Το χώμα
υποχωρεί αργά ματωμένο
Μυρίζει βροχή
σε κάνει σπλάχνα του
Στην ιστορία υπόμνημα αφήνει
με έντονη πλάγια γραφή -
τη ντροπή να επισημάνει
ενός κόσμου άδικου
Στερεωμένου
σ' ένα κοτσάνι στεναγμών
κι ονείρων κατεδαφισμένων
Εκεί, που πνιγούν τις φωνές
δακρυγόνα χημείας εξελιγμένης
πώς θ' άντεχαν οι σκέψεις σου αγόρι μου
Πώς θ' άντεχαν τα μάτια σου;
Πύλες του Άδη έγιναν τα μάτια σου
Και το χώμα, απλά χώμα,
μνήμα γίνεται
να προφυλάξει τη λατρεμένη νιότη σου
Οι πλατείες
είναι κρύες για σένα
αγόρι μου...
Ο ήρωας γεμίζει τις τσέπες θειάφι και χολή
και δεν αγναντεύει Πανσέληνους
σε βράχους ιερούς λεηλατημένους
και κάστρα φωταγωγημένα
Μετεωρίζεται στα σύμπαντα
γεμάτος απορίες
κι ιδρώτες από μανάδες του μεροκάματου
κι αφήνεται δεμένος σε ηλεκτρική καρέκλα
για να πεθάνει με τα μάτια ορθάνοιχτα
σε πατρίδα που καταβροχθίζει τα καλύτερα παιδιά της!