Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

άλογος οίκος
























(δημοσίευση δεύτερη)


Αφορμώνται
φλόγινες σκέψεις
στην πόλη των αχρείων.
Σήμα κινδύνου,
η νωθρή ατμόσφαιρα
ξαφνιάζεται
στην πόλη των θηρίων.
Χλωρά καιόμενα πλάι σε
ξέρες ερήμου,
Νυχτιάτικη υπόθεση
δίπλα σε μέρες
ασάλευτες,
μάλλον παραισθησιακές.
Τυφλοί σκώλικες παιανίζουν
στο νου μου
Στο βιολογικό εγκέφαλο
του υπολογιστή μου
Εφορμούν
στα κύτταρα των
νευρώνων μου
Καίουν της ψευδαίσθησής μου
ανατολές
Κοιμίζουν τον ύπνο,
τον απόλυτο ονειρευτή!
Μετά,
πλάθουν φαντάσματα σε
σκοτεινό διάδρομο, σε
κελιά αγριμιών.
Μάθε,
υπάρχουν άνθρωποι σκιές που
δεν κοιμούνται ποτέ!..
Πηγαίνουν
Έρχονται
δε φτάνουν πουθενά
Μπορεί να βρυχώνται στο
ταξίδι τους
Μπορεί να λαλούν
στην απόγνωση
Μπορεί να ξύνουν τον τοίχο τους,
να ματώνουν.
Ημερεύουν με σύριγγα
Με φαρμάκι ημερεύουν
Με μαύρο εντυπωσιάζουν τους
θλιβερούς επισκέπτες
στον άλογο οίκο.
Του θεού αποστάγματα,
στάχτες,
μιάσματα συφιλικών 

αντιπαραθέσεων με
την πόλιν των αχρείων. 

 

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

βραχνή φωνή





















(το μονόλογό μου, τον χαρίζω στη silena)

Πολλές φορές
ξυπνώ τα βράδια -
με πνίγουν
τα χέρια μου
που άργησα
να δω
που δε μίλησα
για χρόνια
που ήταν άπραγες
οι χορδές μου
και μίκραινα..

Ξυπόλυτη
πηγαίνω στην κουζίνα
να μαγειρέψω
έναν ακόμη κίνδυνο -
μυρίζει καφές
του Λουμίδη
με τα συλλεκτικά
φλυτζάνια
για διπλή δόση
και φεύγω
να βγω στο μπαλκόνι
να πάρω ανάσες

Και πέφτω
στην απλώστρα
με τα νωπά σεντόνια -
μυρίζουν "εύρηκα"
και προίκα θαμμένη -
και
τότε με βλέπω
να έρχομαι
με πάχνη τριγύρω μου -
σαν τα Χριστούγεννα
που δεν χάρηκα
και το ΄θελα πολύ -
να τρίζουν τα κόκαλα
γέρικα και ισχνά

Έχω αρχίσει
να διπλώνω τα σεντόνια μου
βιαστικά
πριν με προλάβω
και ξεχαστώ
κι είναι βαριά κι ασήκωτα
τυλίγω μαζί τους
τη νάρκη μου
απ' τους χειμώνες που
δε γεύτηκα
τυλίγω μαζί τους
κι εκείνους
που με παρέκαμψαν
και μ' ένα πιάτο φαγητό
νόμιζαν πως με κοίμιζαν

Δένω τα σεντόνια
και φτιάχνω διάδρομο -
τεράστιο φυγής -
τρέχω ν' ανάψω
όλα τα μάτια της κουζίνας -
ρίχνω και λάδι στη φωτιά
και
φεύγω..μαζί μου...
με τη φωνή
μπάσα και βραχνή
να την πετάξω βροντή
πάνω στις κοιμισμένες
στέγες των ανθρώπων
που δεν έγιναν ακόμη..

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

χτύπησε δίπλα αν δε με βρεις εδώ...

έργο-δώρο της φίλης, silena












Το τραγούδι της Γαλάνη
αφιερωμένο
ήδη απ' τα παλιά, σε ΄σένα...


Κι αν δεν με βρεις εδώ
δεν είμαι μακριά
ένα πλήκτρο μόνο
σα να χτυπάς ένα κουδούνι
της πόρτας της διπλανής
Να ξέρεις,
η πόρτα είναι ορθάνοιχτη
κλειδιά δεν έχω
τα πέταξα στον υπονόμο -
ένα ακόμη σκουπίδι
στον οχετό του βάθρου μας -
Φύλακα
δε θα βρεις
κανένας δε θα σε ρωτήσει
Μη περιμένεις εξηγήσεις -
δε δίνονται πλέον στις μέρες μας -
κι αν σου δοθούν
θα έχεις ήδη ανακηρυχθεί
εκβιαστής
και θα ΄ναι τιποτένιες
από λιποτάκτες της Ουσίας -
των αστεριών καρδιά -
Να μπεις άφοβα
δίχως να βγάλεις τα παπούτσια -
δεν είναι κάστρο
ούτε παλάτι
Δε θα σε παρακολουθεί
κανένα μάτι αδερφού

Το σπίτι μου
καλύβι είναι
που δάπεδο έχει ωκεανό
και ουρανό - φεγγάρι

Μόνο να ξέρεις,
να μη λες μετά,
...ριψοκίνδυνος είσαι -;-
Τότε μόνο Προχώρα
και πέσε στα βαθιά -!-

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

οι ρίμες στο χάος γεννούν...

της θάλασσας τα μυστικά...











και με το νέο μου blog: "Ριψοκίνδυνες Πλεύσεις" 


παράλληλες πορείες


στο Χρόνο και στο Άχρονο...

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

φύλλα ξερά...





















"Δεν δύναμαι!!!"
Είπες

"Άσπρο ίσον μαύρο"
αποκρίνομαι -
δίχως θαυμαστικά

Πως αλλιώς -;-
Αν θαυμάσω την
ισότητα
θα τρομάξει το
σκοτάδι σου..

...Μετά
να σχολιάσω
σιωπηρά, λέω...
την οξείδωση
των αιώνων
σε ρυτίδες
ακατέργαστες
που
μυρίζουν
χαρτί όταν
καίγεται..

...Αφού
χάθηκες
ανάμεσα στα
φύλλα -
εκείνα, τα
κίτρινα
των φθινοπώρων μου -
των πόρων μου
που έκλεισες τις
πόρτες
να θανατώσεις
τ' αγρίμια μου
κι ας μη
το γνωρίζεις..

"Δεν δύναμαι", λες,
σιωπηρά και
γυρίζεις πλάτη
με το νου
στο παράθυρο

"Μαύρο ίσον άσπρο!!!"
σου φωνάζω
...Στα χέρια
σε κρατάω -
κλειδιά

Κρεμιέσαι
νομίζεις
στην απόδραση -
από τρόμο στο
θαυμασμό μου -!-..

Μόνο φύλλα
βρέχει απόψε -
ξερά, του
φθινοπώρου μου..
Έχε
γειά...σιωπηρά...
μην τρομάξεις..

σ' όσους φοβήθηκαν τη φωτιά, σ' όσους θ' αποδράσουν...

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

δεν επιστρέφουν τα τρένα πάντα...
















Όταν καταζητούμαι
επιστρέφω

Στο παράγγελμα
"Αφίππευση!.."
αδιαφορώ

Στους θρήνους
των οικείων μου
χρεμετίζω -
θρηνούν το
φόβο τους
τι ωφελεί -;-

Γνωρίζω
δίκη δεν υπάρχει -
σκοντάψανε οι
ήχοι στο τίποτα -
τους υποκλίνομαι..
οι ήχοι
γδαρμένοι στο
τίποτα... με
συναρπάζουν
όπως
τα τρένα
που έμειναν
από υποσχέσεις
και λησμονήθηκαν

Να κάνω ακόμη
ένα τσιγάρο
να μη ξελογιαστώ
και ξεχάσω
το σκοπό
των τρένων..

Θυμάμαι πάντα
το κορίτσι που
μάταια
περίμενε στο
σταθμό..
Πνίγηκε στα
δάκρυα,
πάνε χρόνια που
κοιμάται
στις ράγες...

Πάνε χρόνια
κανείς
δεν το αναζήτησε
και ποιός να ψάξει
φύλακα αξιών -;-

Επιστρέφω
κι ανεβαίνω
στο ικρίωμα
περιφρονώντας
το νεκρό

Ποιός θα σε θυμηθεί
όταν ραγίσεις
στο άγνωστο -;-
κι η υστεροφημία
σε ορίζει

Δεν εξαρτιέμαι
από ζωή

Δεν εξαρτιέμαι
από θάνατο

Περνώ το σκοινί
στο λαιμό μου
και επιστρέφω...
...πάντα
όταν καταζητούμαι._

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010

"...σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος..."

Ένα πολυσύχναστο ρεμάλι είμαι με ώρες κατά το ύστερον - ελλειμματικές Στου περίπλου μου το κενό στρίμωξα ωρολόγια τοίχου μαζί με τραπεζάκια καφενείου - εκεί που οι άντρες επιδεικνύουν τα παντελόνια τους κουνώντας στις γροθιές τους ζάρια και βρισιές βρισιές και πέος αφού κατέβασαν ρολά στις ανάσες τους Κι εκεί με βρήκες με το στιλέτο να ακονίζω στο δέρμα μου - πρόλογο του ταξιδιού μου Απαξιώνω τις λέξεις σου γραμμένες με μελάνι στο λευκό σου χαρτί - αν στάξει ένα δάκρυ μου πάνω τους οι λέξεις σου απλώνονται μέχρι που δεν αναγνωρίζονται - απρόσωπες εκπροσωπούν τις αισθήσεις σου Κερνάω κονιάκ επτά αστεριών - αποσιωπητικά της ηθικής σου - Έμαθα να ζω κοιτάζοντας τοίχους φθαρμένους τοίχους με γηγενείς ζωγραφιές - μια ακόμη φθορά τους και μια άλλη ζωγραφιά ποιότητας ανένδοτης στις αποφάσεις μου ν' ακολουθήσω αχνάρια Τέχνης Κρατώ το δίσκο με τ' άγιά μου - ένα ποτήρι νερό με παγάκια και το ξυπνητήρι μου - να εξυμνώ τις μέρες μου δροσίζοντας ερήμους Μιλάς ανένταχτη - επιμένω να λέω ανένταχτος τονίζοντας την κατάληξη - Χωρίζει πολλάκις η κατάληξη - κι αποστασιοποιείσαι με βότσαλα και θάλασσες που πρώτη φορά είδες αλλά δεν αρμυρίστηκες - φοβήθηκες το κύμα - και συνέχισες να μπουσουλάς με την πιπίλα στο στόμα την ώρα που εγώ σημαδεύω το ποτήρι μου με στραγάλια και φυστίκια Αιγίνης Κι έτσι ρεμάλι καθώς είμαι και μέγας αλήτης δίχως να υποκλιθώ και σφυρίζοντας γι' αποχαιρετισμό υψώνομαι στο τετράγωνο και φεύγω έτσι απλά, όπως ήρθα Στα υστερόγραφα αρπάζουν τα φύλλα σου φωτιά με ήχους κρεμασμένους από τα χείλη μου που δεν αρνήθηκαν παρά μονάχα φίλησαν με τη γλώσσα να εξέχει αυθάδικα στο ατσαλάκωτο εγώ σου.. ....... Έτσι έφυγα κι εσύ πίσω να τηλεφωνείς δίχως να σκεφτείς το απόρρητο της φυγής μου..  αφιερωμένο στην .... Αλεξάνδρεια και στην Κλεονίκη Καλλέργη