Όταν φιλούσα τη βροχή
κι ένιωθα
πως όλα τα νερά είναι δικά μου
μάζευα το χυμό της Αθανασίας
και δημιουργούσα.
Θα ΄θελα να ΄ναι πάντα φθινόπωρο
και να γέρνω στη νοτισμένη γη.
Ποιός όμως θα την ταράξει
να φέρει τα πάνω κάτω;
Σταμάτησαν το τρένο
λίγο πριν την ξύλινη γέφυρα.
Κάτω απ' τη γέφυρα
χάσκει τ' ορθάνοιχτο στόμα
της νεκρής πολιτείας
Κι ήρθε η ώρα
να δημιουργήσω τη φωτιά -
τολμηρή εκτίναξη
της σιωπηρής αμφισβήτησης