αφιερωμένο στον
παιδικό μου φίλο Βασίλη
Όσοι εισέρχοντο
στο εσωτερικό της ελπίδας
διάβαιναν έναν παγωμένο διάδρομο
που...
στέναζαν ρωγμές
Και πάντα
κάποιος από πίσω
έκλεινε την πόρτα
κλειδώνοντας την ανάσα
στο προαύλιο
Οι ρωγμές δεν έμπαζαν νερά
ούτε καν δάκρυα
έτριζαν μόνο συχνά
-διαστολή και συστολή-
και στέναζαν
Κοιτούσαν εξαντλημένες
λεκιασμένο μ' ιδρώτα διάδρομο
Αυτόν που οδηγούσε
στο υπερπέραν
της ζωής
Μύριζε μούχλα
και ντροπή ο διάδρομος
κι οργής άνεμος
κυκλοφορούσε
πάνω κάτω συνεχώς
Κάποιες φορές
έκλαιγαν βουβά τα παραθύρια
Κι εγώ τα κοίταζα βουβά
Κι απέξω κάγκελα πολλά
ξενιτεμένο τ' όνειρο
Αίθουσα αναμονής δεν υπήρχε
Δεν ήταν χώρος εκμαίευσης εδώ
Εδώ σφυρίζουν τα λουριά
που μαστιγώνουν
απομεινάρια αγγέλων
Κάποιες φορές
προσκυνούσαν
αλλοπαρμένες κραυγές
και φωτιές λάτρευαν οι...ρωγμές
Ποτέ όμως δε μούσκεψαν κανέναν
γιατί απ' την ελπίδα
η καταιγίδα
είχε από πριν περάσει.