Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

καταγγελία



Εσείς που γλύφετε το βάθρο - ποιητές -
και απαγγέλετε μέσα στο
θλιβερό όχλο φιλολογούντων αναλυτών, και
δηλωμένων πιστών με το βραβείο στο στήθος,
κείμενα νεκρώσιμων μοιάζετε στους
στύλους του ηλεκτρικού και στα ντουβάρια, κι
ας ρέει χρήμα χειροκρότημα στο βήμα σας.
Εσείς είσαστε οι Φαρισαίοι και οι Ρωμαίοι σαδιστές,
ο όχλος σας οι καταδότες
Μυρίζετε χαλασμένο αίμα στα καρφιά, και
οι παρουσιάσεις σας συγκέντρωση μνημόσυνων -
στημένοι όλοι στη σειρά,
σαν τα κοράκια να
ρουφήξετε μια στάλα από το
αίμα της σταυρωμένης Τέχνης -
κάτι σα σύνταξη ν' αρπάξετε
ρόλο στη ζωή,
σφίγγοντας τη θηλιά εσείς, ή και
καρφώνοντας μαχαίρι στην καρδιά
του Άναρχου Ποιητή που
έτρεξε με τους ανέμους
ρίμες πανανθρώπινες και
πέθανε μόνος σε κάποια πλατεία.
Γύρω ο κόσμος του καπνίζει ναργιλέ.

Σας καταγγέλλω καταγελώντας σας-!- ___________ Πατεράκη Ευαγγελία κι αμετανόητα Προμηθεύς Πυρφόρος ______________

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

οι αλλιώτικοί σας δικοί μου



Έτσι είναι οι φίλοι μου
Ξεθωριασμένα πανωφόρια στο
τέλος του ά κοσμου σας
Τριμμένα στιχάκια στη μέσα τσέπη, που
βγάζει στις φλέβες - ξέφωτο
Αυτοσχέδιες βόμβες στα
σανίδια των θιάσων σας
Περνούν απ' τα μπουρδέλα σας και
φτύνουν εμετό στο βελούδινο πνεύμα σας -
τους μυρίζει γαλλικά αρώματα
πάνω από μπόχα μεσαίωνα κι
ανατριχιάζουν
Ύστερα αγκαλιάζουν πόρνες με
δάκρυ καρδιά
για να διαιωνίσουν το είδος τους -
ιερή αποστολή του πυρός του αιώνιου -
Δεν θα μπερδευτούν ποτέ στα πόδια σας -
αποστρέφονται τα φιδίσια υποδήματά σας.
Αν τύχει και σας συναντήσουν
κάνουν αλυσίδες τα όνειρα, να
σταματήσουν τους εφιάλτες σας.
Δεν έχουν όνομα και
ανταμώνουν σε κατακόμβες, γιατί
οι προβολείς σας τους λερώνουν τα φιλιά
Γρέζια στα μάτια σας οι δικοί μου φίλοι -
κάτω απ΄ της
επαφής σας τους έγχρωμους φακούς.
Μολυβένιοι Εραστές οι του είδους μου φίλοι
Λέσχη σεισμών
κάτω απ' τα λίπη σας..

Επειδή κι εσύ, αλλά
κι εσύ, κι εσύ θα απορείς..
αυτοί είμαστε οι δικοί μου
κι εγώ.
Το δικό μου είδος
δεν προσκυνά -
άκομψο να σέρνεσαι στο χώμα, ή
στα τέσσερα τάζοντας αυταπάτες
γι' αυταπάτες και
δόξες μάταιες. ______________ Προμηθεύς Πυρφόρος

(αφιερωμένο) _____________ Κατερίνα Γώγου - Μεγάλη μου Εσύ, το είδος μου, σε χαιρετά..

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

χωρίς επιστροφή

Θαμώνας των αιμάτων
ανυπόΜονος
ΑνυΠομοΝΩ στα ταξίδια, που επισΤρέφουν -
γυρισμοί δίχως δόξα
δίχως αρμύρα
ανέγγιχτα από φωτιά
Κρατώ μάχιμη φυγή
Ματώνω βραδινό ρου ορμής..

η απροσκύνητη

Εκείνο που με εξοργίζει πιότερο
είναι που και στην Πτώση
φοράς παπούτσια με ροδάκια οβολούς -
χρυσούς απ' τις βιτρίνες κοσμικών θιάσων -
σέρνοντας μαζί σου το λιγούρη μαέστρο, και
τη μαστρωπό Τέχνης με τα ξυλοπόδαρα της δόξας.

Ύστερα η Ποίηση είναι η μόνη επιβάτις του Χρόνου
σε βαγόνι καρβουνιάρικου -
ξεμαλιάρα και τουφεκισμένη,
ρακένδυτη και βιασμένη -
να φανταστείς αρνήθηκε τις ακτινοβολίες,
κι ο καρκίνος τη μίσησε.
Της έχουν πέσει τα δόντια, και
μόνο ένα, που με πείσμα κράτησε,
σκάβει κενό - αγρότισσα
φυτεύει σπόρους αστεριών.

Φωτογραφίζω το Άπιαστο
Στις διαλέξεις σου παραπέεις.
Σφράγισε τα παράθυρά σου -!-
Φυσούν φωτιές οι βιασμένοι..

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

άτιτλο

Τότες που
μοίραζες τους ρόλους
αρνήθηκα να υποδυθώ το
θλιμμένο σου ζητιάνο,
το κρεβάτι σου,
το χειροκρότημά σου.
Μα εσύ ήσουν οι ρόλοι όλοι, κι
έγινες ο θεατής μου.
Στην έσκασα, ε;

Άνεργος προφήτης δηλώνω
με στίχο σουγιά, για
όποιον τολμάει την
αυτοχειρία των υποκρίσεών  του.

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Αυτό Ήταν

φεύγεις άδειος
γυρίζεις απρόσμενος
και πιο άδειος.
συντονισμένος
με άστεγους χορούς
με άσφαιρα μεθύσια -
δίχως απάντηση στο
μήνυμα του πάγκου. που
σφύζει αλκοόλ
και ρίγος καλυμμένο.
οι ώρες
πάνω κάτω
αλύγιστες -
θαυμάστριες σαδισμού, χιτλερικά
σφυρίγματα, προστάγματα.
κι όμως τα παιδιά
ήταν εκεί -
δυο μέρες και δυο νύχτες.. εκεί. φυγάδες
εγκυμοσύνης παραβιασμένης.
φτάνει μια ρακί. κι
ίσως ένα κέρασμα,
κι ίσως ένα φιλί -
νοητικό..με νεύματα..έτσι, αρχίζει
να σπάει ο πάγος.
συνάντησέ με -!-
φεύγω πολύ.
συνάντησέ με -!-
μ' ένα στριφτό, για
να ΄ναι καθάριες οι αποφάσεις.
θεέ μου..οι αποφράξεις πλήθυναν -!-
πού είναι η αγάπη -;-

της Άννας Μαύρο..
έτσι απλά..Άννα Μαύρο..

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Σε λέω "φεγγάρι μου"

Κι είναι σαν άξαφνα πιρουέτες να γλιστρώ σε χρόνο αλήτη.
Ώρα μηδέν, και κάτι ακόμη νότες αστροφεγγιά.
Σε παγκόσμιο θίασο μ’ απόκρημνες μέρες. Σε ψάχνω.
Νύχτες φευγιά, απόφαση αστραπή. Ξεφεύγω τα ορισμένα. Είναι οι νύχτες κομμάτια σπαρμένα στην πλάνη του μυαλού μου. Εμπύρετος τρελά, κι εντέλει χύνονται λάβα. Κάπως έτσι, ξύπνησα την πιο δικιά μου ώρα. Ν’ αγγίζω άστρα και να γίνεται Εσύ. Να χτυπά το τηλέφωνο και να πνέει Εσύ. Να πληκτρολογώ κάθιδρος και να τρέμεις Εσύ. Πόσα χ
ρόνια – σκαλοπάτια έπρεπε ν’ ανέβω για να ΄σαι Εσύ -;-
Πάντα σ’ έψαχνα
Θέλησα να σου πω, να σε ψιθυρίσω απόψε: «Φεγγάρι μου..», μα δίπλωσα σεντόνι τη φωνή, μην ακουστεί.
Πάντα σ’ έψαχνα
Τα βράδια, που είσαι μόνη, είναι τα βράδια της κατοχής, κι απαγορεύονται οι κρότοι. Την προηγούμενη της τρέλας μου, που δοκίμασα τις αντοχές του καθρέφτη μου – μετωπική η σύγκρουση – δάγκωσα τα γυαλιά να κρύψω τις αποδείξεις. Έραψα τα χείλια και δέθηκα στο κρεβάτι να παίζω το νεκρό στο τσίρκο της πόλης.
Και τότε σ’ έψαχνα πιο πολύ. Μα τότε, ακόμη δεν ήσουν. Είναι απρόσμενες οι γεννήσεις των ανθρώπων, για να ΄χει ενδιαφέρον το κύμα της ζωής. Έχω περάσει αιώνες κι αιώνες, μα σαν και τούτον δεν ξανά ΄χε. Είναι που ανεβοκατεβαίνουν τα σύμπαντα, για να προλάβουν τις εξελίξεις. Είναι που τα κτήνη πριόνισαν τους κορμούς των ζωών. Τα σκαλοπάτια μου, τραγικά κατεστραμμένα - απείρων ρίχτερ οι σεισμοί. Πάντα βράδια ανεβοκατεβαίνω με σκοινί απ’ το παράθυρό μου. Σκιά, σκιές και χάνομαι τις πιο δικές μου ώρες. Να σε ρωτήσω θέλω, πού και πώς -;- Πώς ήρθες να με βρεις-;-
Μετά τη σταύρωσή μου, να σου πω, σαβανώθηκα βρεγμένες μέρες, αναστάσεις δειλών, και τάματα. Είχαν όλοι θελήσει ν’ αποδιώξουν τα θαύματα. Υπεκφυγές ονείρων, κι Εσύ ερχόσουν τις πιο δικές μου ώρες, που είχες πει. Πού βρήκες και πώς -;- Είναι σημαδεμένα στα χέρια τα χνάρια -;- Να ΄ναι που θέλω στο όνειρο να κυβερνώ -;-
Σε ψάχνω. Εντολές χίλιες και δέκα ανοιγοκλείνουν την καρδιά μου. Διάπλατη αυλή με ίσκιους φιλιά. Να εισέρχομαι ιδρώτας σε πόρους – ναούς μυστικούς – κρυφά μονοπάτια για τους τρελούς. Μύστης μιας τρέλας, ανείπωτης εξορίας από τετράγωνα μυαλά, που στέγνωναν τη σάρκα, και έρημο γέμιζαν ανηλεώς.
Ήρθες. Ήρθες -;-
Η γλώσσα μου θεριό, με κεφαλίδα επιγραφή ατύλιχτη από γάζες. Παγωμένο το αίμα στη χαρακιά του στόματος. Πίσω τα κάγκελα βυθισμένων φυλακών στο γκρέμισμα της αναμονής. Είναι που πέρασα όλους τους αιώνες, κι οι ορίζοντες μετατοπίστηκαν, καθώς οι πόλοι αγρυπνούν στην επανάσταση.
Ήρθες. Θα σε φιλήσω με τα χείλη των ματιών – πιότερο βαθιά τα θέλω εκεί. Είναι χιλιάδες οι ορμές. Πώς να προλάβουν τα χείλη να κοιμηθούν όλες σου τις εποχές -;- Κι η γλώσσα βροντή, μα μην διστάσεις. Είναι που άλεσε σπασμένα τα τζάμια των μορφών μου. Καθώς που σε περίμενα αγρίευαν οι φλέβες, και λάσο γίνονταν να συλλάβουν το χρόνο το θνητό μου.
Σ’ έψαχνα πάντα. Κι εσύ τις πιο δικές μου, ζήτησες, στιγμές. Κι είναι ο χρόνος τώρα ο σωστός. Ακριβώς οι δείκτες. Οι δείκτες όλοι σημαδεύουν βροχή. Πες μου τώρα.. Ποια είναι η φωνή Σου -;- Πρέπει να κυματίσει ξανά η θάλασσά μου. Πάει καιρός, που τα καράβια μου άφωνα έσβησαν στην ξενιτιά. Να σ’ ακούσω θέλω. Πες μου πολλά στις σιωπές σου. Αύριο μπορεί να έχω διαγραφεί..
(αφιερωμένο) ____________ Προμηθεύς Πυρφόρος

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

στοιχειά



Σφιγμένη γροθιά στο τραπέζι. Στον απέναντι τοίχο ακινητοποιημένα τρία καπέλα - θεατρική παράσταση του κάποτε. Στρίβω τσιγάρο - κίνηση του σε λίγο, που θα αχνίσει η καύτρα του.. Ανάμεσα στους χρόνους – περί την πλάνη οι ανιχνεύσεις – θεατρίνου παλινδρομήσεις σε σκηνή πρωτόγονη. Τα φώτα γέρνουν άτρωτα, κι ας μοιάζουν νυσταγμένα – είναι τα νησιά που θέλουν δύσεις για ξεφάντωμα. Τρέχουν οι σελίδες και πάντα Αρχή. Θέλω να “Ξημερώνει” και στάζω ξΗμέρωμα. Αχ, βραχνή φυσαρμόνικα παίξε μου κι άλλο -!-. Πάλλονται τα στοιχειά. Κάπου αέρας, κάπου φωτιά, νερό πολύ – κάπως έτσι οι άνθρωποι κοιτάζονται – μεταξύ λίθων κι εκεί στο τζάκι, τα ξύλα καίγονται. Στα χέρια αφηνιάζουν οι αφές των υδάτων..