Ποίημα του πατέρα μου
Γιώργη Πατεράκη
Χαράματα εκίνησε
η καλομοίρα μάνα
και κάθισε στον αργαλειό.
Ύφαινε και ξανα ύφαινε
δυό στημονιές υφάδι,
του γιού του λεβεντόκορμου
να στρώσει το κλινάρι
Ως το ατελείωσε
ο χάροντας εφάνει -
κι αντί για κλινοσκέπασμα
του το ΄στρωσε σαβάνι
Αχ, κακομοίρα μάνα
στολίδια σου ΄πρεπε να φορείς
μα φόρεσες τα μαύρα...
Κουράγιο τώρα άμοιρη
την κόρη ν' αναθρέψεις
λεβεντονιό να παντρευτεί
κι ύστερα να...μισέψεις.