Καθώς κοιτούσα το χαρτί
λησμόνησα το θάνατο
Είναι
που άδραξεν ο νους
Το περίβλημα της φαντασίας
Κι άρχισε τη ζωή να θρηνεί
Ξέθαψα
μυστικά δεσμών λησμονημένων
Περπάτησα σε ράχες αγριμιών
Ίδρωσα στήθη
Κι επιδέξια άφησα
να παραπέσει το κοίταγμα της λατρείας
μπροστά στα πόδια σου
Όταν έστρεψα το βλέμμα στα ύψη
οργίασαν τα νέφη
Κι ένα σύμπαν παράλληλο,
δίχως ερημιά,
αγέρωχα τραγούδησε λυγμούς
επικήδειους
Πού να σε βρω γιορτή μου;
Φυλάκισα την όαση
στην απομόνωση του ισοβίτη
και στρίμωξα την καρδιά μου
σε χαρακιές π’ άφησε δαίμονας
στο πάτωμα διχασμένης ύπαρξης
Κι όταν ολοκληρώθηκεν η γραφή,
χολή έσταξε
σε πολυπρισματικό όνειρο
Τότε ήταν που είχε νυχτώσει
κι ακούστηκε ο πυροβολισμός
Άλλο ένα παιδί
είχανε τάξει στο θάνατο
Τελικά, νανούρισα το παιδί