Στων ήχων το άβατο
εισέρχομαι
και στις ρωγμές του ατόμου
ενώ εξανεμίζω
την απόσταση - ένα δοξάρι δρόμος
από το κέντρο της καρδιάς
Και τότε ξυπνά ο ποιητής...
Σκύβω ξανά
στους διαδρόμους της νύχτας
Εκεί που οργίζεται η ζωή
κι αποζητά τη λύτρωση
Πάλλομαι με ήχους ξεχασμένους
αλλά γνώριμους
και το αίμα
ζεσταίνεται πάλι στις φλέβες μου
Ορμόνες στους νευρώνες μου
θ' αφήσω να ξεχειλίσουν
τα ποτάμια των ματιών μου
Σκοτεινές οπές,
πύλες της κόλασης
που μεθά το νου μου
Ακολουθώντας το ένστικτό μου
ν' ανατείλω το όνειρο το παιδικό
Να παλέψω με την άβυσσο
που ρίζωσαν τα σπλάχνα μου
και οι ορμές
Δίχως να γίνω δικαστής των πεπραγμένων
Να απλώσω τρυφερά το χέρι
και έτσι απλά
να με βρω