Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

της παρακμής

κι επειδή όλοι οι ρόλοι είχαν μοιραστεί με τις μουτσούνες τους, κι επειδή ήμασταν όλοι ίδιοι, φτιάξαμε μάσκες ποιητών, ώσπου έγινε μόδα και ξέπεσαν οι εποχές, βαριά κι ασήκωτα στα θρυμματισμένα γυαλιά φιλοσοφικής χροιάς.
στο τέλος, τελειώσαμε σαρκοβόρα, κι αδειάσαμε τις γιορτές σε τραπέζια χαρτοπαιχτικών λεσχών, με πόρνες συνειδήσεις. _

Προμηθεύς Πυρφόρος

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

"το σκισμένο καλσόν" - αυτοέκδοση


















«επικίνδυνα φθινόπωρα»
Κυκλοφορώ επικίνδυνος, σε όνειρο ανοχύρωτης αξίας
με περγαμηνές αόρατες σε κοινούς βραχείας σύνδεσης
Επιτρέψτε μου, να υπάρχω ορατός πάντων
σα συντριβή αεροπλάνου με ανεπιβεβαίωτο αριθμό νεκρών επιβατών
Κι αν δε μου επιτρέψετε, θα κινούμαι πασιφανώς νεκρός
δίχως συντήρηση τρομακτικός
με αντίο ψιθυριστό, σα ρέμβη φθινοπώρου.

*Σ’ όποιον κυκλοφορεί, λένε οι αφελείς, επικίνδυνα
γιατί αβόλευτα καπνίζει
*Στην Κατερίνα Γώγου,
την Ποιήτρια, αφιερώνεται
κάθε τακ, κάθε επόμενο - παραστράτημά μου στην εν τη τάξει ζωή,
καθώς αρνούμαι τη συνήθεια των καθωσπρέπει γονατιστών ψιθύρων
- ακόμη και στους πλάγιους, γαβγίζω συνεχώς -
τακ και Πέντε Ανάσες μου - δίχως καλσόν καβάλα στους χρόνους.
ευχαριστώ την Ποιήτρια Μαρία Ροδοπούλου, για τα τιμητικά της λόγια για τούτους τους παλμούς μου στο περιοδικό "σοδειά" http://www.sodeia.net/2014/12/blog-post_9.html, μα και για όσους που με άκουσε
ευχαριστώ όλους όσους με τιμούν με την παρουσία τους στη ζωή μου -
εκείνους που με πιστεύουν ευχαριστώ
κι Εσένα , που πίστεψες απ' την αρχή στο σκισμένο καλσόν κι ας έμεινε, φαινομενικά, πίσω μια εικόνα - καμιά εικόνα δεν ξεμένει της ζωής, κι αν κάπου σκαλώνουν νότες, είναι που θα τρέξουν οι χείμαρροι. νομοτέλεια.
και τέλος, η πορεία συνεχίζει την αποστολή της.
το πέμπτο μου αυτό βιβλίο είναι αφιερωμένο στην Μεγάλη Ποιήτρια της ψυχής μου, την Κατερίνα Γώγου.

**Πατεράκη Ευαγγελία κι αμετανόητα Προμηθεύς Πυρφόρος**


Προλογίζει η Μαρία Ροδοπούλου:
"Η ανατρεπτική Ευαγγελία Πατεράκη επιστρέφει στον έντυπο χώρο με μια καινούργια 'εκρηκτική" ποιητική συλλογή. Φλογοβόλες λέξεις, επώδυνες έννοιες και στο σύνολό της μια γραφή που προκαλεί και ξεσκεπάζει. Η ποίηση της Ε. Πατεράκη δεν έχει σκιές, δεν έχει διακοσμητικά χάδια και δεν είναι 'ευπώλητη'. Σίγουρα δεν 'χωνεύεται' εύκολα από τα αδύναμα στομάχια των μικροαστών. Είναι η ποίηση που μιλάει έξω από τα δόντια χωρίς να αποζητά την αποδοχή ή την επιδοκιμασία.
Η ποιήτρια τολμάει την αυτοέκδοση σε μία εποχή που όλοι ψάχνουν απεγνωσμένα την 'στέγη' έστω και με ακριβό αντίτιμο. Σε λίγες μέρες η επαναστατική πένα της Ευαγγελίας στα βιβλιοπωλεία. Μόνο για αναγνώστες που δεν φοβούνται την ανατροπή και τους χαμένους, για πάντα, πόντους στο ‘σκισμένο καλσόν’ τους."

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

αερικά

  
σκουριασμένα τσεκούρια στις σάρκες μας διοικούν τα μυαλά μας.
σάπισαν οι σάρκες.
φρίττει ο χρόνος. μας αφήνει πίσω. στη λήθη η κραυγή.
εξ αέρος ρίψεις κρατικής μαλακίας. με πατινάζ στο χάος.
αηδία οι θεωρίες στους τόμους. μπλεχτήκαμε στα κόμματα με άνω την τελεία. και
τα αποσιωπητικά, μας μαστούρωσαν. χρονοβόρες οι παραισθήσεις μας, και πιάσαμε χορούς. στραγγίξαμε χοροί κι αποθανατιστήκαμε καρνάβαλοι.
το παιδί μας, μεγάλωσε. μας φτύνει τη φυλακή του κατάμουτρα. ξεχάσαμε την απεργία, και το παιδί το κρεμάσαμε σε ερείπια πόλης βιασμένης. βομβαρδιστικά στο πιάνο της ψυχικής μας ελίτ- αποπνικτική δυσωδία. με κορδέλες, για εγκαινίαση του βούρκου μας.
το παιδί μας σαλπάρει. καπετάνιος του είναι του, γρατσουνίζοντας το λίγο μας φαγητό μπαγιάτικο. τότες που ο πιανίστας - καρδιά μας, προδόθηκε απ' το διχασμένο μας εαυτό.
το παιδί, άντρας, ε;! το βλέπεις; το παιδί άντρας!

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Άναρχα


ονομάζομαι Αναρχικός, και είμαι ο τρόμος της Αδικίας τους.

η Σταύρωσή μου, από καταβολής κόσμου, για να θαφτεί η Αλήθεια ότι εν Αναρχία Εποίησεν Άναρχος Ποιητής.

είμαι Αναρχικός, και άναρχα πράττω, διατηρώντας υπόγεια ρεύματα συντριβής της απιστίας τους.

ο θάνατός μου, σε δημόσια θέα, για τα βατικανά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην εν τάξει αταξία τους.


*σε κάθε ελεύθερο πνεύμα.

Προμηθεύς Πυρφόρος

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

συνταγές απολίτικες














η συνταγή της Ημέρας:

ανακατεύεις παρωδίες, ορμήνειες για πυρετούς και πονόλαιμους, ψυχοβγαλτικές εντολές, στιχάκια ημερολογίων, συλλογή ούρων επί 24ωρου βάσεως, ζωές καθημερινής επιφάνειας με ένα τσακ ζαχαρούλας - ίσα για να σπάει το ξυνό του μείγματος. επί μια ώρα καβουρδίζεις νταντέλες και φούμαρα, περιχύνοντας σαμπάνια - ολόκληρο το περιεχόμενο του μπουκαλιού, με μισή μεζούρα κονιάκ της παρηγοριάς -, βάζεις το δάχτυλο _όχι στην πρίζα_ στο αυτί σου - συλλέγεις το κερί του ακουστικού σου οργάνου, μετά μπήγεις το δάχτυλο στο μάτι του λαού σου, πετώντας του το μάτι έξω, χτυπάς ένα αυγό από αλανιάρα κότα - για την αναρχία της τέχνης σου (σημάδι του καλλιτεχνικού σου ταμπεραμέντου), σαλιώνεις τη χούφτα σου και αυνανίζεις τη φαντασία σου (δεξιά χούφτα, με την αριστερή μουντζώνεις τους χάνους σου), πεοθηλάζεις τον καιρό - στην αιδοιολειχία της συνταγής εκτοξεύεις πανηγύρια -, κάνεις το σταυρό σου και πεθαίνεις ατρόμητος, έχοντας πράξει το ανέφικτο: εκδότης "λογοτεχνικών αριστουργημάτων", με περιοδική τρέλα.

οι καιροί κατέρρευσαν, κι η χώρα πεθαίνει. Εταιρεία Ελλήνων παπαρολόγων. όσοι πιστοί προσέλθετε. η μύηση είναι ανώδυνη, και το fb διαφημίζει ασταμάτητα. καμπαρέ βλήμα
*η βροχή, μου απιστεί και τρελαίνομαι*

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

πνευστά ανυπόταχτα

Πυρρίχιος κρατιέμαι πνευστός
και αδυσώπητη Νύχτα μου δίνεις
σε τρέμουλο της φωνής σου, πριν το φόνο μου μαχαίρι,
γιατί τα θέλησα Πάνας, σε ανυπότακτη τελετή ζωής,
αναρχικός δύτης στου κορμιού σου το σπάραγμα,
σκίζοντας κατασκευασμένους βατήρες,
ενώ μετρούσες τα δάχτυλα
- δέκα και ξέχναγες τα κεριά μου που έλιωναν.
Το κοίταγμά σου κενό
στο κοίταγμά μου κραυγές ανυπόδητες
Και να πίνω "θέλω" και να μένω γυμνός
στα μαστίγια των φόβων σου
Να ξεκουμπώνεις με ταχύτητα σκότους τα μάτια μου
εξοστρακίζοντας τα φιλιά μου.
Μαχαιρωμένο σκυλί σε επτά ουρανούς
σταματώ να γρυλίζω. Δεν απορώ.
Τετραπληγικές οι κλήσεις σου
κι η γλώσσα μου ανείπωτα υγρή στις μνήμες των παρακλήσεών σου
να τινάζει τα γράμματα αστέρια στους αιώνες,
κι εσύ να μένεις σκισμένο δέρμα,
από πολυχρησία φοβική.
Σφαδάζουν τα εννιά κορμιά μου
στο φόνο μου το δόλιο
κι η υπεροψία σου σε βάση σαθρή,
ακόμη μαχαιρώνει αιθερική σκιά -
τον αιθέρα μου στη φυσική σου αύρα
να τρακάρω το χρόνο
και να μένω κέδρος
για Σένα, στην κόλαση των συμπλεγμάτων σου,
επτά του Νοέμβρη, ελάχιστα πριν το τρένο σαλπάρει.

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

σκοποί διαιώνιοι




ανάμεσα σε ηθική κι ανηθικότητα, τ' αδιέξοδα Όχι σε μονοσύλλαβα Ναι, θέλουν Πνοές να υπερβούν το σαδισμό της προφοράς και πράξεις να γενούν - έτσι, χανόνται οι ανάσες μες στα μολύβια και μπλοκάρουν τις αντιστάσεις.
όσοι βρισκόμαστε δεν έχουμε σταθεί ποτέ στων γραμμάτων τις πλαγιές, κι οι λεωφόροι τους δε μας τρομάζουν. ούτε στις γωνιές τους στριμωχνόμαστε για να καπνίσουμε στα κρυφά - άσαρκα σαρκωμένοι ράβουμε τα χείλια και πιάνουμε τον κασμά. οι τοίχοι υποχωρούν στο σφύριγμα και στο πάθος.
κάθε που γεννιέμαι σφυρίζω σκοπούς διαιώνιους, ν' αγγίζω άκρηες, να φυλάττω τις άκρες μου, εισχωρώντας απ' το περίγραμμα των χειλιών σου στο στόμα σου. καιόμενος στη λάβα σου δεν υποχωρώ, ερωτευόμενος την έννοιά σου. με εξέγερση των μορίων μας, μιλημένα αμίλητα τα κορμιά σμίγουν πέρα απ' το φράγμα του απόλυτου. άναρχοι ταξιδιώτες ξηλώνουμε τα δήθεν καλλιγραφικά παραχάραξης των γραμμάτων, από μια Ιστορία που επιβλήθηκε από μια αρχή της άβυσσος, και πλατσουρίζουμε γυμνοί σε συμπαντική θάλαττα.
Εσύ κι εγώ. Μαζί φέρουμε την ηδονή του άχρονου έξω απ' τη σκόνη των αθλίων.

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

άγρυπνες φυλακές



















δε γουστάρω να μ' αθωώνει ο κόσμος σου -!-
τυφλός σέρνεται και απορεί συνεχώς..
πώς αγαπώ -;-  πώς φιλώ -;- πώς φιλιώνω με το κύμα έξω απ' τα μπουρδέλα των συναθροίσεών σου, σε μιας φυλακής το παράλογο, κι ενός κενού την πυγμή -;-
στα μυστικά σου κοιτάγματα, που πετιούνται τα μάτια των πουλιών σε πάγκους παζαριών, μοναχός γκρεμίζομαι / σκορπίζομαι σε χορδές σπασμένες / και διαμοιράζομαι / δέκα κουρέλια νύχτα στα άστρα. - εκεί ο Ωρίωνας με συνεπαίρνει και ξεκουράζει τη φαντασία μου.
εσύ μη μ' αθωώνεις -!- κι ούτε να μιλάς τη σιωπή σου. η ντροπή του κόσμου σου, αποτρέπει τη ζωή μου στους επιζώντες. / κι έτσι με βλέπεις νεκρό από τοίχο σε τοίχο - / δροσουλίτης στα μέσα των φθινοπώρων / λίγο πριν το χειμωνιάτικο στεναγμό. /
*ο Σείριος ξενυχτά στα καμώματά μου. Η δικιά μου αποκάλυψη με την τελευταία μου ανάσα· μια γλώσσα ανήκουστα υγρή, να ρέει εσώτερη φυλή ανεπεξέργαστων μύθων. Μόνο μη μ’ αθωώσεις -!- κρύψου πολύ! Αιμορραγούν οι κατάρες και σ’ ερωτεύομαι κι άλλο. Τόσο, που θα λεν: «ένας Νεκρός και λάλησε τα σκήπτρα.»
 Εσύ κρύψου στους εκατό της μοναξιάς αιώνες – / κοσμική παρένθεση λεπρών δευτερολέπτων - / πριν το χορό σου - πρόκληση / κι αναπάντητη θηλή τα ερωτήματά μου / με ξένη μας ρωγμή. / και τώρα, που φούσκωσαν οι τελετές, σκίζομαι μνήμα – καθρέφτη / που εντοπίστηκαν τα δάκρυα. / σε προσωπεία σάρκινα μια αλητεία που τρομάζει / όταν μιλώ, το ρεμάλι σου, κι / εσύ πόρνη άδολη, / όταν φιλώ, η αποφυγή σου, / κι εσύ κρυψώνα της γύμνιας σου. / κρύψου σου λέω! Ένας νεκρός γαβγίζει στη φυλακή σου αιώνες αιώνιους / σε μνήμες άγρυπνες. Κρύψου κι άλλο!*

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

αναδυόμενα χιλιόμετρα



Όταν εγώ ήμουν εδώ, εσύ θυμόσουν εκεί  -
αφηρημένη έννοια χτυπημένου πάθους
που μαράζωσε το ρυθμό -
Κι όταν εγώ περπάτησα εκατόν ογδόντα,
με μοίρες τυφλές σε πορεία οίστρου,
εσύ ξεχάστηκες στο γρύλο του χρόνου
Κι ας φώναζα – χρόνος δεν υπάρχει –
άκουγες απόκρυφα -;- άκουγες, γδούπους τίποτα.
Τα ραντεβού στα τυφλά ∙
κλεφτρόνια, μου ρήμαξαν τα ράφια.
Φλογερά δειλινά ανάβουν τις φλέβες μου
και σπάραγμα φυγής
καπνίζει το θεό μου
Ξεστρώνω δρόμους νυφιάτικους
με ξυπόλητα πόδια
σ’ επικείμενη γάγγραινα,
και κλωτσάω το χθες μου
σε εγκατάλειψη νηστικού
στις καπιταλιστικές πολιτείες.
Γέλια τρομαχτικά μάγιστρου ναρκομανή
τρυπάω με τα τακούνια
που οι γόβες κράτησαν τις παλάμες μου
σε θερμοκρασία υπέργεια
σε τόπο υδάτινο,
που φωλιάζουν οι αγκαλιές σου
Τα υγρά σου τρέχουν κύμα
στους νευρώνες μου
μ’ εφτά αλόγατα σε αστρικές συνδέσεις,
να λένε πως παραλογίζουν το φεγγάρι μου,
που κρατάω φωλιά τα μυστικά μας.
Κι είμαι κι εκεί, κι εδώ -
αναδυόμενα χιλιόμετρα,
σε νύχτες άπειρες,
μια Νύχτα, που θυμάσαι. _

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

μαμά -!-................



Το μεροκάματο της μάνας, να τρυπάει
τοίχους με συρματόσχοινα να στεριώσει ρούχα
Ξεχασμένη σε διαδρόμους ανύπαρκτους να πλένει εμμηνόρροιες
σ’ ερμητικά κιτάπια
Μάταια πλανιόταν σε άσματα – πολεμικοί ήχοι βούλιαζαν τα
μερτικά της
Τα νέφη όταν ξεθώριαζαν, χανόταν η μάνα
Πουλιά νεκρά τα χέρια της χάιδευαν τα μαλλιά μου
Οι κόκκινοι σταυροί όσο κι αν την έψαχναν
η μάνα πολιορκούσε μια πεταλούδα τα σούρουπα,
που βάραιναν τα σύννεφα απορημένο «αχ» σε
κρίμα καταραμένου, που ράφτηκε απουσίες και φραγή
Τις νύχτες που πηδιόταν το σύμπαν
η μάνα ακολουθούσε την πομπή με
λιτανείες σε ήμερα βουνά ντυμένα Πάσχα
Τα Σάββατα μαδούσε τα μαλλιά της
αγέρωχη, σα να καυτηριάζει τις πληγές,
που κρύφτηκαν απόκριες
Μέρα του ήλιου δεν υπήρχε
κι ο πατέρας λήστευε τη μήτρα που τον γέννησε
κι όταν η μάνα γέννησε εμένα πέθανε
κι όταν πέθανα εγώ γέννησα μια πληρωμένη μάνα
κι άξαφνα, στ’ ανοιχτά που βρέθηκα - ένα στήθος, μια
πιπίλα ανέγγιχτη,
ένα θωρηκτό, το αιδοίο σφιγμένο – μαγκωμένο σε πόρτα ντροπής
-
πόνεσα το αιδοίο. Κάθε στιγμή διψώ νερό αλμυρό. Πίνω κονιάκ
κι αντίθετες απόψεις με ήχους λιμανιού – συνήθεις κινήσεις ναυτικού, που
ξέσκισε τις θάλασσες,
και πίσω ποτέ δε γύρισε.

Η μάνα τώρα ψάχνει για φως –
τρομάζει τα βράδια και φοράει ένα σκισμένο καλσόν στα
δάχτυλα,
σα να ΄ναι δρόμοι που δεν περπάτησε,
σα να ΄ναι γιορτή που κράτησε στο συρματόσχοινο
με τ’ άπλυτα ρούχα.
Γυρεύω λουλάκι -!- Γνωρίζει κανείς -;-

(από το υπό έκδοση: "το σκισμένο καλσόν" - εκδόσεις δραπέτης)

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

αιμάτινη ιαχή



τότε που έπρεπε - το τώρα στο χέρι ∙ κλειδί χάλκινο, με
τέσσερεις ρόδες, και ουρανό χιλιομέτρων, σε απειρογώνιους ορίζοντες μ’
αιμάτινους θυρεούς  - να θυμίζουν
περίβλημα - εκείνο που πέρασε σε νυν της δίψας. με κινητήρα υπερκόσμιων τινάζω
ύψη, φουσκώνοντας ύψη στο στήθος, που δε λούφαξε σε βόλεμα επαιτικών φιλιών -
λεύτερος σε μυσταγωγική χορογραφία καταιγίδας, κι ανεξάντλητος μεταφυσικός -
φυσικός κι επίμονος ερευνητής, γι' αυτό δεινός δύτης σ' αινίγματα τούνελ, που
στηρίζονται οι περπατησιές.
κι ας αρουραίο, με λένε, που χάνομαι τις νύχτες - χαϊδεύω
και πάλλομαι σ' επτά συντριβές με τριβές και σπίθες, βυζαίνοντας ρώγες ατίθασες
που χλιμιντρίζουν Ιππολύτη. 
σαν ξημερώνει δε γονατίζω στο εννιά. το ερωτεύομαι κοιτώντας
το στα μάτια, κι αυτό μου μιλά μελωδικά - μια εξαϋλωμένη μελωδία, σαν κορίτσι υπαρκτά
φανταστικό (και μήπως φανταστικές δε μοιάζουν οι εκστάσεις -;-), που κάπνισε
λυγμό κάτω απ' το δέντρο που κρεμάστηκε ο δίδυμος θεός, κι αμαρτωλό αναμάρτητα
γδύθηκε με πόδια ανοιγμένα, με ουτοπικό παράστημα και μια αγκαλιά υπέρ των
πάντων, κρατώντας μαχαίρι, λοστό, και αίμα. πίνω το αίμα, μαχαιρώνομαι, κι
ελίσσομαι ανάμεσα. μια ρεματιά ορμών ο θεός, που κρεμάστηκε. πνίγομαι και φεύγω
μένοντας σε παντού – ανίατος ιππέας – και ιππεύομαι με κινητήρα ορμής, κι εσωτερικής
ερωτικότητας, με μια Ηώ, μια Ιππολύτη, με Ζώνη κύκνειας προστυχιάς στην αυγινή κραυγή των μυστών.

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

δίχως τίτλους

τους τέλεψε η μαγεία, σ' ένα βαθύ νοτισμένο
φιλί / έτσι φτηνά. έτσι τιποτένια. σαν άνθρωπος δίχως πρόσωπο. μια
επιφάνεια λευκή. σελίδα άγραφη. μια εμπειρία από ΄κει. μια εκπλήρωση
ανάγκης τους- στιγμιαία. ναι -!- σαν καφές, που δεν ήπια ποτέ μου, ως
ανυπόκριτος σε όλες μου τις ζωές. όχι, συμφέρον. όχι, ψέμα. με δίχως
μάσκες, να χαράζω πορείες. να ανοίγω φτερά. να μη μοιράζομαι, αλλά να
δίνω το πάντα μου. να μάχομαι. πολεμιστής και κωπηλάτης. δε με χωρούν οι
τόποι. δε με χωρούν οι χρόνοι. δε με
κρατούν τα γήινα - πόσο τρομακτικές οι μάσκες των ανθρώπων -!- πόσο
τρομακτικά τα λόγια τους, τα όνειρά τους – εφιάλτες. Και πόσο όμορφα να
τα ψιθυρίζουν, όταν είναι να σου πάρουν..
ναι -!- δεν έχει τόπο εδώ,
ούτε και χρόνο. φιέστες άδειες, που λένε, ποιητικές οπτασίες. Έτσι,
λοιπόν, μαγικά ξεμπερδεύω. Μαγικά και μάγκικα, να τους αφήσω κάτι να
λένε. Να περνούν οι τρομαγμένοι δρόμοι τους, με τους φρικτούς ίσκιους –
βρυκόλακες – βαμπίρ και λιγοστό τους είναι…

κι όμως, ο Γιάννης ο φονιάς, φονιάς δεν ήταν. τον φάγανε μπαμπέσικα.