Όταν ο ξέγνοιαστος βαρκάρης
σκάλισε του πελάου την πυγμή
πάνω στο μουσκεμένο του σκαρί,
άφησε να του φύγει
ένα ήρεμο δείλι
στων ανέμων το στρατί
Και ’γω,
που ακόμη αγαπώ
την παράξενη τη φλόγα
των βλεμμάτων σου,
μια σύγχυση θα σπείρω
να τεμαχίσω μια καρδιά
και να κερδίσω
το μυρωμένο χρώμα
πάνω στης μουσικής τη νότα,
με μια κραυγή.
Αχ, οι τρελές έλξεις των πλανητών!...
Κι η Αφροδίτη δάκρυσε
όταν ο Άρης άστραψε
και χτύπησαν τα όπλα του
στο πλακόστρωτο των αιώνων
Κι οι νύχτες είναι το ίδιο ώριμες
κι ανώριμες
όπως διαβάζω μια φαντασία
στις σελίδες της καρδιάς σου
κι αφήνω να ξεφύγει
το βουητό της θάλασσας
απόνα κοχύλι,
που κατοίκησε
στο μέρος των χειλιών σου
σιωπηλά και δαρμένα.
Και γλίστρησα για πάντα στο νερό...
Άσπρο καράβι της στεριάς το γιασεμί
ευωδιάζει ακόμη
λίγα μέτρα πριν τη ζωή μου...