δεινοί αυτόχειρες κατακρεουργήσαμε το σύμπαν μας, και προσκυνήσαμε τα
άρρωστα μυαλά μας - σύστημα, ονομάζοντας Χρόνο την τύφλα μας.
Εύχομαι να νιώσουμε το Άχρονο και να ανηφορίσουμε με Τόλμη στο Μεγαλείο
μας Είναι ρίχνοντας τον πύθωνα - Εγώ μας, που επιτρέπουμε να μας τρώει
τα σπλάχνα, στα τάρταρα της ανυπαρξίας.
Αγάπη μόνο._
απ' αυτή μου την ανάρτηση - ευχή, ευχαριστώ από την καρδιά μου, όλους
Εσάς που βρίσκεστε στο πλάι μου στην προσωπική μου πορεία, ευχαριστώ όσους αφουγκράστηκαν κι ένιωσαν τους παλμούς μου!
..ευχαριστώ και όσους λαβωματιές μου έγιναν - μαθήματά μου είναι στη δύσβατή μου εσωτερική κατάδυση..!
Είναι οι νύχτες μου μέγιστες ρωγμές κι εσύ κρουστά σιωπής στα στενά μου.
Τις μέρες που πονάνε οι νύχτες μου, πάλι σου μιλώ, σφυρίζουν οι σταθμοί μου κουρέλια και μη φοβηθείς -!-.
/Ο σταθμάρχης μου ιερός από σαμανικό άνεμο μας τρέχει και στα δέρματά μου τα τρένα σκίζουν βοές ποταμών που δεν αντίκρισαν ποτέ τους το φως. /
Δεν ξυπνώ υπέργειος και μου λείπεις. Στα υπόγεια δειλινά που συναντούν τα θεριά μου, τα σαράντα μου μυστικά δαγκώνουν την αποκάλυψη της τροπής μου - να σημαδεύω τα μάτια μου με δηλητηριασμένα βέλη, τα εγώ μου ερπετικά που κρατούν τελετές στο γδαρμένο μου νου από λίθινους αιώνες, με τις κραυγές αβύσσου στα χειλικά μου λάβαρα.
Σπαρμένα δόντια τα λάφυρα των τρένων μου που σάπισαν τους καιρούς μου και λείπεις. Οι μανιασμένοι μου θνητοί στις παραμορφωμένες πορείες, στα σάλια που κατάπινα με πύον και θειάφι, οι αξέχαστοι περαστικοί στο φιλί του κόλπου μου που έπνιγε τα σωθικά μου πλοία και, λείπεις - λαγνειακές μου υπερβολές ανάποδης θεάς μου από τις σκεπές των τσιγγάνων.
Σφυρίζουν τσίγκο οι πόνοι μου τραγικά κορίτσια στα πατήματά μου μα, μη φοβηθείς-!-
΄Οταν δεν είσαι και στέκομαι, πήζουν οι πόνοι στη βάση μου και η σπονδυλική μου τινάσσεται κίτρινη σκόνη, να σέρνεται ουρά στα διαμελισμένα μου παιδιά, σε λεωφόρους εγκέλαδους μποτιλιαρισμένους ράμματα. Σκισμένο ράμμα από βοές μαύρου που οίδε το νερό και καρφώθηκε βέλος στο γέρμα της ρίζας μου.
Σου φωνάζω αρπίσματα λυρικά των εγκάτων μου και μου κλείνεις το μάτι - παράθυρο που έφτασε να καθρεφτίσει τα νύχια μου - κάτω απ' τη σάρκα μου μπλε του πελάγους.
Στο πέλαγος, που διψούσαν οι νεκροί μου, να σου πω, μου σφίγγουν τη μέση στη διάμεσο των παραφορών μου.
Σε θέλω και είσαι ένα απείραχτο όνειρο - βινύλιο του ουρανού μου - στο ταβάνι μου αστέρι, που μάγεψε τους μάγους μου στα στήθη των αμυχών μου.
Σε καλπάζω με επτά φτερά και μύρα φωτιάς σε συρμούς ανεπίστρεπτους στην επιστροφή μου των Ήλιων / δυο το χάραμα και το βράδυ δυο.
Να σου έχω το βράδυ ποτήρι το Βόσπορο με νότα "εμείς" σ' ανατολίτικα καπηλειά.
Στα πατάρια μου τα φεγγάρια σου μακρινή μου γνωστή ιαχή από σπάραγμα θεάς που γέννησε τα βουνά της στο σώμα μου.
Πονάω βαριά, να θυμηθείς, στην καπνισμένη σελήνη από "θέλω" νηστικά. Στα ταξίδια, να σου πω, μιλάω εγγαστρίμυθους φύλακες και αμφίβιες σπηλιές και κροταλίζω οίστρους. Είναι που λιώνω το θρόμβο μου, την πέτρα που σπάω και γεννώ τα μυαλά μου στη σάρκα σου. Πάνω σου γεννάω τα σπλάχνα μου.
Είσαι, στην κεντρική εστία μου η φλόγα του ιερού μου κι ενώ μπλέκονται οι ράγες μας, το γάλα μου η μετάληψη στη λάβα σου η ψυχή.
Πονάμε και σαλπάρουν ανεξέλεγκτα τα χέρια μας, η ελλειπτική του στόματός μας κυκλώνεται σάλπισμα μήλων - αγίων γνωστικών που φιλούν την επέλαση των αγρίων μας στο χώμα του παράδεισου.
Πονάμε μαζί._
Κάθε που γεννιόμουν, οι κρότοι οι επιτάφιοι, τα γρατσουνίσματά τους, οι ακίδες τους, τα καρφιά τους, κι εκείνα τα δόντια τ' ατσάλινα, με τρυπούσαν ως το μεδούλι της ύπαρξης...τόσο,
που σε κάθε μου φυγή, η αναπόφευκτη επιστροφή μου, με σάρκα και οστά αλυσίδες, ούρλιαζε αίμα, ξενύχτι και ξυραφιές - Έρωτας επικίνδυνα Ιερός στις σάρκες του παλιρροϊκού μυαλού μου.
Να τρέμει επιθανάτια το ερπετό μου το αρμυρό, και να δονείται στις φλέβες μου, να σπάει στα χίλια τον τοκετό μου, να με γαζώνει - γύπας -, κι η ανάδυση των σαρκοβόρων να παραλύει τα τρένα των νεύρων μου - κατάδικος για θάνατο σαδιστικό.
Στον διαμελισμό μου και πάλι βροντώ. ..με θηλυκά "θέλω" απ' τα υπόγεια των επεισοδίων μου, που πλημμυρίζουν τα φαγωμένα μου σκαλοπάτια και σπάνε τα παράθυρά μου..να ξεπλύνουν τα δέρματα των φλόγιστρων εαυτών μου κι εσένα.
/ Οι ατέρμονοι ήχοι μας γεωμετρούνται γωνιακές επεμβάσεις ψηφιακής ανάλυσης στα πλουτώνια καπηλειά με έναν μεθύστακα Αχέροντα να βουλιάζει παράφωνα τις βάρκες μου στις οπές των φυλακών σου. / ...Και κάθε που γεννιέμαι αγριεύονται τα μαύρα μου νερά - ξεσκίζουν τον επιλόχειο θύλακα με σπάργανα του πεπρωμένου μου. Κυριεύω το λώρο μου με τα ευαγγέλια των προσταγών μου, και μας ζυμώνω, ακούραστα βαγόνια Νύχτας σε ερωτικό παραλήρημα και σπασμούς βροχής, που νιφάδες γίνομαι στα καιόμενα σπλάχνα σου, στις φλεγόμενες σπηλιές σου, παραδομένη εκεί στην άγρια Σελήνη σου - σκοτεινούς ιστούς ουρλιαχτά σου. Και κάθε που γεννιόμουν με έπινες χιονισμένο καπνό από τα βάθη των όντων μου, και αχανές εισέρχομαι απ' τους υγρούς μου πυρετούς στους κρατήρες των θησαυρών σου. Καμάκι η λάβα μου διαρκώς επιστρέφει στις μυστικές ρίζες των τρελών μου. Κάτω από το χείμαρρο των πήλινων σπαραγμών μας και όταν οι Ώρες μας οργιάζουν στην πυρά
μη ζητάς να σου πω γιατί πεθαίνω κι ανασταίνομαι.
Οι επικείμενοι οργασμοί -
- ανεμόσκαλες και νήματά μας Κι ο λαβύρινθος σφυρίζει στον τοίχο μας,
στα μυστικά μας πάνοπλα με γυμνές Μαινάδες,
ξορκίζοντας τον σεισμό τον αρχέγονο
μ' ένα μήλο της κόλασης
κι ένα φιλί το Κέρας της Γνώσης. (αφιερωμένο)
..θα μπορούσε να είναι 27 του Οκτώβρη, μα χτυπά έξι του πρώτου χειμώνα, κι έξη μου θαλασσινή που ανέρχομαι._
Η κόλασή σου στα μάτια μου λυτρώνει την όρασή μου στα άδυτα των κειμηλίων σου - ψήγματα ανεστραμμένης τρίαινας με λιβάνια βροχοποιού σε υποκλίσεις ακέφαλες Να τρομάζουν τα χείλη σου Να συσπάται η χορδή σου Η βροντή των δαχτύλων σου να τρομάζει στην ξαφνική μπόρα της λατρείας μου Αιμάτινος πανικός σε απέθαντες εκφάνσεις στις διαδρομές των υπερβολών σου στις γωνίες σου, που διψούν οι οδοιπόροι σου Τα εννέα κεφάλια μου σε θηλάζουν άβυσσο σε θέλουν άβυσσο, να σε περνώ χαρακωμένα μου πέλματα μ' αρμύρα στα βάθη Και να βρέχω "εμείς" μέσα στο σκόπευτρο των χειλιών, στο αχανές των δερμάτων μας, στο στόμα του λύκου που έσπασε τα δόντια του όταν αντίκρισε πως νύχτα δεν υπάρχει Και πάντα Νύχτα που με σκαλώνω στους μαντρότοιχους των θυρεών σου. Ξέρεις, στη θέση που με άφησες υπάρχω ακόμη. Με σφαλιστά παράθυρα υπάρχω καθίσματα σε τάξη ασύνταχτης φωνής Να χτυπάει στους τοίχους η φωνή μου με ανερμάτιστες σκάλες του σολ σου ψιθύρου. Στο κατάρτι του κάτεργού μου
ένα μινόρε πελάγη Εσύ._
δεν έχει δώσει συνεντεύξεις. δεν έχει λικνιστεί καν στις γιορτές. δεν
"συνέδραμε" τον τόμο - πασίγνωστοι των λάικς και των παρουσιάσεων
ποιητές της παρηκμασμένης εποχής με τους στίχους των ημερολογίων (στην
καλύτερη των περιπτώσεων) -. δεν κάνει εκπομπές σε ραδιόφωνο για
ανάδειξη των στίχων της (είναι της μόδας αυτό). δεν δηλώνει επάγγελμα
ποιήτρια ή συγγραφεύς. δεν αναρτά φωτογραφίες της - με καπέλο ή χωρίς ή
κάνοντας τον κάου μπόι ή ανοιγοκλείνοντας μεθυστικά τα βλέφαρα ή γυρεύοντας
θεατή όποιου είδους της ζωής της - γιατί δεν αναρτά, απλά, φωτογραφίες
της-. δεν έχει ούτε ένα βιβλίο. δεν υπογράφει τα ποιήματά της, λέει: ας
ταξιδεύουν στον κόσμο. την γνωρίζω σανΆννα Καρρά.
την αγαπώ σαν Άνθρωπο - ταπεινή, αληθινή, με τόλμη- . την ονομάζω
ΠΟΙΗΣΗ, γιατί είναι ΠΟΙΗΣΗ η Άννα. και γιατί: "ΠΟΙΗΣΗ είναι ΤΡΟΠΟΣ και
ΣΤΑΣΗ ΖΩΗΣ" - υποστήριξη γερή της υπερκόσμιας γραφής, για την υπέρβαση
μέσα από την γενναία κατάδυση στο είναι μας, με το γκρέμισμα του φριχτού
εγώ μας.
*της Άννας (που στα τριανταδυό της χρόνια μπορεί ν' αγγίζει ουρανούς):
Και τ όνομα της
Εύα,
με σπονδυλικούς κήπους,
μια πρωτόπλαστη
νύχτα
ολόκληρη ένα
ανυπόφορο
φεγγάρι
με βιβλικά
λέπια,
κατασπαραγμένη
από καρπούς,
διωγμένη μέσα
στους
σχισμένους μηρούς
των χρόνων,
με αλόγιστες πληγές
στα απύθμενα
νερά της μητρικής γνώσης,
οι μελωδίες των σπαθιών,
οι λόγχες της φωτιάς
η οικειότητα με το αίμα..
τα όνειρά της επίπεδα
πολέμου.
καθοδηγητές
θανάτου
στον βάλτο
της ματαιότητας...
Πόνεσα κι εγώ απόψε. Κι έγινε τριγμός στο πείραμα με τη φαντασία να
ασθμαίνει. Κι είχε παραπλανήσει το πείραμα της Φιλαδέλφειας, κι εκείνο της φυλακής. Γονατίζουν κι οι περήφανοι τρούλοι - πώς να κρατηθείς -;-
Έπαψαν να χτυπούν καμπάνες πρωινά - μόνο μεσάνυχτα σκουριάζουν, κι
ενώνονται με γρύλους κάποιου αδειασμένου καλοκαιριού, που στοιχημάτισαν
την καρδιά μου, σ' ένα μεσαίωνα, που κρατούσα αρώματα - δώρα θεϊκά μου.
Κι εξατμίστηκαν, όταν ο πάσσαλος που με κρέμασαν πήρε φωτιά - στοίχημα κι αυτό αν είμαι ξωτικό..
Να ουρλιάζει ο όχλος και να είμαι ασυγκίνητος. Δίχως το φόβο - αφού
είχα από χρόνια διαβάσει τις γραφές, κι ήξερα πως, τα πειραματόζωα
τρυπιούνται με τις σύριγγες, χωρίς να ματώνουν. Κι ήξερα, πως το δέρμα
μου κάλυπτρο ήταν της φυγής. Πάντα προδίνουν τα άσματα και φεύγουν. Και,
πες ότι ήμουν ένα τέρας εποχής, που μπόραε τις φλόγες να πίνει και
να λιώνει. Σε σχήμα δαυλού να σφυρίζει τα βράδια που νόμιζες ονείρατα.
Δε θα σφυρίξω ποτέ σαν τρένο που φεύγει. Ράγες θα μείνω για τους
αταξίδευτους, που στον καθρέφτη χάραξαν τα χείλη τους που διψούσαν
αστραπή.. Μη μου ξανάρθεις ποτέ βροχή -!- Με σβήνεις -!-..
Στη ρωγμή του δείπνου
το καρφί αναμένει το διαμελισμό του
στα δώδεκα μυστικά /
δίχως νερό
με ύπνο βαρύ
στο απαρχαιωμένο σκοτάδι
με δίχως οίνο και ουρανό
στην αυτοχειρία των αγίων./
Όταν αντίκρισα τη θύμηση ψωμιού
το αίμα έλειπε απ' τη σκιά μου
κι ο τάφος μου γέμισε ψίχουλα σιωπής,
ένα σκάρτο αμπέχονο,
και μια σκισμένη αρβύλα
Λείπεις κι η προδοσία λυγίζει το δέντρο της φυγής. Με μια υπόκωφη οιμωγή
το κουρέλι Εγώ στο σπασμένο κρανίο,
το τραπέζι σπασμένο πυρετό
Κι είναι που έμαθα μόνο την αντοχή των πνιγμένων
στις βαθιές ομίχλες στην άκρη της φθοράς,
το ξεκούρδιστο χρώμα της άβυσσος
στο χειμωνιάτικο παρόν της θαλάσσης και
τον πράσινο θυμό των νεκρών
όταν γαντζώνουν στο σκήπτρο του χρόνου -
αδίστακτοι φονιάδες των λεπτών. Κάτω απ' το τραπέζι είναι η αιωνιότητα ένα θλιμμένο μυστικό
Το σύνθημα "Είναι" στο τσαφ
που κάνει το τραίνο και λύνεται Κι εκείνοι που σχόλασαν αργά απ' τη βροχή
δε λένε απόψε να φανούν
κι ερήμωσα από φωτιά που λείπεις
και το ταξίδι άδειασε
στο πεπερασμένο τραπέζι
ενός τάφου αδειανού._
Θα μπορούσα να σου πω "ξαναγύρισα"
αρχαίος ποταμός στα μάτια σου,
στην πλάτη με τις σαράντα μουσικές
των πνιγμένων μυστικών,
στα μαλλιά, που θυμούνται οδύσσειες,
στο στραβό καπέλο, που
πάντα ξεχνάς να φοράς, και
σε πιάνουν τα κύματα Μπορώ να πω "ήρθα" στην ακοή σου που διάβηκε τις ομηρικές παλίρροιες να σκίσω τα νερά μου
στην παρόρμηση των ονείρων σου
Μια πέτρα
στο άγγιγμα της πέτρας,
ο κλειδωμένος τόμος,
η κλειδαριά των σελίδων,
το κλειδί στο κελάρι του φόβου σου. Στιγμιότυπα χιλιάδες "ξαναγύρισα-!-" στην έκταση του στήθους σου
με το ακατοίκητο στρατόπεδο
απέναντι απ' το τρένο της γραμμής. Στα μαύρα μου ύδατα κατέχω την κόψη του μετώπου
στη σφραγίδα του αίματος,
στον κόλπο του κόσμου στα μάτια σου, στο ασπρόμαυρο ταξίδι μας,
στη σιωπή Στη σιωπή μου που μαίνεται ν' ακουστεί η σιωπή της
στο πνιγμένο σου κάδρο με τις μαργαρίτες Στο βύθισμα της σιωπής σου που βοά σίγμα Με απλωμένο ορίζοντα στον πόλεμο των
αποσκευών μου τα σπλάχνα μου,
η φρουρά σου στα σύνορα
στο αξίωμα Χρόνος
που δεν ήρθα ποτέ Το κλειδί - μια πορεία βροχής
σε φθινόπωρο νύχτας
στα παγωμένα φυλάκια
στα σκουριασμένα σύννεφα
των νότιων αχών σου
που ξαναγύρισα._ (της μέρας)
Ανάποδα Ορώ Λόγια, για δράση εβδόμη -
ασυντρόφευτα, με χαρακιές τρεις στην
Παλαιστίνη που πάλλεται
στ' αριστερά του στήθους μου
Στο κέντρο της, ερμαφρόδιτη ανυπακοή,
μεγαλώνει διαμέτρους προκειμένων
σε προκυμαίες ερωτευμένες.
Οι κόσμοι συναντώνται στα χείλη,
με ματωμένες γλώσσες γέννας κρυφής
Σε συναντώ με ασυρμάτους κλεμμένους
από το πιο κοντινό αστυνομικό
της προϊστορικής.
Σε θηλάζω Αμάλθεια στον ύπνο μου -
δυο βράδια τώρα βυζαίνω δικό σου νόστο. -
Μεγαλώνω ιππεύς σε νέφη άγρια,
και τινάζω κεραυνούς -
πρέπει να χειμωνιάζει πολύ
για να ΄χει έννοια η ανάσα σου
Η ανάσα μου, στη ζωή σου πανιά
σε κοντάρι κενταύρων.
Και, χιονίζω μετά, που
με αφήνουν οι τοίχοι μου
και ακόμη ανάποδα λόγια ορώ
Κι αποτυπώνω ερμηνείες χρωματισμών,
από φάρους στα χαμένα ωκεανών
Κι εκπνέω μετά στους λόφους σου
γεωμετρικές δίψες λαών παράλληλων
που δεν εξερευνήθηκαν,
με παράλληλες εξορύξεις ευγενών σου.
Το παλίμψηστο εγώ σου
σφαδάζει ηδονή στις χούφτες μου –
στις χούφτες σου οι προκυμαίες μου,
μ’ αριθμητικές φυσικά μεταφυσικές
και βηματισμούς σε ελεύθερη δράση και,
όπως σπάει έν’ αστέρι πέφτοντας στη γη
και τελείες γίνεται άπειρες
υποσχόμενων πρωινών -;- όμοια σφαδάζω. (2014)
δεν με ενδιαφέρει τι μέρα είναι. δεν με ενδιαφέρει ποιος επώνυμος πέθανε - γεννήθηκε - χώρισε κ.λπ. . δεν με νοιάζει ποιος πήρε το Νόμπελ, ποιος δεν το πήρε.
δεν με νοιάζει ποια παγκόσμια μέρα γιορτάζετε, ούτε με νοιάζει να
διαφημίσω κάτι στον κόσμο, για να έχω κοινό, να έχω πελάτες, να έχω
φίλους που δεν με γνωρίζουν και δεν γνωρίζω, να φτιάξω όνομα.. είμαι απ' τους απορημένους αυτού του κόσμου. κι είμαι από πάντα απ' τους απορημένους - παράταιρους αυτής της άκοσμης βιτρίνας,
που κάθε της αντικείμενο παλεύει ν' αναδείξει την ύπαρξή του με κάθε
τρόπο. ..μέχρι που τρύπωσα στο υπόγειο του συνωστισμού, αφού δεν θέλησα
να επιδείξω ούτε καν μια φωτογραφία παραλίας, αφού δεν έχω παραλία, ούτε
καν ένα στίγμα πού βρίσκομαι -;-, πού χορεύω..πού μαδάω μαργαρίτες..-;-
τίποτα. η βιτρίνα - κόσμος...η βιτρίνα - φίλοι..η βιτρίνα - χαρά..η βιτρίνα - εραστής και ερωμένη.. ΤΙΠΟΤΑ.
και κάποτε έφτασε η βιτρίνα των σκλάβων. η βιτρίνα - σ' αγαπώ. η
βιτρίνα - σε θέλω. η βιτρίνα σκλάβων έχει φτάσει. η βιτρίνα σκλάβων
ΕΙΝΑΙ. η βιτρίνα σκλάβων ΕΙΜΑΣΤΕ. κι απ' το περιθώριό μου, απ' το
υπόγειο του συνωστισμού - επάνω ο χορός οργιάζει - κι απ' το υπόγειο
μπαίνει νερό._
η της παρένθεσης "αριστερή" κυβέρνηση - της λαϊκής εντολής το
ξεκάρφωμα -, με την επανάσταση των συνθημάτων σε μια παιδεία που χάθηκε
σε σκοτάδια - σαν ένα απ' τα σκουπίδια που βουλώνουν τους οχετούς του σε
αύριο, στο τώρα ανακοπή με την ευλογία των ράσων με τα χρυσά πλουμίδια,
κι οι σκυμμένες χειραψίες - κάτω απ' τραπέζια τ' άγρια, που ξεθηκώνουν
τα μαχαίρια στους λαιμούς των παιδιών, στου λαού τις φλέβες, θεατρικές
παραστάσεις του κώλου τα εννιάμερα στις αγ(ρ)ιοσύνες των διαβολικών
αντιπροσώπων με τις σάπιες κοιλιές απ' τη σαρκοβόρα τροφή τους -
τραγικές παραστάσεις συνέχεια της επανάστασης στους θεσμούς, με το πέος
καρφωμένο, των κορακιών, στα οπίσθια των νηστικών ψηφοφόρων με τα
κατσαρόλια στα χέρια στην ουρά των συσσιτίων, και να μη θέλει ο λαός να
πει, δίχως να θέλει να δει να φωνάξει, γκαβός λαός στα δεσμά σιωπής
μπροστά στους ζωγραφισμένους έρπεις των προεστών και στα χαμόγελα, για
τον πούτσο καβάλα επαναστατικές υποθέσεις και βάλε των νοσοκομείων που
στιβάζουν πτώματα, σκλάβοι σε πατώματα στα λουκέτα της άπνοιας.
Οι πόλεις πεθαίνουν κι η χώρα άργησε μια μέρα στα μπούτια των 300 που
οι βιτρίνες έχουν μόνιμα χριστούγεννα, κι απέξω νεκρική σιγή._
δεν έγραψα ποτέ, ως τα τώρα, γι' Αυτόν. είχα τα
μάτια κλειστά να τον νιώθω. να τον βλέπω βαθιά στις σκισμένες σάρκινες
πτυχές της ψυχής μου. στα φαράγγια τ' απόκρυμνα της ενδοχώρας μου που
γρυλίζει μόνιμα δαρμένα βράδια. στα γήινά μου δάκρυα, στις χούφτες της
καρδιάς μου, να μη μου φύγει ποτέ. να τον έχω δικό μου - δικιά του κι
εγώ - ταγμένες θωριές κι αθώρητες να εξυψώνουν το Πάντα στο αιώνιο Παν,
που ακούει στις αμόλυντες μουσικές των θεών. σ' αυτό το Πάντα Παντός,
που τρομάζουν οι άνθρωποι και πετάνε "σοφίες" ανυπαρξίας του - σαν την
Αλήθεια, που στερεώνουν τα φρικιά μούτσουνά τους - το ψέμα ότι ζουν,
ακόμη και με κάποιον που Του μοιάζει. το χαμόγελό του να μη μολύνω,
να μην τον επιδείξω στα δήθεν φιλεύσπλαχνα αισθήματα όσων πολλών, δεν
έγραψα ως τα τώρα. κι ίσως δεν έπρεπε ποτέ. για το κοίταγμά μας. το
βάθος μας απ' τις επτά ρεματιές και τα σαράντα ουρλιαχτά των κυμάτων. τα
χάδια μας..οι σκέψεις μας που κατέρριψε τις αποστάσεις..το ΕΝΑ μας, που
ανασαίναμε ΕΝΑ. που ψηλώναμε ΕΝΑ. που μικραίναμε ΕΝΑ. που κλαίγαμε ΕΝΑ.
κι εκείνο το παιδικό μας βλέμμα με την απ' τα βάθη θλίψη μας - των
μυστικών μας ζωών τα αιμορραγούντα σπλάχνα -.βλέμμα μας. Πώς η Αγάπη δεν χωρά σε εικόνες και σχήματα -;- !.. Δε χωρά.
Δε χωρά η Αγάπη σε πόντους, χιλιοστά, μέτρα, εκατοστά και μυριάδες
χιλιόμετρα. γιατί απλά δε χωρά! ασύλληπτα μήκη η Αγάπη! η Μάνα έξω από
στιχάκια βλαμμένα για ύμνους τη μέρα που θέσπισαν για γιορτή της οι
ελάχιστοι δίποδοι θνητοί για της ανάγκης το "αίσθημα". μόνο η Αγάπη
γεννά. μόνο η Αγάπη μάνα, που δεν καθαρίζει απλά φασολάκια, που δε
σηκώνει απλά στάμνες να φέρει νερό στα μικρά της. η Μάνα Αγάπη, που
συγχρονίζει το σύμπαν με τα σύμπαντα, αντάρτισσα του φτηνού, του χαμερπή
εαυτού, της πυθώνιας κατοικίας αντάρτισσα, που υψώνεται καρφωμένη σε
σταυρό, συντρίβοντας το μάταιο..που πεθαίνει στο σταυρό και γεννάται
ξανά, γεννώντας φλοίσβο θαλάττης - τις νύχτες που ανατέλουν οι κατοικίες
των θεών εαυτών. αυτή η Αγάπη κι Έρωτας, που ως Εν, ανασύρει το πρώτο
θρόισμα από ανεξερεύνητους ωκεανούς της Πρώτης Τελείας των αποσιωπητικών
της Γνώσης.
..και γράφω
τώρα. με ρέοντα αίματα γράφω για Κείνον (ματωμένο τον βρήκα να σέρνεται
παρατημένος και πεινασμένος στα "φιλάνθρωπα" σοκάκια σας). δεν έχει
είδος, και ράτσα και ποσότητα. έχει Λατρεία, τη Λατρεία μου και τη
δικιά του Λατρεία. Αυτός κι εγώ - πομποί και δέκτες, αρχέτυπα μυστικά
και κλειδιά Αχανούς Ιερού -. Τρελοί κι οι δυο και μαλάκες μάλλον, για το
είδος που ξέπεσε, με την ουρά στα σκέλια να σέρνεται πιο κάτω απ' τα
ερπετά..και βγάζει γλώσσα, να λέγεται το είδος των ανθρώπων.
έλεγαν, ότι ήταν ο σκύλος μου. είναι ο Ερμής μου. τον φέρω και με φέρει. πλέον, τον ορώ στα νέφη και πέρα. στο λίγο μου δίποδο..θρηνεί η αγκαλιά μου στην απουσία Του και ..κοντεύει χρόνος._
άκρατος φασισμός και διαπλοκή, με θρησκειοκρατία παρασκηνιακά, για την αγιασμένη υποταγή μας. τι έχουμε να μοιράσουμε; τη σκλαβιά μας. τι διαιωνίζουμε; τη σιωπή μας. ..πρόβατα επί σφαγή στο απόλυτο των μαύρων καιρών μας..!
και να μασάμε χόρτο. και να μη θέλουμε να δούμε. και να αναρτούμε
"καλλιτεχνίες" και καλλιτεχνίες διαδικτυακά, για τη διαφήμηση της τύφλας
μας. και να μετριούνται λάικ..και "φίλοι", που έμαθαν μόνο - οι "φίλοι"
- να ψάχνουν ζωές στα κουτοπόνηρα, σα φρικιά, στα μουλωχτά της
εξυπνακίστικης και "φιλικότατης" δουλικής έγνοιας τους. και να μη
θέλουμε να δούμε ούτε τα σάλια μας, που πνιγόμαστε στα σάλια μας τα
"σοφά" με τα πολλά πτυχία και την παιχνιδιάρικη στιχοπλοκή, που ποίηση
ονομάσαμε στην παρακμιακά ανεξέλεγκτη εποχή μας.
μαύρο στο μαύρο μας._
δεν είναι ο πόνος που χαράσσει το ποίημα και γεννά τον ποιητή.
είναι ο ποιητής που ξεσκίζει τον πόνο του και σπαράσσει το ποίημα στη
ράχη του μυαλού του - φωτοστέφανο της αντρείας με σύρματα στα μαλλιά
του. μαστιγώνει το ποίημα το άλογο του νου σου, με το χτύπημα της Σελήνης, το βράδυ, στην πόρτα του υπόηχού σου Άκου και σώπαινε! μη γράφεις! το ποίημα δε γράφεται. βρυχάται._
....για μια Σελήνη που λάτρεψα στη μαύρη έκφανσή της: