Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Η ποιήτρια, Ελένη Γιαννάκαρη

Η ποιήτρια, Ελένη Γιαννάκαρη* / “ Λάμψη των ορυκτών, αυθεντικών ήχων” Αν ρωτάς, “αν μιλάνε τα χέρια”, είναι που οι τόποι, που διάβηκε, κατέκλυσαν την ενδοχώρα της, κατέκτησαν τις φλέβες, ξεδίψασαν με αίμα και ίδρωσαν το μέτωπο, έτσι, που να στάζουν θάλασσα τα μάτια. Καθώς αντικρίζεις και ψαύεις, λέξη προς λέξη, το Ποίημα, τα δημιουργήματα, σαν ενιαία οντότητα το βιβλίο, μιλά αρχέγονες προσευχές με γλώσσα παλλόμενη μυστικά στο παρόν, κάτω από λευκό φως. Ράπισμα των φτερών στον άνεμο που γεννά εποχές, και στέργει ζωή, βήμα το βήμα που πίνει, γουλιά τη γουλιά, την ολότητα των φάσεων μιας Σελήνης ανεξέλεγκτης πνοής. Αρνούμαι να μετρήσω τους τίτλους, τους στίχους, τις σελίδες. Αρνούμαι τις χρονολογίες στο μέγα το λόγο. Αρνούμαι τον παρακείμενο της γέννησης του λόγου με τα αντίτυπα και τις εκδόσεις. Αρνούμαι τα υποσύνολα με τις κρεμασμένες αναλύσεις στον φιλολογίζοντα καθρέπτη της χωλής ερμηνείας. Αν μιλάμε για Τέχνη, ανερμήνευτες οι πορείες των πλοίων.. Νιώθω τους αγέρηδες ζώντων γραμμάτων, στο κλείστρο με τις ελαφίνες, το μοναχικό σπαραγμό, μιας μοναχικής φωνής, μοναδικά απλωμένης στο ξεφάντωμα του φωτός, τους καταρράκτες των παλμών, τα πατήματα της νύκτας στ’ αχαμνά πέταλα των λουλουδιών, τους βλαστούς των κυμάτων, τα σύννεφα. Οι λαβές των αγγέλων, με τις ονειρικές τις μορφές, στα ρόπτρα των ηφαιστείων, με ξενυχτούν με τη λάμψη των ορυκτών, αυθεντικών ήχων, που γεννούν τις έννοιες, και πριν οι έννοιες φανούν, μια ολάκερη κεντημένη ζωή, με μυρουδιές και χρώματα, ζυμωμένο ψωμί στα σκασμένα χείλη μας, στη γλώσσα, να χορτάσουν οι αίσθητες σύμπαν και ωδή και αλήθεια. Για τις λαβές των αγγέλων σου, για τη ζωή σου και την Τέχνη σου, ποιήτρια, Ελένη Γιαννάκαρη - για Σένα..! * Η ποιήτρια, Ελένη Γιαννάκαρη, έχει εκδώσει τη συλλογή: "οι λαβές των αγγέλων", εκδ.: 24 γράμματα, και ποιεί ασταμάτητα.* Ευαγγελία Πατεράκη

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2024

επιστροφή

στο βάθος του σκοπού, ο συνοριακός μύστης σημαδεύει - αςυνόδευτο δέμα το βάρος της καρδιάς - με την ανωνυμία των αλχημιστών στο ατίθαςο των κυμάτων / μια πέτρα, στην άβυσσο του αβέβαιου, αρκεί να διαλύσει το νου σε υδάτινα μόρια, με μια ματιά της τρίαινας του παραπέοντος βηματισμού. μέςα σε προδομένους θεούς επιστρέφει το δάκρυ από πνιγμένο λυγμό ανοχής στο σκοτάδι που εξαντλήθηκαν όλες οι αμαρτίες, όταν δικάστηκαν, απ' τη μια το φιλί κι απ' την άλλη το δίχτυ του παράκοσμου στην ένταση της παράκρουςής του. πορεία μηδενική σε όλα και τίποτα, με μηδέν σε όλα σε κούνια παιδικής χαράς - μπρος πίσω στο χύμα των αέρηδων μετά από νύχτες φωτιάς.

Σάββατο 25 Μαΐου 2024

Ένα βράδυ...

Να μαζεύεσαι τα βράδια νωρίς Τρομάζουν οι σκιές τα βήματα των σκιών, οι ανάσες τους πίσω σου. Να μαζεύεσαι Βιάζουν ακόμη και τα βλέμματα Αδειάζουν κι οι λέξεις, οι λέξεις τους και ντρέπεσαι Να φτάνεις με χίλια – Μη φτάνεις με χίλια – Να σου τραβούν το χαλί και.. μετέωρη Να κάτσεις! Τι στέκεσαι έτσι; Η καρέκλα δοσμένη Στον αέρα να κρέμεσαι Να καμώνεσαι πως κάθεσαι συμμαζεμένα, με τακτ. Να κοιτάς χαμηλά. Μην κοιτάς χαμηλά. Θα πέσεις Μην πέσεις – έχει λάσπες Και βρέχει Μη βραχείς και σε πουν… και βρεγμένη με λάσπες Να γελάς Μη γελάς. Με μέτρο! Ο νόμος του μέτρου. Να είσαι μέτρια Λίγο πιο πίσω Ποτέ στα ίσα Ποτέ πιο μπροστά Δεν είσαι ο διάδοχος. Για γραμμάτιο μοιάζεις. Θήλυ, μάλλον, ανεπιθύμητον. Να σε παίρνουν τα αίματα Είσαι βρώμικη. Να είσαι καθαρή. Μην παίζεις πια. Σε πήραν τα αίματα. Μη σε δουν που σε πήραν τα αίματα. Βάλε κραγιόν. Να τονίζεις τα χείλη. Μην κλαις. Να δείχνεις χαρούμενη. Είσαι κομμένη. Βάλε ρουζ. Δεν πρέπει να δείχνεις κομμένη. Να είσαι αγία. Δεν είσαι κι αγία. Δεν είσαι πόρνη. Να παριστάνεις την πόρνη και, να θέλεις χέρι – εσύ και το κρέας. Ένα βράδυ κατάφερε να του ξεφύγει. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Βρέθηκε πεσμένη μπρούμυτα το πρωί ξυλιασμένη έξω απ’ το φαρμακείο της περιοχής που δεν διανυκτέρευε Ακίνητη και άδεια, μ’ ένα πανί στο στόμα / ακόμη και νεκρή να μη ζητά / Μετρήθηκαν οι μώλωπες, οι μαχαιριές, απ’ τα σπλάχνα δεν έλειπε κάτι, απ’ την καρδιά μόνο, έλειπε το ρολόι κι ο μετρονόμος Δίχως ρολόι και μετρονόμο ξεπερνιέται ο φόβος. Δίχως φόβο μπορεί να ζει, ταυτόχρονα, παντού. Στις ειδήσεις είπαν πολλά που αρνήθηκα να συγκρατήσω / αφού, έλειπε η αιτία – το σάπιο σύστημα, τα δόντια της εξουσίας, κι οι πουλημένοι θεσμοί /. Με καθήλωσε μόνο μια φωτογραφία – Εκείνος που ήταν ο άντρας, κι οι άντρες δεν κλαίνε, κι εκείνη, η …. “πυρ, γυνή και, θάλασσα” π’ άξαφνα της ́σπάσαν τα νερά, και γέννησε μιαν ανελέητη βροχή._ Ευαγγελία Πατεράκη ευχαριστώ το Fractal για τη δημοσίευση https://www.fractalart.gr/ena-vrady/

Παρασκευή 3 Μαΐου 2024

στη μύηση των υδάτων

Ο ένας παρακείμενος που αποκαθηλώνει τις αισθήσεις μας και τα κατοπτρικά τα είδωλα / // Πώς μ' ένα φύσημα - η σκόνη της κενότητας ; ) (.. (!) Ο τόσο άδειος κρανίου ο τόπος.. και οι πεσμένες αυλαίες της όρασης..- ανούσιες οπές, δίχως το όραμα οι αφές των αγαλμάτων. Ο μόνος παρακείμενος που κραυγάζει την Ποίηση, ως ανεξάντλητη ροή υδάτων, μυθικής πηγής του άσπιλου όρους των πάντων, με τη γνώση της ελιάς στην παράφραση του χρόνου, με τον κατακερματισμό της μεγίστης σκηνής / που ο Ποιών εμποτίζει τον οίστρο του - αίμα και πυρ και λόγχη. Στον πλαγιανό τον ήχο, γοερά καρφιά οδηγούν στη μεγίστη των μυήσεων - ακριβή μου κατάδυση στην καρδιά των φλεγόμενων νερών./ : Τετέλεσθαι._

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

πουλητάδες

Αχ, βρε, συστηματίες ποιητές / /τι κι αν αλλάζει η φορεσιά σας; // με την κάψα των γιορτών/ και τον βαθύ τον πόθο των βραβείων/ εδώ εγίνηκε η Αποκριά -/ κι όλο πη(γ)αίνει -/ ο βασιλιάς, οι αυλικοί, κι ο χαρτοπόλεμός σας,/ τ' άρματα και οι Άρπυιες, / στις τάφρους της Αυλής σας/ οι πένες σας,/ τα διαφημισμένα μεταπτυχιακά,/ ενίοτε διδακτορικά σας,/ στα έγκριτα τα περιοδικά/ η ζάλη των καημών σας/ Κι όλο πη(γ)αίνει/ η παρέλαση/ τυφλή, πυρακτωμένη/ Και τώρα / που γενήκατε και κριτικοί συνάμα,/ κονφερασιέ, τελάληδες, μαέστροι, πουλητάδες -/ ένα κοράκι ΄δω, ένα εκεί, ένα πιο πέρα../ Εδώ (ε)γίνετε η Αποκριά,/ εδώ πουλιούνται τ' άστρα./ Κάτω / βιασμένη η πόλη/ άδειασε από παιδιά._

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Στο Δήμο Μούτση, αφιερωμένο - Αιωνία η Μνήμη

Μια πόλη μέσα στην πόλη Πιο πέρα / ο κόσμος κοιμάται σε / κύκλους που σπάνε / και ανοίγουν λεωφόροι, / Δίχως τριγμούς, με κάστρα πέτρινα και / δρύινες πόρτες //μέσα στο ξύλο ο χορός των δρυίδων ξυπνάει τα νούφαρα// κι η λίμνη / ακόμη πιο πέρα / στο μέσα των Εσπερίδων / Μια Νύχτα φωταγωγείται νύχτας κενό - / με μήλα για μάτια και / χέρια σπαθιά / που στροβιλίζουν ύπνους / να διαβούν οι πόθοι, / χλιμιντρίζοντας, / οδοιπόροι / στων λίθων τις πλαγιές και / στις κορφές τους, / στο ιερό της αποκάλυψης, / με τ' ασημιά ταμπούρλα / στην άκτιστη ηχώ / απέραντων αμπελώνων / Με τα παιδικά μάτια θαμπά - / μνήμη στο στόχαστρο των πάντων. / Αιωνία η Μνήμη των πυκνών δασών, / της χάρτινης σαϊτας / στο αλφαβητάρι των χορδών._

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

“Για όλους τους σταθμούς που μας σήκωσαν” Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή “μνήμες ξωτικών”, του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου, εκδόσεις “Καλειδοσκόπιο”, 2023

Μόνοι μας είμαστε, στο θανάσιμο λάθος της υπεραστικής φυγής μας, απ’ τη σπαραχτική κραυγή της μνήμης - “μην ξεχνάς”. Μη με ξεχνάς που κρατώ μια πένα για ΄σένα, να γράφεις ανυπόταχτα για ΄μένα τα βράδια. Να γράφεις για ΄σένα, κι ας υπήρξαμε αίμα, κι ας βρέξαμε αίμα τις ιερές απορίες μας, τις πορείες μας και τις εξεγέρσεις στην αστική μυδρίαση με την πλήρη τάξη της ευυποληψίας των ανυπόληπτων πολιτών. Απορείς, που γέρνουν τ’ αστέρια τις νύχτες μονάχα. Που απεικάσματα – σπίθες – ακτίνες φωτός ναυαγούν στα βαθιά. Βυθίζεις την αφή με της οσμής την αίγλη, στα δαρμένα φεγγάρια από πειρατικές λιτανείες. Στις εξορύξεις ζητάς το Θεό ίσος προς ίσον, στου κολασμένου Παράδεισου να βάλεις φωτιά, για μια στιγμή, για ένα λεπτό, να γίνεις Εκείνος. Κι ύστερα, ισορροπώντας στο ποδήλατο το παιδικό, να φουμάρεις αντρίκεια - “κοίτα πατέρα!”, με δίχως χέρια μπορώ τις στροφές – ορθοπεταλιά στους εφιάλτες με τα φωταγωγημένα σαλόνια, τα πλαδαρά χαμόγελα του θανάτου, που ούτε καν μυρίζονται, στις κάλπικες φιγούρες σκονισμένων αγίων και θυμιάματα. Περιφερόμενος σε δαιμονικές πηγές – θαμώνας της αμαρτίας, με την αγιοσύνη του Οδοιπόρου και του Σίσυφου, που δεν έχουν το χρόνο της στάσης και νοούν το χωροχρόνο και το άπειρο του Σταυρού. Ιδρώνεις στρώνοντας ουρανό τα βήματά σου, για την γνώση του αμέτρητου στα σκληρά πεζοδρόμια, ακόμη και στων νεφών τα σπλάχνα. Ασκητεύεις, αδελφέ μου, στην Ποίηση, και μονάζεις στην Ουσία της ύπαρξης, με το μαύρο να βρυχάται στα βράχια, που αρνήθηκαν να ξαρμυρίσουν τους ίσκιους τους. Και θυμάσαι, τινάσσοντας το χρόνο στο εξώτερο το πυρ των πραγμάτων. Ξωτικό σε μνήμες ξωτικών, Γρηγόρη Χαλιακόπουλε, για όλα τα τρένα που μας προσπέρασαν, για όλους τους σταθμούς που μας σήκωσαν, για τις αποσκευές μας γιομάτες κεριά αναμμένα και θλίψεις αγρίων, που αμάρτησαν για μιαν αγιοσύνη, με δίψα καπνισμένου παιδιού._ Ευαγγελία Πατεράκη