Αγίας Παρασκευής,
στου Μπουρναζίου το πλακόστρωμα
εδώ που έδωσα ενέχυρο την ψυχή μου
κι άργησα να επιστρέψω τα αργύρια,
για ν’ αγοράσω ένα γέλιο,
δεν κρέμασα το κουφάρι μου
σε μια απ’ τις τέντες των «καφέ»
Έχτισα μόνο τόξο ουράνιο διακοπτόμενου φωτός
πάνω απ’ τις ουρές θαμώνων στο
«Ο λα λα» sex show, υπνοβατών νορμάλ
και παραλογικών λιγούρηδων.
Έχτισα κι είδα όνειρα,
όταν τσάκιζα τα οστά μου,
βυθισμένη στο όραμα,
σε τραπεζάκια, ας πούμε, ρομαντικά,
ανάμεσα σε υποπροϊόντα χάους
Δρόμοι φίδια,
που τους διάβηκα χιλιάδες φορές•
πότε σε Τράπεζες, κρανίων αδειανών υποθηκοφυλακεία,
πότε σε κίτρινους φακέλους ψάχνοντας κωδικούς εταιρειών,
μ’ εταίρες βροχές που ξεγελούσαν
την έρημη σάρκα μου, αποκομμένη
απ’ το βάναυσο μεγαλείο των γραφιάδων
Επιπλέον,
χάραζα τις ασφάλτους
με τα τύπου στρατιωτικά μποτάκια μου
και τις αλυσίδες, που μάτωναν τους αστραγάλους μου
Κι έγραφα ρυάκια ματωμένα
για ένα κομμάτι ψωμί
στο πεινασμένο μου στομάχι.