Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

πουλητάδες

Αχ, βρε, συστηματίες ποιητές / /τι κι αν αλλάζει η φορεσιά σας; // με την κάψα των γιορτών/ και τον βαθύ τον πόθο των βραβείων/ εδώ εγίνηκε η Αποκριά -/ κι όλο πη(γ)αίνει -/ ο βασιλιάς, οι αυλικοί, κι ο χαρτοπόλεμός σας,/ τ' άρματα και οι Άρπυιες, / στις τάφρους της Αυλής σας/ οι πένες σας,/ τα διαφημισμένα μεταπτυχιακά,/ ενίοτε διδακτορικά σας,/ στα έγκριτα τα περιοδικά/ η ζάλη των καημών σας/ Κι όλο πη(γ)αίνει/ η παρέλαση/ τυφλή, πυρακτωμένη/ Και τώρα / που γενήκατε και κριτικοί συνάμα,/ κονφερασιέ, τελάληδες, μαέστροι, πουλητάδες -/ ένα κοράκι ΄δω, ένα εκεί, ένα πιο πέρα../ Εδώ (ε)γίνετε η Αποκριά,/ εδώ πουλιούνται τ' άστρα./ Κάτω / βιασμένη η πόλη/ άδειασε από παιδιά._

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Στο Δήμο Μούτση, αφιερωμένο - Αιωνία η Μνήμη

Μια πόλη μέσα στην πόλη Πιο πέρα / ο κόσμος κοιμάται σε / κύκλους που σπάνε / και ανοίγουν λεωφόροι, / Δίχως τριγμούς, με κάστρα πέτρινα και / δρύινες πόρτες //μέσα στο ξύλο ο χορός των δρυίδων ξυπνάει τα νούφαρα// κι η λίμνη / ακόμη πιο πέρα / στο μέσα των Εσπερίδων / Μια Νύχτα φωταγωγείται νύχτας κενό - / με μήλα για μάτια και / χέρια σπαθιά / που στροβιλίζουν ύπνους / να διαβούν οι πόθοι, / χλιμιντρίζοντας, / οδοιπόροι / στων λίθων τις πλαγιές και / στις κορφές τους, / στο ιερό της αποκάλυψης, / με τ' ασημιά ταμπούρλα / στην άκτιστη ηχώ / απέραντων αμπελώνων / Με τα παιδικά μάτια θαμπά - / μνήμη στο στόχαστρο των πάντων. / Αιωνία η Μνήμη των πυκνών δασών, / της χάρτινης σαϊτας / στο αλφαβητάρι των χορδών._

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

“Για όλους τους σταθμούς που μας σήκωσαν” Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή “μνήμες ξωτικών”, του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου, εκδόσεις “Καλειδοσκόπιο”, 2023

Μόνοι μας είμαστε, στο θανάσιμο λάθος της υπεραστικής φυγής μας, απ’ τη σπαραχτική κραυγή της μνήμης - “μην ξεχνάς”. Μη με ξεχνάς που κρατώ μια πένα για ΄σένα, να γράφεις ανυπόταχτα για ΄μένα τα βράδια. Να γράφεις για ΄σένα, κι ας υπήρξαμε αίμα, κι ας βρέξαμε αίμα τις ιερές απορίες μας, τις πορείες μας και τις εξεγέρσεις στην αστική μυδρίαση με την πλήρη τάξη της ευυποληψίας των ανυπόληπτων πολιτών. Απορείς, που γέρνουν τ’ αστέρια τις νύχτες μονάχα. Που απεικάσματα – σπίθες – ακτίνες φωτός ναυαγούν στα βαθιά. Βυθίζεις την αφή με της οσμής την αίγλη, στα δαρμένα φεγγάρια από πειρατικές λιτανείες. Στις εξορύξεις ζητάς το Θεό ίσος προς ίσον, στου κολασμένου Παράδεισου να βάλεις φωτιά, για μια στιγμή, για ένα λεπτό, να γίνεις Εκείνος. Κι ύστερα, ισορροπώντας στο ποδήλατο το παιδικό, να φουμάρεις αντρίκεια - “κοίτα πατέρα!”, με δίχως χέρια μπορώ τις στροφές – ορθοπεταλιά στους εφιάλτες με τα φωταγωγημένα σαλόνια, τα πλαδαρά χαμόγελα του θανάτου, που ούτε καν μυρίζονται, στις κάλπικες φιγούρες σκονισμένων αγίων και θυμιάματα. Περιφερόμενος σε δαιμονικές πηγές – θαμώνας της αμαρτίας, με την αγιοσύνη του Οδοιπόρου και του Σίσυφου, που δεν έχουν το χρόνο της στάσης και νοούν το χωροχρόνο και το άπειρο του Σταυρού. Ιδρώνεις στρώνοντας ουρανό τα βήματά σου, για την γνώση του αμέτρητου στα σκληρά πεζοδρόμια, ακόμη και στων νεφών τα σπλάχνα. Ασκητεύεις, αδελφέ μου, στην Ποίηση, και μονάζεις στην Ουσία της ύπαρξης, με το μαύρο να βρυχάται στα βράχια, που αρνήθηκαν να ξαρμυρίσουν τους ίσκιους τους. Και θυμάσαι, τινάσσοντας το χρόνο στο εξώτερο το πυρ των πραγμάτων. Ξωτικό σε μνήμες ξωτικών, Γρηγόρη Χαλιακόπουλε, για όλα τα τρένα που μας προσπέρασαν, για όλους τους σταθμούς που μας σήκωσαν, για τις αποσκευές μας γιομάτες κεριά αναμμένα και θλίψεις αγρίων, που αμάρτησαν για μιαν αγιοσύνη, με δίψα καπνισμένου παιδιού._ Ευαγγελία Πατεράκη