Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010
στις γιορτές τις παράξενες..
Αγρυπνούν μέρες..
κομμάτια επεισόδια οι λέξεις μου
και να που κι οι νύχτες
φόνισσες γίναν
ν' αρπάζουν τα πεφτάστερα-
πουλιά στον αέρα
να κατασπαράζουν το τέλος τους
πριν ολοκληρωθεί
Κι ύστερα
οι πόρτες μου
με μανία να κλείνουν
πριν προλάβει
να φανεί ο τοίχος μου
ο ματωμένος..
Ματωμένος τοίχος η ψυχή μου
με σκηνικά
αμέτρητου κόστους που
λένε οι γιατροί
όμως μ' ένα σημάδι όνειρο
κι ένα σημάδι άγχους -
πιστολιές θανατηφόρες
σ' όσους δε στάθηκαν
και το ΄βαλαν στα πόδια
στην αγρύπνια των ημερών
και δυο μάτια στη σκηνή
που θυμίζουν πέλαγο -
τρωκτικά αφανέρωτα
για όσους δεν έμαθαν ποτέ
να διαβάζουν τα σκοτάδια μου
Κι εκείνος ο ήχος του χρόνου
που δεν
επιτρέπει να σκεφτείς άπειρα
μόνο να πράξεις σύντομα
πριν η αυλαία πέσει
απ' το φαρμάκι των
φιδιών ζαλισμένη
κι ας...
βλέπουν οι άλλοι μυρολούλουδα
τα κεριά τ' αναμμένα γρήγορα λιώνουν
μόνο οι λέξεις μένουν
κι οι κραυγές-
στρεβλές μελωδίες
χαμένων εποχών-
Χθες
συνάντησα τα κορίτσια
ακουμπισμένα στα τείχη
της βρώμικης πόλης
Το πιο μικρό
στερέωσε τα βήματά μου
μ' ένα βαθύ φιλί
στα πέλματα των ονομάτων μου
κι από χθες δε φοράω παπούτσια
κρέμασα και τις κάλτσες μου
στην απλώστρα των ρόλων μου
να θυμάμαι δε θέλω το δικό μου τοίχο
των στίχων μου τα αίματα μόνο
να πίνω
και τα βλέμματα των κοριτσιών
στο ξεροβόρι της δίψας μου
Έτσι
πρωί πρωί
διάβηκα ορθά τη σκηνή
πινέλο η γλώσσα μου
να μείνουν βαριά
τα βήματά μου
στους γερασμένους ίσκιους
των μεσημεριών
εκεί
που χλιμίντριζαν οι σκέψεις μου
παιδί σαν ήμουν
παιδί που είμαι
και μες στις πέντε θάλασσες
καϊκι που είμαι
σ' όλους
τους πολέμους των καιρών
να ταξιδεύω αμέτρητα
στων γιορτών των παράξενων
το μεγαλείο..