Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ

Ρωτάς-;-

Τώρα ρωτάς-;-

Έναν αιώνα που άργησα

να φύγω-;-

Έναν αιώνα που μάτωνα

που ήσουν-;-

Εγώ χαμήλωνα τους ίσκιους

πιο έντονα να φαίνεται

που έβραζε το αίμα

Εγώ βουτούσα την πυγμή

στου άνεμου το πιόμα

κι έξω απ’ τις πόρτες των θεών

σεργιάνιζα

κρατώντας τσίλιες

στα χέρια μου

ν’ αρπάξουν τη φωτιά τους..


Ρωτάς για ΄μένα-;-

Να με γροικάς σαν το πουλί

στου ανέμου την αντάρα

και σαν αρμύρα

στα χείλη σου

θαλασσινή


Κι αφού ρωτάς

και θέλεις να θυμάσαι..

θυμήσου με σα δειλινό

που γέρνει στο κορμί σου

Φλεγόμενο να με θυμάσαι

να σου ζεσταίνω την κάμαρη

και να σου σπέρνω όνειρα

Ένα καΐκι να θυμάσαι

στ’ ανοιχτά των νερών

με μια λησμονημένη

φυσαρμόνικα παιδιού

πάνω στις στοίβες με τα δίχτυα

Σκοινί να με θυμάσαι

που λύθηκε απ’ τον κάβο

και σέρνεται

στ’ άγριο το τσιμέντο


Χίλιες πληγές να βλέπεις

σε λάθος κορμί κι αγέρωχο

Μαστιγωμένες μέρες

σε ψυχή μήτρα φιλιών

Δυο μάτια βουρκωμένα

να θυμάσαι -

παράπονο τ’ αδίκου

που ήπιανε τη νύχτα

και σου φέξαν στο σκοτάδι

να μη χαθείς

μη ξεχαστείς κι αργήσεις ν’ αρμενίσεις…


Ρώτα, λοιπόν-!-

Για να θυμάσαι-!-

Στα σκοτεινά

αντάμωνα κορίτσια

Ξημέρωμα γεννούσα τα αγόρια μου

Κι ένα μαντήλι κόκκινο -

φουλάρι στο λαιμό μου

με μαύρα ρούχα

πυροβάτης οργισμένος

Μποτάκια

λυμένα συνθήματα -

τα κορδόνια

Κατρακυλούσα τα βράχια τους

να ΄ρθω να σ’ ανταμώσω

μ’ ένα κλωνάρι πυρετό

του πάθους μου λουλούδι


Ρώτα με-!-

κι αν θέλεις κάπως να με πεις..

Έρωτα κι Επανάσταση

και Προμηθεύ Πυρφόρο

Αυτά έχω ονόματα

Κι άλλα από τούτα

δε θα πω…

Θα φύγω…

Γιατί Εσύ

Εσύ έφυγες πρώτα…

Κι αφού το θες να θυμηθείς…

Θυμήσου με…

με δυο φτερά σπασμένα

που πετούσα


Χειμώνα και Φθινόπωρο

τότε να με θυμάσαι

Αγριεμένη θάλασσα

τρέλα μες το μυαλό μου..

από εκεί ανασύρθηκα

κι εκεί

φλεγόμενος

θα περπατήσω
μια νύχτα με φεγγάρι..  ____________

ευχαριστώ τη Φάνυ Πολέμη, για την απαγγελία της!..

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Δεν -!- ......σκέτα............

ΔΕΝ
ΔΕΝ Είμαι -!- Είμαι -;- Δεν έχω. Δεν θέλω. Δεν κατέχω. Κυλάω μονάχα μοναχός. Κυλάω -;- Δεν. Γνωρίζω -;- Δεν.
Κανέναν δεν βαδίζω -!-
Αρνητής των συνηθειών. Ουδέτερος -!- Στο κενό των πάντων αδιάβροχος - ασκόνιστα σκονισμένη συγκομιδή χρωμάτων ίριδας κενό.
Γελώ. Δε γελώ. Δε με βλέπεις. Με σβήνω. Ολόκληρος αχρημάτιστος τοκετός. Σβήστε με. Δε θέλω να μπορώ στο βυθό των συνηθειών. Είμαι το Τίποτά σας. Ο άλλος σας, ο αποκηρυγμένος σας φτηνός. ...Γιατί αν γίνω ...είμαι ο Τρελός -!-.. Σβήστε με λοιπόν!!!!!!!!!

__________ Προμηθεύς Πυρφόρος _________________

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

κάπως έτσι ξαναζώ..



Πάνω που
ράγιζαν τα φθινοπώρια
ένα αλκοολούχο δειλινό
καρφώνεται στη μήτρα της βροχής
Δάκρυα κρυώνουν
τον ερημίτη εραστή του
καθρέφτη μου
Κι ενώ συρράπτω το
πρόσωπό μου με
το πρόσωπό του
πονάω το γυαλί
και πνίγω τους λυγμούς
στα αίματα της ανακωχής

Κάπως έτσι
επιστρέφω γενναία
στην πάχνη των υπογείων
κι έτσι
κερνώ φιλί.
Μεθυσμένα αγκαλιάζω
Τα βλέφαρα των στεναγμών
Μεθυσμένα ανασαίνω
ήχους πανάγιους
κάτω απ’ το προσωπείο των τάφων
που χαμίνια συλλαβίζουν
τη μεγίστη ηδονή των νερών.
Τα κορίτσια
αναδύονται πόρνες,
κι οι πόρνες πνέουν ζωή.

Η βροχή
ας βρέχεται κραυγές οργασμών.

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Αναβολή θανάτου

Λίγο ακόμα, λέω. Αναβολή θανάτου. Να περιμένω όλη τη φρίκη. 28 του Οκτώβρη να δω και τα στρατά να φυλάττουν τους ηγέτες. Λίγο ακόμη. Ο πόλεμος, που φρικιάζει μέσα στα κεφάλια μας. «Βάλε μου μπιτάκια, να φρίξω θέλω πολύ!», πριν να μου κόψει η Δ.Ε.Η. το ρεύμα. «Πάρε με στο τηλέφωνο λιγάκι να τα πούμε!», πριν να μου κόψει κι η Tellas τη σύνδεση. «Έλα να κοιμηθούμε κι αγκαλιά!», έχω ακόμα στέγη και πάπλωμα.
Βροχή! Απρόσμενη βροχή. Μετά από κάτι ανυπόφορες ζέστες, ξαφνικά χειμώνας. Ας όψονται οι εξατμίσεις των αεροπλάνων κι οι κυβερνήτες μας. Μας ψεκάζουν απροκάλυπτα πλέον.
Είναι ακόμα φθινόπωρο, μα ορώ το χειμώνα βαρύ στην πλάτη μου. Οκτώβρης -δεν έχω δει χρυσάνθεμα. Τώρα ανθίζουν; Έχω καιρό να σεργιανίσω στις αγορές, στα λουλουδάδικα. Ξέχασα πια. Πουλάει ο κόσμος; Η τελευταία φορά, που βγήκα, ήταν για τη διαδήλωση. Δεν πρόλαβα να δω τι παίζει στις αγορές. Με τύφλωσαν τα χημικά του θανάτου. Μου μπούκωσαν τους πνεύμονες. Μου τύφλωσαν και το πεπτικό -ναυτία. Αηδία, ε; Λιποθυμία και τίποτα. Τέλειωσε κι αυτό. Λιώνουν όλα. Χαρτοβαρκούλες στο νερό. Μόνο ο πόλεμος μουγκανίζει. Τανκ είναι. Ισοπεδώνει.
Μέτρησα κι άλλους απόψε νεκρούς. Άλλος έσφιξε θηλιά,  άλλος από ταράτσα στο κενό. Κι ένα εγκεφαλικό, μετά το τηλέφωνο απ’ την ευγενική καριόλα της εισπρακτικής. «Έχει ο καιρός γυρίσματα, ρε!» Πάντα τα έχει τα γυρίσματά του ο καιρός, όσο κι αν τον ραντίζουν. Για το καλό μας, βέβαια πάντα. Βέβαια…! Μη μασάς.
«Σου είπα; Κατέθεσα χαρτιά για σύνταξη μειωμένη. Τι άλλο να έκανα; Σήμερα πήρα 200 ολάκερα ευρώ. Μέρος τιμητικόν. Προκαταβολή. Έλα, θα σε κεράσω παγωτό!»
Εξατμίζεται, φίλε, η ζωή μας. Λιποθυμία.
Λιποθυμούν οι μαθητές στα σχολειά. Ασιτία το λένε. Μη μασάς! Και τι να μασήσεις; Άδειασαν τα ντουλάπια. Το ψυγείο, μόνο δόξες παλιές. Τότες οι τράπεζες -αυτοί κυβερνούν στο είπα;- τότες οι τράπεζες μοίραζαν χρήμα-ουρά.
Λέω, όμως, να κάμω γιορτή το Σάββατο. Κλείνω τα πενήντα, μωρέ. Κι ολάκερα διακόσια ευρώ στην τσέπη, φτάνουν για ρακές, μέχρι να γίνω τύφλα. Θα κεράσω κιόλας. Πάντα κερνούσα και μου ‘χει λείψει πολύ. Μη μ’ αρνηθείς! Θα έχω και μεζέ. Πάντα νοικοκύρης ήμουν. Έτσι ξεροσφύρι δεν πάει.
 Μισόν αιώνα φίλε ζωής, λοιπόν. Μισόν αιώνα…! Για φαντάσου!
Άκουσα, πιτσιρίκι, ιστορίες εφιαλτικές από τους μεγάλους, για τον πόλεμο και την κατοχή. Ένιωσα τη δικτατορία, τις δόξες των επαναστατημένων. Άκουγα, τότες, την ερπύστρια του τανκ, του γνωστού. Αυτού του Πολυτεχνείου. Ανατρίχιαζα και υποσχόμουν να μείνω πάντα αντάρτης. Έγινα ποιητής. Δηλαδή, έτσι μου λένε, οι θαυμαστές. Δεν ξέρω τι είμαι. Τους ρημάζω, όμως, με κάτι λέξεις στη σειρά, αυτούς που σαπίζουν τις ζωές και πολύ το γουστάρω.
Μ’ έχουν σταματήσει τρεις φορές, για έρευνα της δοξασμένης σακαράκας μου. Τρεις φορές! Και μια για τυπικό έλεγχο των στοιχείων μου. Έτσι μου είπαν και κράτησε τρία τέταρτα ο τυπικός αυτός έλεγχος. Πλάκα έχει να με νομίζουν τρομοκράτη. Τι αστείο!
Την τελευταία φορά, που είπα «σ’ αγαπώ», μ’ άκουσε κανείς; Τι έχουμε μωρέ να μοιράσουμε οι φτωχοί; Τα χρέη μας.. Τι όμορφα! Τι υπέροχος κόσμος!
Να πλένω κάθε μέρα τα ρούχα, να με βρει η γιορτή καθαρό. Μην ξεχαστώ! Για τη γιορτή της Νίκης μας μιλάω, ρε! Θα έρθει. Θα το δεις. Εγώ την περιμένω. Γιατί νομίζεις η αναβολή του θανάτου; Τον άγγιξα. Δε με τρομάζει από τότες. Τον παίζω και τον αναβάλω. Ας περιμένει, κι ας καίγεται και κάποιος για τον ποιητή… Χαχαχα! Τρομάρα μου, ο αφελής, που νόμιζα φτερά και με μαχαίρωσαν! Μα αντέχω! Κοίτα! Μισός αιώνας μου μοιάζει;
Σας αγαπώ, σας το είπα;

από δημοσίευσή μου στο περιοδικό ντου΄Εντε

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

απροστάτευτος απόστρατος

Συλλήψεις πολλές. Λήψεις: άστεγοι, ως κι αγάπες άστεγες.
"Μου έστειλες απόψε μήνυμα -;- ... μ' έστειλες στον απέναντι τοίχο"
Προσαγωγές πολλές. Αγωγή ανάγωγη και πού να διαμαρτυρηθώ -;-
Οι κρότου - λάμψης κούφαναν τον κόσμο κι έγινε άοσμος.
'Αλλος ένας χαμένος εμνημονεύθη. Και τι -;- Έμεινε στην πίστη και στ' αγιόκλημα.
Εντάξει. Στέκομαι. Μην τρέμεις.
"Σου τηλεφώνησα κιόλας. Απόψε." ...δεν άκουσα. απάντησες -;-
Α! Ξέχασα να σου πω: Στη διαπραγμάτευση με τον Υπουργό της τάξης, έμεινε απροστάτευτος ο πολίτης. Καλό σου βράδυ..

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

"...κι ας μη με λένε Γιάννη...πάλι φονιάς τους γίνομαι.."

Όταν το κράτος με δολοφόνησε
είχα την αγριάδα του
βράχου στην όψη –
φονιάς γαρ - και
τη χροιά του μανιώδους
καπνιστή στο στόμα..
κρατούσα το ντουμάνι του
Όνειρου - μαχαίρι για
σφαγή στους γλύφτες των
τόκων και μάτια πλάνα στα
κορίτσια του δρόμου - μια
τύφλα χαδιού μονάχα γι’
αλάνια - αγόρια της φυγής...σε
μόνιμη παρεξήγηση με τον
τσαμπουκά των
νυχτιάτικων σούρτα και
φέρτα των νόμιμων
παρακμιακών γεγονότων..
Όταν οι νταβατζήδες με
πάτησαν έφτυσα γάλα της
μάνας και πίκρα του παιδιού...
Γιατί, ήμουν εγώ ο φονιάς...
και Γιάννη ας μη με λένε..
μόνο συνάθροιση βοής
προγονικής σε
παρεμπόδιση έργων -
σειρών ρομάντζας μέσα στη
θάλασσα - στους
ατελεύτητους βυθούς που
έπινα ίσκιους κοραλλιών και
χάος του χάους..σε μια
στροφή μου...το
κεφάλι κρέμασε - σα
να ΄γειρε στη ..θεά μου που
άργησε να φανεί και
χειμώνιαζε βαριά και πιο
βαριά ακόμα - στη θεά που
είπα: ατελεύτητη και έμπυρη μ'
εμπύρετη διάγνωση στα χείλη –
σταγόνα σάλιου που
προστάτευε σάρκινη την ψυχή μου..
Κι είμαι εγώ ο φονιάς και
πιστέψτε το με
ταυτοποίηση των λόγων μου και
φωτογραφιών...που έσυρα εδώ
όταν τη μια επικηρύχτηκα κι όταν
την άλλη άναψα αργά το
τσιγάρο και νύχτωσε πολύ –
περπατημένη νύχτα που
σάλεψε ερωτικά και
παθιασμένα το μυαλό μου..
Κι είχαν ανατριχιάσει τα
θέλω μου στην πίστα των
χορών..και χόρεψα πολύ…
για πρώτη φορά – μ’ όλες τις
σκιές κι ιδέες των θαμώνων.
Και σήμερα – μετά τον αποκεφαλισμό μου – και δεν το περίμενα, αγάπη να φανείς – σαν πρώτη φορά να σ’ άκουσα…γονάτισα να προσκυνήσω – πιστός σου και θεϊκός – αντίδοτο της σκιερής ζωή μου – να προσκυνήσω τη λεωφόρο που γκάζωνα κι έτρεχα λαχανιάζοντας τα χιλιόμετρα – για χίλια στο άπειρο φτερά και ύψος – έτσι, που την επόμενη φορά που το κράτος θα με δολοφονήσει, να με κόψει στο ύψος της καρδιάς…γι’ άλλη ζωή να μην είμαι.. μόνο στη δικιά σου να χυθώ κι εκεί μετά να εξατμιστώ…θάλασσα εσύ…δάκρυ εγώ.. Κι έτσι ..σε περιμένω..κι ίσως και όχι – πυθείας λόγια απροστάτευτα νεφών..και μόνο η φωνή σου, μικρό…να ΄ναι ξανά να μ’ ανταμώσει και..να σου πω, πώς με βιάζει το παρακράτος και πώς με κόβει και πώς εγώ γλώσσα του βγάζω, καθώς το μάτι σου κλείνω και σε καλώ στον πρώτο μας χορό.. την ώρα που τα κράτη όλα δολοφονούν..

_________________ Προμηθεύς Πυρφόρος ___________________

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

κραυγή -!-

Εφτά σταγόνες σάλιο
το υπερβατικό γαύγισμα
και παίρνει το δρόμο
στο πέρασμα της ανατροπής,
όταν με μανταλάκι ξεχασμένο
από την πλύση των μπαλωμένων μαύρων -
των χρόνων της δουλείας -
στο σκοινί της
αποκάλυψης των κρεμασμένων ερπετών,
που ηγέτες λογίζονται ακόμα
όταν με σαπούνι πράσινο φθηνό-
για να γλιστρά στο λαιμό τους -
εξαφάνισε το μικρό του εγώ,
κι έχτισε μια νότα ακόμα
στην αθανασία της ποίησης
την ώρα που η μακιγιαρισμένη σε στυλ Σαπφούς
κ α τ α ρ ρ έ ε ι, και οι σύνδικοι ληστές
εξανεμίζονται - καταδότες μιας ζωής, μιας
θλίψης, κι ενός ονείρου λευτεριάς,
από χρηματισμένους θεούς,
που έγιναν εικόνες και αγάλματα
στη ματαιοδοξία και
παγίδες έστησαν για τους νηστικούς.

Νηστικός τους κάθισα
από ψηλά να τους ορώ.
Τέρατα σε αποσύνθεση,
που ακόμα νομίζουν
ότι στεφανώνονται δάφνες..

Μονάχοι οι λύκοι αποχωρούν
και χωρούν ήλιους
πιστοί κι ανίκητοι - κι ας μη το ομόλογησαν ποτέ
ούτε στον εαυτό τους -

Η Ποίηση έχω να πω
δεν έχει αφεντάδες ωρέ!
 ______________________________________

(τη μέρα σήμερα θα την έχω μαζί μου, σε όσες ζωές μου... βαθιά στην καρδιά μου φυλαχτό, που ακόμα αναγκάζουν κάποιοι να σκύβουν άνθρωποι για εφτά χιλιάδες εφάπαξ ευρώ - για μαστιγώματα χρόνων, και μια θέση δούλου.
στα 12 χρόνια μου στο Alter, στους συναδέλφους μου, που ήθελα πάντα να είναι - να είμαστε μονιασμένοι κι αγωνιστές για μια όμορφη πορεία. Σε όλους μας, σε ολόκληρη την ανθρωπότητα για μια λεύτερη και αχρημάτιστη ζωή.
Στους Νεκρούς του Πολυτεχνείου, σε κάθε βασανισμένο του κόσμου τούτου. Με ψηλά το κεφάλι αδέρφια θα Νικήσουμε!)


Προμηθεύς Πυρφόρος

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

ΚΑΛΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ!

Δεν ξεχνούσε ποτέ να μας μιλάει για την κατοχή. Γύρω απ' την ξυλόσομπα - τώρα καπνικούς φόρους ετοιμάζουν (ανασκαλέψανε τα τεφτέρια του βυζαντίου) - γύρω απ' την ξυλόσομπα καθόμαστε στα σκαμνιά μας, και μας διηγόταν. Τα παράθυρα με τις εφημερίδες, το βρεγμένο ψωμί με τη ζάχαρη, για να'χει λίγη γλύκα, η κοιλιά, πάραυτα, να γουργουρίζει ασταμάτητα, κι εκείνοι... Κι όταν έλεγε, κι εκείνοι...ανατρίχιαζε να πω -;-.. να πω..τρόμαζε το βλέμμα της, παρ' όλο που ήταν ακόμα παιδικό -;-
.. Εκείνοι.. Δεν τους είχε δει ποτέ, αλλά μπορούσε να στους περιγράψει. Σκελετοί κροτάλιζαν στα πλακόστρωτα της Αθήνας και διαδήλωναν κι όλας.. "Πεινάμε!" Ούρλιαζαν μας έλεγε..και μόνο αυτό... Πεινούσαν εκείνοι, που δεν τους είχε δει ποτέ, μα πεινούσε κι η ίδια, κι ήταν σαν να τους ήξερε. Κι εκεί, σταμάταγε η αφήγηση. Μας ετοίμαζε το βραδινό φαγητό, αλλά ήταν αλλού. Γι' αυτό πάντα τα χέρια της ήταν σφιγμένα - γροθιά, και νόμιζα, απ' τις μπουγάδες που έστηνε στη βεράντα.Όμως εγώ επέμενα..και ύστερα; Ύστερα πήραν τα βουνά και βρόντηξαν τα όπλα, μου απαντούσε.
_____________ Για τη μάνα μου σας λέω.
_______ Να πλένω κάθε μέρα τα ρούχα, να με βρει η γιορτή καθαρό. Μην ξεχαστώ! Για τη γιορτή της Νίκης μας μιλάω.
Μόνο μην ξεχνιώσαστε κι εσείς. Να πλένετε τα ρούχα σας καθημερινά..
Φίλοι μου καλοί, Καλή Λευτεριά! Ευχαριστώ Σας!
________Προμηθεύς Πυρφόρος ____________

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

τα αναρχικά



…………………………….
Παγκάκια μαχαίρια στην ωραία βιασμένη πόλη, που κοιμώμενοι προσποιηθήκαμε όνειρο,
μη και φανεί το λίγο μας στην απολυτότητα ενός ταξιδιού, ή
ενός έρωτα, που βάψαμε χλιαρό περίγελο, για να καλύψουμε τη δειλία μας.
Όταν η είδηση της αποκάλυψης έπρεπε να  μας κρατήσει ξάγρυπνους, κι
εμείς, οι ελαχιστότατοι, μεταφράσαμε αιδούς ρήγμα την πάναγνη πύλη των τοκετών..
..Από φόβο, λοιπόν, σκουριάζουμε μια Ανάσα και το κλάμα ενός μωρού,
που σταυρώθηκε, για να αποκαλύψει τον οργασμό της γνώσης, πως η καρδιά του παραδείσου χτυπά μεσάνυχτα στην κόλαση των ηρώων..
"Συντριβή, Άναρχέ μου -!- Δείξε μου ξανά την οδό της γέννησής μου, ν' αποδεχτώ την πηγή της Ανάσας μου -!-"