Υστερόβουλα πατήματα
στο πηχτό σκοτάδι.
Η χειράμαξα π’ αναστενάζει
κι ύστερα βυθίζεται —
αιώνια σιγαλιά.
Τα παιδιά ράγισαν
σ’ ένα κακοπληρωμένο αγκάλιασμα.
Μήπως ο καιρός
να πρόδωσε τα ωραία μας σώματα;
Κι εσύ Αίολε,
δυνάστη των ανέμων,
κοίταξε•
το πρόσωπο κάτω απ’ τη μάσκα
είναι το δικό σου.
Μια στάλα της βροχής
ερωτεύεται μια ανθισμένη ανεμώνη.
Κυλάει γραφικά
στον άδειο της λαιμό.
Τελειώνω μια έξοδο
στο μεγάλο σου σχεδιαστήριο
Το μελάνι χύνεται στο χαρτί.
Τα μάτια καρφώνονται
στο μαύρο υλικό.
Γκριζοπράσινη σιωπή
κι αποπειράθηκα να σε χορτάσω
Θα ’ρθεις να δεις
το πνεύμα των κυμάτων;