Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

στα δέρματά μου τα τρένα σου















Είναι οι νύχτες μου μέγιστες ρωγμές κι εσύ κρουστά σιωπής στα στενά μου.
Τις μέρες που πονάνε οι νύχτες μου, πάλι σου μιλώ, σφυρίζουν οι σταθμοί μου κουρέλια και μη φοβηθείς -!-.  
/Ο σταθμάρχης μου ιερός από σαμανικό άνεμο μας τρέχει και στα δέρματά μου τα τρένα σκίζουν βοές ποταμών που δεν αντίκρισαν ποτέ τους το φως. /
Δεν ξυπνώ υπέργειος και μου λείπεις. Στα υπόγεια δειλινά που συναντούν τα θεριά μου, τα σαράντα μου μυστικά δαγκώνουν την αποκάλυψη της τροπής μου - να σημαδεύω τα μάτια μου με δηλητηριασμένα βέλη, τα εγώ μου ερπετικά που κρατούν τελετές στο γδαρμένο μου νου από  λίθινους αιώνες, με τις κραυγές αβύσσου στα χειλικά μου λάβαρα.
Σπαρμένα δόντια τα λάφυρα των τρένων μου που σάπισαν τους καιρούς μου και λείπεις. Οι μανιασμένοι μου θνητοί στις παραμορφωμένες πορείες, στα σάλια που κατάπινα με πύον και θειάφι, οι αξέχαστοι περαστικοί στο φιλί του κόλπου μου που έπνιγε τα σωθικά μου πλοία και, λείπεις  - λαγνειακές μου υπερβολές ανάποδης θεάς μου από τις σκεπές των τσιγγάνων.
Σφυρίζουν τσίγκο οι πόνοι μου τραγικά κορίτσια στα πατήματά μου μα, μη φοβηθείς-!-
΄Οταν δεν είσαι και στέκομαι, πήζουν οι πόνοι στη βάση μου και η σπονδυλική μου τινάσσεται κίτρινη σκόνη, να σέρνεται ουρά στα διαμελισμένα μου παιδιά, σε λεωφόρους εγκέλαδους μποτιλιαρισμένους ράμματα. Σκισμένο ράμμα από βοές μαύρου που οίδε το νερό και καρφώθηκε βέλος στο γέρμα της ρίζας μου.
Σου φωνάζω αρπίσματα λυρικά των εγκάτων μου και μου κλείνεις το μάτι - παράθυρο που έφτασε να καθρεφτίσει τα νύχια μου - κάτω απ' τη σάρκα μου μπλε του πελάγους.
Στο πέλαγος, που διψούσαν οι νεκροί μου, να σου πω, μου σφίγγουν τη μέση στη διάμεσο των παραφορών μου.
Σε θέλω και είσαι ένα απείραχτο όνειρο - βινύλιο του ουρανού μου - στο ταβάνι μου αστέρι, που μάγεψε τους μάγους μου στα στήθη των αμυχών μου.
Σε καλπάζω με επτά φτερά και μύρα φωτιάς σε συρμούς ανεπίστρεπτους στην επιστροφή μου των Ήλιων / δυο το χάραμα και το βράδυ δυο.
Να σου έχω το βράδυ ποτήρι το Βόσπορο με νότα "εμείς" σ' ανατολίτικα καπηλειά.
Στα πατάρια μου τα φεγγάρια σου μακρινή μου γνωστή ιαχή από σπάραγμα θεάς που γέννησε τα βουνά της στο σώμα μου.
Πονάω βαριά, να θυμηθείς,  στην καπνισμένη σελήνη από "θέλω" νηστικά. Στα ταξίδια, να σου πω, μιλάω εγγαστρίμυθους φύλακες και αμφίβιες σπηλιές και κροταλίζω οίστρους. Είναι που λιώνω το θρόμβο μου, την πέτρα που σπάω και γεννώ τα μυαλά μου στη σάρκα σου. Πάνω σου γεννάω τα σπλάχνα μου.
Είσαι, στην κεντρική εστία μου η φλόγα του ιερού μου κι ενώ μπλέκονται οι ράγες μας, το γάλα μου η μετάληψη  στη λάβα σου η ψυχή.
Πονάμε και σαλπάρουν ανεξέλεγκτα τα χέρια μας, η ελλειπτική του στόματός μας κυκλώνεται σάλπισμα μήλων - αγίων γνωστικών που φιλούν την επέλαση των αγρίων μας στο χώμα του παράδεισου.
Πονάμε μαζί._