι έφυγαν οι Αυγές
Πες μου
πού πας-;-

Πονάω, σου λέω-!-
Δίχως εμένα
μπορείς...να...πας-;-

Κι αφού μπορείς...
Καλό σου Δρόμο-!-

Έτσι γυμνή
και άδεια
κι ακόμα
πεινασμένο μωρό...
είμαι εδώ
και
Σ' Αγαπώ!!!
Κι ας
μη με πήρες μαζί σου
κι απάντηση
ας μη μου ΄δωσες
Σε αγαπώ!
Να το θυμάσαι!..

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010

στις γιορτές τις παράξενες..

Αγρυπνούν μέρες.. κομμάτια επεισόδια οι λέξεις μου και να που κι οι νύχτες φόνισσες γίναν ν' αρπάζουν τα πεφτάστερα- πουλιά στον αέρα να κατασπαράζουν το τέλος τους πριν ολοκληρωθεί Κι ύστερα οι πόρτες μου με μανία να κλείνουν πριν προλάβει να φανεί ο τοίχος μου ο ματωμένος.. Ματωμένος τοίχος η ψυχή μου με σκηνικά αμέτρητου κόστους που λένε οι γιατροί όμως μ' ένα σημάδι όνειρο κι ένα σημάδι άγχους - πιστολιές θανατηφόρες σ' όσους δε στάθηκαν και το ΄βαλαν στα πόδια στην αγρύπνια των ημερών και δυο μάτια στη σκηνή που θυμίζουν πέλαγο - τρωκτικά αφανέρωτα για όσους δεν έμαθαν ποτέ να διαβάζουν τα σκοτάδια μου Κι εκείνος ο ήχος του χρόνου που δεν επιτρέπει να σκεφτείς άπειρα μόνο να πράξεις σύντομα πριν η αυλαία πέσει απ' το φαρμάκι των φιδιών ζαλισμένη κι ας... βλέπουν οι άλλοι μυρολούλουδα τα κεριά τ' αναμμένα γρήγορα λιώνουν μόνο οι λέξεις μένουν κι οι κραυγές- στρεβλές μελωδίες χαμένων εποχών- Χθες συνάντησα τα κορίτσια ακουμπισμένα στα τείχη της βρώμικης πόλης Το πιο μικρό στερέωσε τα βήματά μου μ' ένα βαθύ φιλί στα πέλματα των ονομάτων μου κι από χθες δε φοράω παπούτσια κρέμασα και τις κάλτσες μου στην απλώστρα των ρόλων μου να θυμάμαι δε θέλω το δικό μου τοίχο των στίχων μου τα αίματα μόνο να πίνω και τα βλέμματα των κοριτσιών στο ξεροβόρι της δίψας μου Έτσι πρωί πρωί διάβηκα ορθά τη σκηνή πινέλο η γλώσσα μου να μείνουν βαριά τα βήματά μου στους γερασμένους ίσκιους των μεσημεριών εκεί που χλιμίντριζαν οι σκέψεις μου παιδί σαν ήμουν παιδί που είμαι και μες στις πέντε θάλασσες καϊκι που είμαι σ' όλους τους πολέμους των καιρών να ταξιδεύω αμέτρητα στων γιορτών των παράξενων το μεγαλείο..

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

ο ξένος..

















Είμαι... άλλος
Είμαι άλλος.
Ο άλλος εγώ
των
κατά το μέτωπον
επιθέσεων
όμως...
...ο άλλος
Δε μοιάζω
δε σας ομοιάζω
σ' ένα δρόμο μοιάζω

Στο κέντρο του εγκεφάλου σας
δε χωρώ
είμαι ένας άλλος
επώνυμος
αποτροπιαστικός
κι αιρετικός

Ο Άλλος κι ο..
Εκείνος...

Ένα ασθενοφόρο ο δρόμος μου -
μαύρο με
κόκκινη πλατεία
στο κέντρο των επικήδειων
για σειρήνα
κι ίσως
με δάκρυ κρυμμένο
Ένα σουγιά σκουριασμένο
γι' ανοιχτήρι της σκεπής..

Ο άλλος..
λες, να πετάξουν οι παλμοί μου-;-
Δε στο είπα...
έχω παλμούς
Λες
να πετάξουν οι παλμοί μου
να πειράξουν τα σύννεφα
να γίνει βροχή-;-

Διανύω καρναβάλια-
εγώ
ο άλλος-
να βρω τη μνήμη τ' ουρανού
ν' αδειάσω τις παλάμες
απ' τις τσέπες
και τα στραβά χαμόγελα
όταν με βλέπετε
εμένα
τον άλλο και τον
εκείνο
που
παρανόμησε η φωνή μου
στην παρανομία των νόμων σας
κι επέφερε
σας επέφερε
εγκεφαλική διαταραχή-
αιμάτινοι ωκεανοί
στην πέτρινη φυλακή σας..

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010

ο λόγος ο μόνος...






















αφιερωμένο στις ημέρες και νύχτες
των στεναγμών


Ουσίας λυγμός
να ξεφαντώνομαι τα βράδια
χτυπώντας πέτρες με πέτρες
ν' ακουστεί του ίσκιου η φωνή
όταν γέρνει το περιβάλον
στην αγκαλιά σου
και αποδιώχνεις το σκοπό
γιατί τρέμεις
γιατί τρέμεις
γιατί τρέμεις-!!!-
γιατί κρυώνεις απ' το χθες
γιατί τρέμεις
μην κρυώσεις ξανά
και σέρνεσαι σαλιώνοντας μόνο
το τετράδιό σου
και χάνεσαι
και χάνεται η πορεία σου
νομοτελειακά
Να ρίξω κεραυνό
να σκίσω τα τετράδια..
τυφλώνουν οι λέξεις συχνά-!-
να πάρουμε τους ήχους, λέω,
των μονόλογων
μέσα απ' το δράμα
της φύσης
και να διαβούμε
τις θάλασσες
δίχως σκάφανδρα
δίχως κουπιά
ξεκόβοντας
κόβοντας
τον ομφάλιο λώρο μας
με τις νύχτες που σέρνουμε -
μυστικά μας άβατα
Άγγελέ μου,
θέλεις ν' ακούσεις-;-

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

ο δραπέτης....







απόσπασμα...

αφιερώνεται σ'οσους αντέχουν να δραπετεύουν...
σ' όσους αντέχουν ν' αγαπούν...


"Όταν με τις σκέψεις μπλέκονται θεριά αφρισμένα, ξεμοναχιάζεται η ψυχή κι αναπηδά απ’ το σκοτάδι της το φεγγάρι ζαλισμένο. Τότε τρεκλίζοντας ανάμεσα στις σκοτεινιές τραγουδώ κυματιστά στα στενοσόκακα του κόσμου προσπαθώντας η φωνή μου να τρυπώσει μέχρι μέσα στις μερμηγκοφωλιές ή, πέρα στο πλατύ το πέλαγο, να συρθεί πάνω στα νερά και μουσκεμένη να φτάσει σ’ ένα παλιό ναυάγιο. Ή, ν’ ανηφορίσει στα πάνω πάνω σαν τη περικοκλάδα και να κυλήσει στα γιγάντια αυτιά του Θεού. Τότε μπορεί από μια στείρα καρδιά να γεννηθεί η ελπίδα και ν’ αυγατέψει ο χρόνος στο πλατύ χαμόγελο του δειλινού. Και τότε βέβαια, στον ουρανό θα χυθούν ανάκατα οι νερομπογιές και θα βρεθεί ένα νόημα στην ύπαρξή του. Γιατί, είναι τραγική η ύπαρξη του “απέραντου” χωρίς ένα τουλάχιστον χρώμα στα μάτια του “μικρού”.

Μ’ ένα ξέφρενο χορό οι σκιές, σκιά κι’ εγώ, θ’ ανταμώσουμε μπροστά στην πύλη του Άδη, τότε που ο σκύλος – φύλακας θα έχει πια γεράσει και με νωθρό βλέμμα θα ζητιανεύει ένα κόκαλο απ’ τον απάνω κόσμο. Και τότε στην ιστορία της ανθρωπότητας θα κατοχυρωθεί επίσημα η ανάσταση, αφού μια μια οι ψυχές θα ξεσκαλώσουν απ’ τις κούρνιες τους για να φτερουγίσουν μαζί μας σ’ αυτό το μεγάλο ανείπωτο ταξίδι που τελειωμό δεν έχει.

Φόρεσα τη μάσκα μου. Τα μαλλιά μου χύνονταν στους ώμους. Το λευκό σεντόνι που ήμουν τυλιγμένος είχε που και που στάλες αίμα. Η μάσκα κέρινη μιλούσε στη γης. Κάτω απ’ τη μάσκα το πρόσωπό μου αγριεμένο κραύγαζε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Οι προβολείς δημιουργούσαν μια ανυπόφορη ζέστη. Όμως η διπλοπροσωπία μου ξεγελούσε. Κι έμενα εκεί, πιστός στο ρόλο μου. Να μαζεύω τα στάχια απ’ τις κεντημένες ποδιές των χωραφιών με το δρεπάνι μου κι ύστερα το βραδάκι να στρώνω το τραπέζι για το φτωχικό δείπνο. Ένα κορίτσι θα ξεχάσει μια παπαρούνα στο παράθυρό μου. Το γεράκι θα ζυγιάσει ξανά τα φτερά του, τελευταία φορά για σήμερα. Και η κραυγή της κουκουβάγιας θ’ αναμειχτεί με το σουσούρισμα των ζώων που ηρεμούν σε κάποια απέναντι πλαγιά. Κάπου όμως μέσα στο βάθος του κορμιού μου δυο γέροντες πάλευαν δίχως σταματημό. Ο Θεός με το διάβολο πάλευαν, οι αιώνιοι αντίπαλοι μέσα στην αντιπαλότητα των πάντων. Ισοδύναμοι μονομάχοι που τυραννούν το κορμί μου. Κι εγώ, ο μοναδικός θεατής αυτής της γιγαντομαχίας, χωρίς χειροκροτήματα, δίχως εκφράσεις έντασης και αγωνίας για το αποτέλεσμα, γνώριζα ότι ο αγώνας θα είναι ισόπαλος, η ζυγαριά δε θα γείρει ποτέ. Έτσι μόνο η γης θα βρίσκεται πάντα αντίκρυ στον ουρανό κι ο ουρανός πάντα αντίκρυ στη γης και οι χελώνες κάθε άνοιξη θα ξυπνούν και όλα θα τρέχουν αιώνια στην αόρατη κυκλική περιφέρεια. Κι εγώ έτρεχα, τρέχω κι ακόμα και νεκρός θα τρέχω, ατενίζοντας πολλές φορές πέρα μακριά το κέντρο της, πετώντας με τη ματιά μου πάνω από μια καστανή κοτσίδα κοριτσιού που ανέμελα απλώθηκε για να σχηματίσει την ακτίνα που θα ενώνει πάντα την κυκλική περιφέρεια με το άγνωστο κέντρο και να μεταδίνεται έτσι πάντα το αγκομαχητό, ο πόνος κι η χαρά στην υπέρτατη καρδιά.

Τσαλαβουτούν οι σκέψεις μου στα αρσενικά λαχανιάσματα πίσω απ’ τις ξύλινες πόρτες. Αισθάνομαι μια ακίδα να σέρνεται βαριά πάνω στις φλέβες μου. Το άσπρο σεντόνι που μ’ έντυσαν δεν έχει τώρα στάλες μόνο αίμα. Έχει χείμαρρους κατακόκκινο αίμα, αίμα ζεστό. Αίμα ζώου που θυσίασαν στον άγνωστο θεό. Το ζώο που πάντα σπαρταρά στα όνειρα όλων για να μεταφέρει με τη θυσία του από τη μια μεριά στην άλλη την παράκληση και ταυτόχρονα τη συγχώρεση."...

Πατεράκη Ευαγγελία
εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010

ο χορός μας
























θα χορέψεις μαζί μου-;-

Κοίτα-!-
έχω κλειδώσει
τις σκιές

έξω απ' την κάμαρη


Έχω κλειδώσει και

τα κλειδιά

Τις σκιές τους

τις έκαψα

...παραδομένες στην πυρά

Άφησα έξω

ουρανό να
στάζει δάκρυα -

της νύχτας

τα σκοτάδια

Ξεφύλλισα
το θόλο μας

κι έσπειρα
στις σελίδες του

αστέρια
και φεγγάρια

Έχουμε ήχο -

τη βροχή που
στάζει
απ'
τα μάτια μου

Θα γονατίσω

να φτάσω
τ' ακροδάχτυλα

των ποδιών σου -
ένα φιλί ν' αφήσω

δικό σου θεμέλιο..


Ζύμωσα χώμα

κι έφτιαξα γιορτή

εκεί
που
γλύστραγε η άμμος

και βούλιαζε
στο κύμα


Πριν

είχα αδειάσει

τα κουρέλια
του κόσμου μας -

τα γκρέμισα
και
γυρισμό δεν έχουν


Κοίτα

εγώ
δεν είμαι ποιητής
να καρφωθώ στα ξύλα
και
να συλλαβίζομαι..
στροβιλίζομαι
με τις φλόγες
και τον άνεμο

Να γκρεμίσω θέλω
και να χτίσω

Γι αυτό
σου λέω
λοιπόν...

χορεύεις μαζί μου-;-

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

έτσι απλά..











Ό,τι θυμάμαι
απ' τους μικρούς μου αιώνες
είναι τα γράμματα
που χάραζα
στον κενό μου δίσκο
δαγκώνοντας
τις παρανυχίδες μου
μη γατζωθώ
στους φράχτες
και χάσω την ευκαιρία
να ονειρεύομαι
το περιθώριο -
Κι έτσι
μπορώ
να γράφω ασταμάτητα -
άνεργος προφήτης -
να γράφω γράμματα
να μη λησμονήσω
την ημερομηνία
του θανάτου μου
και σφυρίξω
ανία
Κι εσύ
άραγες
έχεις στείλει
ένα έστω γράμμα
στη γυναίκα σου
πριν ο βοριάς
σαρώσει
τ' άσπρα χαρτιά σου
και
τους πάλλευκους κύκνους σου-;-