Όταν φυλακίσανε
το κορμί μου
σ’ εκείνο το λαβύρινθο,
τα γεωμετρικά σχήματα
δεν είχαν καμιά θέση
στη ζωή μου.
Ούτε τα μάτια σου
θα συναντούσαν
την παιδική μου ορμή.
Τώρα θα ράψω στην κουβέρτα μου
τη σκισμένη σου θύμηση.
Ύστερα μια μελαγχολική έλξη
θα ράψω,
μετά το τηλέφωνο.
Δυο θολές εκστάσεις
καθρεφτίζονται
στην κατάφαση
της ματωμένης σελήνης.
Έχω πάντα στην καρδιά μου
ένα άδεντρο χωράφι,
με τη χροιά των κεραυνών
στη ράχη των αλόγων
Την τελευταία στριγκιά
του αδέσποτου σκυλιού
στο πλατύσκαλο τραγούδι των δεινών
Και το βέλος,
που τρύπησε το κασκέτο μου,
λίγο πριν ξημερώσει.