Μην έρθεις
απόγιομα γιορτής
Γέμισα κρότους
Δε θα σ’ ακούσω
Άργησες πολύ
Δεν έχει άλλο
Κι η φωνή σου
ναυάγησε
Κράτησε
αποστάσεις ντροπής
της ιστορίας μας
Χρόνια δεν
έχει
ούτε αιώνες
ούτε ψυχή
Πώς να μετρήσεις
κομμάτια –
θρύψαλα -; -
Χάνεται κάποιος…
Κι εμένα από πάντα
μ’ άρεσε
να ερμηνεύω κινήσεις
και να κινούμαι –
Αν δεν το έμαθες
δε σε λυπάμαι
Πολλές φορές
οι άνθρωποι
δεν έχουν οίκτο
Τον αποστρέφονται
Ερμηνεύω κινήσεις
εξορύσσοντας
συμπεράσματα
αρνούμενος
Πρωτοχρονιές και
τέτοια άλλα
που παρεκκλίνουν
των ταξιδιών μου
Τάστο το χέρι της
καρδιάς μου
Η γλώσσα –
παλάμη αδάχτυλη
Και το βιολί
κρατά ήχους
μόνο για
στίχους δικούς μου
Εσύ δεν έχεις πια
Έμεινες.
Εκεί στο μήνα
που σ' άφησε
η βροχή
Και δε λυπάμαι
ούτε πονώ
Να χαράξω τη
γλώσσα μου –
εύκολο στη
νωπή σάρκα
να σκαλίσω δάχτυλα
Βλέπεις η
μαθητεία μου
στον κόσμο μας
το θνητό
βρήκε στέγη
στο μυαλό μου
Κι είναι που
πάντα το ήθελα
να μαθητεύω
και να πορεύομαι
Έτσι
ο πόνος
μου γίνηκε όπλο –
ξίφος αδίστακτο
Δεν κοντοστέκεται
Τρέχει βολίδα
Και σκίζει..
Σκέφτομαι
κάποια φορά
να επιχειρήσω
Ουρανό
και να ΄ναι βράδυ
Όταν εσύ θα κοιμάσαι
να κάνω σαΐτα το
κορμί
με τσακίσεις και φτερά
Εκεί να φτάσεις
δεν μπορείς
Είναι μικρές οι
αλυσίδες σου
Θα με θυμάσαι και
θα πονάς
Κι εγώ…–
Πως πάντα ο
άνθρωπος λάμπει
όταν συντρίβει
τη φυλακή του -!-..
Έτσι, άκου με -!-..
Μην κοπιάσεις για ΄με
Δεν μπορώ και
δε βαριέσαι
να επιστρέφεις άδεια
δίχως τάματα
και σμύρνα και λιβάνι -;-
Εκεί στο γύρω σου
έχεις όαση πολλή
Τόση, που
βούλιαξες
Μην κοπιάζεις
Ένα χαμίνι έζησα
Κοιμήθηκα με άστεγους
Ήπια φαρμάκι και
κρασί
και σβούρα έγινα
Τόσο πολύ
που γέμισα σκόνη
κι άνεμο
και βόλια
Μπαρούτι γυρεύω
και κραυγές
να ξεκλειδώσω ορίζοντες
Ο φόβος σου
μαραίνει
Κι αν
σ’ είχα ψάξει κάποτε
ήταν για να
σου τραγουδήσω
Δεν τ’ άξιζες
Μείνε στο φόβο σου
που όαση ονομάζεις..