Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

ο δραπέτης....







απόσπασμα...

αφιερώνεται σ'οσους αντέχουν να δραπετεύουν...
σ' όσους αντέχουν ν' αγαπούν...


"Όταν με τις σκέψεις μπλέκονται θεριά αφρισμένα, ξεμοναχιάζεται η ψυχή κι αναπηδά απ’ το σκοτάδι της το φεγγάρι ζαλισμένο. Τότε τρεκλίζοντας ανάμεσα στις σκοτεινιές τραγουδώ κυματιστά στα στενοσόκακα του κόσμου προσπαθώντας η φωνή μου να τρυπώσει μέχρι μέσα στις μερμηγκοφωλιές ή, πέρα στο πλατύ το πέλαγο, να συρθεί πάνω στα νερά και μουσκεμένη να φτάσει σ’ ένα παλιό ναυάγιο. Ή, ν’ ανηφορίσει στα πάνω πάνω σαν τη περικοκλάδα και να κυλήσει στα γιγάντια αυτιά του Θεού. Τότε μπορεί από μια στείρα καρδιά να γεννηθεί η ελπίδα και ν’ αυγατέψει ο χρόνος στο πλατύ χαμόγελο του δειλινού. Και τότε βέβαια, στον ουρανό θα χυθούν ανάκατα οι νερομπογιές και θα βρεθεί ένα νόημα στην ύπαρξή του. Γιατί, είναι τραγική η ύπαρξη του “απέραντου” χωρίς ένα τουλάχιστον χρώμα στα μάτια του “μικρού”.

Μ’ ένα ξέφρενο χορό οι σκιές, σκιά κι’ εγώ, θ’ ανταμώσουμε μπροστά στην πύλη του Άδη, τότε που ο σκύλος – φύλακας θα έχει πια γεράσει και με νωθρό βλέμμα θα ζητιανεύει ένα κόκαλο απ’ τον απάνω κόσμο. Και τότε στην ιστορία της ανθρωπότητας θα κατοχυρωθεί επίσημα η ανάσταση, αφού μια μια οι ψυχές θα ξεσκαλώσουν απ’ τις κούρνιες τους για να φτερουγίσουν μαζί μας σ’ αυτό το μεγάλο ανείπωτο ταξίδι που τελειωμό δεν έχει.

Φόρεσα τη μάσκα μου. Τα μαλλιά μου χύνονταν στους ώμους. Το λευκό σεντόνι που ήμουν τυλιγμένος είχε που και που στάλες αίμα. Η μάσκα κέρινη μιλούσε στη γης. Κάτω απ’ τη μάσκα το πρόσωπό μου αγριεμένο κραύγαζε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Οι προβολείς δημιουργούσαν μια ανυπόφορη ζέστη. Όμως η διπλοπροσωπία μου ξεγελούσε. Κι έμενα εκεί, πιστός στο ρόλο μου. Να μαζεύω τα στάχια απ’ τις κεντημένες ποδιές των χωραφιών με το δρεπάνι μου κι ύστερα το βραδάκι να στρώνω το τραπέζι για το φτωχικό δείπνο. Ένα κορίτσι θα ξεχάσει μια παπαρούνα στο παράθυρό μου. Το γεράκι θα ζυγιάσει ξανά τα φτερά του, τελευταία φορά για σήμερα. Και η κραυγή της κουκουβάγιας θ’ αναμειχτεί με το σουσούρισμα των ζώων που ηρεμούν σε κάποια απέναντι πλαγιά. Κάπου όμως μέσα στο βάθος του κορμιού μου δυο γέροντες πάλευαν δίχως σταματημό. Ο Θεός με το διάβολο πάλευαν, οι αιώνιοι αντίπαλοι μέσα στην αντιπαλότητα των πάντων. Ισοδύναμοι μονομάχοι που τυραννούν το κορμί μου. Κι εγώ, ο μοναδικός θεατής αυτής της γιγαντομαχίας, χωρίς χειροκροτήματα, δίχως εκφράσεις έντασης και αγωνίας για το αποτέλεσμα, γνώριζα ότι ο αγώνας θα είναι ισόπαλος, η ζυγαριά δε θα γείρει ποτέ. Έτσι μόνο η γης θα βρίσκεται πάντα αντίκρυ στον ουρανό κι ο ουρανός πάντα αντίκρυ στη γης και οι χελώνες κάθε άνοιξη θα ξυπνούν και όλα θα τρέχουν αιώνια στην αόρατη κυκλική περιφέρεια. Κι εγώ έτρεχα, τρέχω κι ακόμα και νεκρός θα τρέχω, ατενίζοντας πολλές φορές πέρα μακριά το κέντρο της, πετώντας με τη ματιά μου πάνω από μια καστανή κοτσίδα κοριτσιού που ανέμελα απλώθηκε για να σχηματίσει την ακτίνα που θα ενώνει πάντα την κυκλική περιφέρεια με το άγνωστο κέντρο και να μεταδίνεται έτσι πάντα το αγκομαχητό, ο πόνος κι η χαρά στην υπέρτατη καρδιά.

Τσαλαβουτούν οι σκέψεις μου στα αρσενικά λαχανιάσματα πίσω απ’ τις ξύλινες πόρτες. Αισθάνομαι μια ακίδα να σέρνεται βαριά πάνω στις φλέβες μου. Το άσπρο σεντόνι που μ’ έντυσαν δεν έχει τώρα στάλες μόνο αίμα. Έχει χείμαρρους κατακόκκινο αίμα, αίμα ζεστό. Αίμα ζώου που θυσίασαν στον άγνωστο θεό. Το ζώο που πάντα σπαρταρά στα όνειρα όλων για να μεταφέρει με τη θυσία του από τη μια μεριά στην άλλη την παράκληση και ταυτόχρονα τη συγχώρεση."...

Πατεράκη Ευαγγελία
εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος