Κάποτε, πίστευα ότι φτάνει ένα κλικ και παγώνει ο χρόνος.
Έζησα δισεκατομμύρια βροχές, υπόγεια μουσκεμένα, ζωγραφισμένους ήλιους σε τυφλά ταβάνια. Βύζαξα γάλα, πύον και αίμα. Με καρφί σημάδευα την ποσότητα στους τοίχους. Με πετρέλαιο κράτησα γεμάτες τις αποθήκες της φωτιάς. Ένα βράδυ θώπευσα τα δαχτυλικά μου αποτυπώματα. Νομίζω ότι άκουσα το τρένο να μου χτυπά το ανύπαρκτο παράθυρο και, τότε, κατάλαβα τον άχρονο φυγά των σπηλαίων του σύμπαντος. Μέσα σε κατρακύλα απείρου, που έσπασε σε μυριάδες κομμάτια στο πάτωμά μου, άρχισα να ψελίζω την ανεξερεύνητη αγάπη και του έρωτα το αχανές. Βρέθηκα, δίχως κατάληξη και δίχως άρθρο στην αιώρηση και στο σπάραγμα. Μ' ένα κλικ που κουρδίζει συνεχώς τα αέναα νερά των μηχανών μου. Τόσο, που στο πιο βαθύ μου σημείο να μη φαίνομαι, παρά μονάχα, να φυσάει βοριάς, από μέλλοντες αλλοτινούς._
Εύχομαι το άκουσμα του εσωτερικού μας Αίολου με πάθος και συναίσθημα!
*με αφορμή το φευγιό του (δάσκαλου για μένα) Θ. Μικρούτσικου,
σήμερα, θυμήθηκα τα νιάτα μου. τότες που πίστευα ότι ο κόσμος θ'
αλλάξει. θυμήθηκα διαδηλώσεις, πάθος, τόλμη, αυταπάρνηση. τις αύρες και
τους μπάτσους, που δεν λογάριαζα, κι ας ήμουν παιδί. θυμήθηκα τις
μπουάτ, το πρώτο τσιγάρο, τις ουτοπίες που με γαλούχησαν, τους ανθρώπους
που αγάπησα. θυμήθηκα, μέχρι και πρώτο μου ποίημα - παιδάκι του
δημοτικού -, την πρώτη μου ζωγραφιά. το πρώτο μου βιβλίο
- το βαρκάρη του Βόλγα και το δεύτερο - τη μάνα του Γκόρκι. την πρώτη
ποιητική συλλογή, που με δέος κράτησα στα χέρια μου - τα άπαντα του
Λειβαδίτη και τη δεύτερη - τρία κλίκ αριστερά της Γώγου. θυμήθηκα το
όνειρο σήμερα. θυμήθηκα τη βροχή, τη θάλασσα με τα κύματα, το
χιονάνθρωπο στη βεράντα. ακόμη και το τρένο, που περνούσε και σφύριζε
απ' το σταθμό των Αγίων Αναργύρων. θυμήθηκα τη χούντα με τις άξαφνες
επισκέψεις της στη γειτονιά και παντού στην ψυχή μου. τις υποσχέσεις μου
για αγώνα μέχρι τέλους, άσκυφτη. και παρότι τα χρόνια πέρασαν πολλά κι ο
κόσμος δεν άλλαξε, διαπίστωσα ότι ολόκληρο το όνειρο το κρατώ μέσα μου
και με εμπνέει. και παρότι, απ' όπου κι αν πέρασα, είδα χαμό και τίποτα
με κλίκες πολλές. πολλές κλίκες με μαφιόζικη οργάνωση - σε χώρους
εργασίας (αναμενόμενο), σε κύκλους λογοτεχνικούς (κι αυτό που με πόνεσε
περισσότερο ήταν στους κύκλους των λογοτεχνών - στις ενώσεις κι
εταιρείες τους) και στους φορείς του αγώνα για τον κόσμο που
ονειρεύτηκα. και παρότι, όλα αυτά τα χάλια, τα ψεύτικα, τα φωταγωγημένα
της γενιάς μου ανθρωπάκια της Τέχνης που δεν γράφουν, μόνο γλείφουν κι
αγκομαχούν και γι' άλλο "φως" κι έμεινε αφώτιστος ο κόσμος.. και
παρότι.. παραδοθήκαμε σαν λαός, απόψε θυμήθηκα ολόκληρο το όνειρο και
χάρηκα που ακόμη το κρατώ άσβεστο μέσα μου κι όπου η αύρα μου φτάνει.
χάρηκα, που κατάφερα άσκυφτα πάντα να στέκομαι, κι έξω απ' τον κύκλο.
γιατί εκεί μέσα, σε κάθε κύκλο, κρύωνα πολύ. ακρίτης πάντα, Θάνο Δάσκαλέ
μου, κι όλοι εσείς που με θεριέψατε. βροντερός αντάρτης μες στη σιωπή
μου, στις παραμεθώριους του κόσμου, έξω από μόδες και συνωστισμούς,
φυλάττω κι εγώ τις θερμοπύλες! κι είναι όμορφο που δακρύζουν τα μάτια
μου ακόμη τις νύχτες.
κι ένα μου ερώτημα σημερινό:
- μόνο σε ακραία καιρικά φαινόμενα οι άστεγοι θέλουν στέγη; (και να
τους την προσφέρουν αυτοί που τους κατάντησαν άστεγους από πονοψυχιά...!
Ρε τι αηδία πια! -)
Ευαγγελία Πατεράκη (και Προμηθεύς Πυρφόρος πάντα), ποιήτρια. σήμερα, 29 του Δεκέμβρη 2019. Σας ευχαριστώ!
δεν έχουν νόημα τα λόγια, ούτε η σιωπή, όταν χάνεις την πέτρα, κι ο ήχος
της δεν σ' ακολουθεί. όταν χάνεις τη βροχή, απ' τα δάχτυλά σου, και τη
βροντή των ουρανών όλες τις ώρες που στεγνώνουν τα μάτια σου. όλες τις
ώρες, που σπάζει η γλώσσα σου κι ο φόβος, ο φόβος σου παλινδρομεί, πότε
στο ναι και πότε στο όχι σου. στα παλιά τα παιχνίδια σου ο εγωιστής
σαματάς σου για ένα μονάχα παιδικό μυστικό, πάνω απ' τους θάμνους και
πέρα απ' τις θάλασσες στο νυχτωμένο κενό, δεν έχουν νόημα
τα λόγια κι η σιωπή. παίζεις και χάνεις κερδίζοντας ένα φευγάτο λεπτό,
μιας ώρας ανύπαρκτης. ..και σβήνουν τα ρολόγια μας σε δρόμους που δεν
διάβηκαν σκυλιά, ούτ' ανεμώνες, ούτε φλόγιστρα αφών. χαμένη η μία ουσία,
το ένα της φύσης πρωινό, μιας νύχτας που χάνεις τις σκιές και τα
βότσαλα των επιστροφών με πάντα ανάδρομα τ' αμετανόητα τρένα μου. _
άξαφνα, συνειδητοποίησα ότι κατάγομαι απ' τη Σελήνη. γι' αυτό και
είμαι των άκρων. ή θα τσουρουφλίζομαι απ' τις φωταψίες ή θα κάνω τσάρκες
στα σκοτάδια. κι ο Πλούτωνας με τον Ποσειδώνα; μάλλον, για τις ουράνιες
προεκτάσεις μου στα βάθη με μέθη βροχών.
οι εκλογές;
αναμενόμενες. άλλη μια μουτσούνα του πρωταγωνιστικού θιάσου "η ελπίς". κι όσοι με λένε, αντισυμβατική, και
πολλοί με λένε (ειδικά οι "επιφανείς" και "μαχόμενοι σκληρά για την επιφάνεια" ποιητές της "λαμπρής" εποχής μας) , είναι που μισώ τη σκουριά. προκαλεί γάγγραινα και
βαριέμαι να τρέχω για αντιτετανικούς διαλόγους. δεν βρίσκω νόημα. οι
ενέσεις είναι εφήμερες και μισώ τις εφήμερες δόξες και "δόξες". _
Ευαγγελία Πατεράκη και Προμηθεύς Πυρφόρος (έτσι, για να μην ξεχάσω να
μετράω τα δόντια της γενιάς μου και, τότε που με φύτεψαν στο βράχο με τ'
όρνιο συντροφιά. μήπως, ο πόνος δεν σε κάνει να νιώθεις υπαρκτός; μόνο
αυτός εντέλει, σε γενεές πάσες.)
όλα αρχίζουν με το τέλος του νεκρού στα γόνατα της επέμβασης, σε κάποιο διανυκτερεύον. κατόπιν, συνεχή αναγγελτήρια χάους, με τη μοναξιά του μετανάστη σε χρονίζουσα πληγή. τελειώνουν άταφα σπέρματα και ωάρια κρεμασμένα, προς παραδειγματισμό πανσέληνης ανατριχίλας. να, η Αρχή των λύκων στις απόκρημνες κραυγές των σταυρών..!
Κυλάς στο τζάμι τις νύχτες που βρέχει / αποφεύγω να σε καλώ τα καλοκαίρια που ερημώνω βαριά / μετρώ τις πορείες σου με κύκλους μα κάπου με πιάνει το κόκκινο και αδειάζω διψώντας πυρετικά. Μάννα εξ' ουρανού εντείνονται τα νερά - μια καταιγίδα εξωφρενική κι ανάβει το πράσινο. Συνεχίζεις να κυλάς ράβοντας τα σπασμένα μου στον βρεγμένο λαιμό μου στα χλωμά μου πρωινά και φτάνεις ως την αποβάθρα να ξεπλύνεις τα καράβια μου. και συνέχεια γαζώνεις, Μάννα εξ' ουρανού, - δίχως ρόλο - στην αντίκα σίγγερ, τα σπλάχνα των ταξιδιών μου και τα χείλη μου που σκίστηκαν στην πλάνη του ατελούς. ως τ' αχανές το πρόσημο πάντα νύχτα να βρέχει. - αφιερωμένο στην δικιά μου μάνα -
ψεύτικοι είμαστε. σχεδόν ανύπαρκτοι. κενοί πορείας, με βαρέα κύματα αιμορραγίας περιβάλλοντος χώρου. κάποτε, αχ, κάποτε να γίνει καιρός, να μιλήσουν τα ύδατα και, το χρυσόμαλλο κριάρι να σπάσει το θόλο της υποταγής, να ξαφνιαστούν τα πελάγη, κι οι αέρηδες να σφυρίξουν εκστρατεία! κενοί χρόνου ν' ανταμώσουμε στο θυμίαμα και στην αστραπή, με την ματιά γυμνή, δίχως τα άρβυλα των αναδρομών, μπροστά στην αγάπη και στο γουργούρισμα των νεφών, εραστές στου ενός την αποκάλυψη και στην ροή._
να επιστρέφεις νεκρός, να μοιάζεις άδειος έτοιμος για την ακοή και την αρμύρα. στα χείλη των φυλακών σου να κοινοποιείς την αρχαιότητα της μνήμης σου. να πίνεις τα θυμιατά των αιωνίων και να σιωπάς - αυτός ο θησαυρός σου και η μάχη σου._ Ευαγγελία Πατεράκη - αφιερωμένο σ' εκείνον τον Καρλ Γιούνγκ
είμαστε μόνιμοι πελάτες οίκου ανοχής, επικαλούμενοι ιδεολογίες, για
συγκάλυψη των ενοχών μας. τα βράδια, όμως, που φέγγουν οι κολάσεις μας,
χτυπάμε ενέσεις στο μυαλό μας και απαγγέλλουμε αξίες, με τρύπια
λαρύγγια, να διαφεύγουν οι καημοί μας για τις ληγμένες αισθήσεις μας.
και με δίχως γλώσσα, που πιάστηκε, τη μέρα, στο συρτάρι του ταμείου των
πεπραγμένων μας, κοιμώμαστε εν ηρεμία. και, μόνο οι πόρνες, που δεν
οίδαν σύνορα, γνωρίζουν τα θεριά της αποκάλυψης και τους ύμνους των
αγρίων, δίχως να κλείνουν μάτι._