Δε με χωρούσε πια η Αυγή
Έδυσα
στην ανατολή της οικουμένης
καθισμένη στο Δίον
να ξεμπλέκω νεύρα
από κουβάρια μυελού και φαιάς ουσίας –
μνήμης λαβυρίνθων
και χωμάτινων δρόμων
Βυθισμένη σ’ ονειρέματα,
όταν τρυπούσα τοίχους
να φτιάξω διεξόδους στα νευρικά μου κύτταρα
Φορτωμένη πυρετό σαράντα
και δίψα ακατάσχετη,
μ’ αιμορραγία ανελέητη
στην οργανική χημεία της ψυχής μου.
Έδυσα, ενώ έσταζα βροχή
στο Μεγάλο Θρόνο του Ολύμπου σας,
ανάμεσα σε σχηματική παρέλαση βομβαρδιστικών,
όταν στα τούνελ του εγκεφάλου μου
πυροδοτήθηκε η προδοσία
σ’ ακολασίας βογκητά,
με νευρικούς διαβιβαστές, ας πούμε, ευκαμψίας.
Μάταια προσπαθούσα να καλύψω τους προγόνους μου,
καθισμένη στο θρόνο που έσταζε τύφο.
Τότε, έμπηξα βαθιά το δείκτη μου
στις κόγχες των ματιών μου,
κι ένα - ένα τα πέταξα
στον κάδο της ανακύκλωσης.
Ένα ροδόχρουν δειλινό χάραζε
στο ακαταλόγιστο πρωινό μου.