Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

αθώα ένοχος


































εγκεφαλική βολή στο σούρουπο του πεπρωμένου. το ανεξήγητο παρόν στο ανυποψίαστο της φυγής. στο στερνό στέρνο του ορειβάτη που παλάβωσε από χιόνι. αλάδωτα τα μέλη των χωρισμών και γδέρνουν τους καιρούς μου. κι οι μουντοί περιορισμοί μαύρο της καταιγίδας. καταιγισμοί κριτών τα ανιχνευτικά μάτια. κι οι εξωγήινοι ψίθυροι πέφτουν στο χάσμα των χτύπων μου. περάτωση κι η σήψη στο τελευταίο κομμάτι του σπασμένου ποτηριού. πίνω τα χείλη μου και παραμένω αθώα ένοχος μ' ένα εικαστικό φορτίο.

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

στους συρμούς του απείρου


































θυμάσαι που έπεσες απ' το άπειρο; απ' την τρικυμία στα χείλη που σκόνταψες στον τρόπο -;- απ' τον ορίζοντα του γιαλού που έγραψες με το δάχτυλο σε έν' άστρο κι έπεσες -;- να σου πω..: στην τρικλοποδιά που μου ΄βαλα και έσπασα στη γη, το άπειρο θροΐζει ακόμη στη δίνη μου. μύρια κατάγματα και άλλα τόσα κι όλο γυρεύω το κοίταγμα των αμπελιών με τη χαλύβδινη πυγμή των σπόρων. κι ενώ η φωνή μου ξεκινά από τα δάχτυλα - διπλά πέντε οράματα στ' ανυψωμένα ιδανικά μου, οι αξίες στο έπακρο, και τα κάτοπτρα θολά - γυρνώ χαμένος στους συρμούς των βλεφάρων σου από τότε. στην παρεκτροπή μου, με τα επίγεια νεύρα μου μετράω τελείες στο χώμα που πατώ. πολλές φορές, καταπίνω νέφη και παίζω με κεραυνούς, να νιώθω την πορεία της καταγωγής μας. κάποιες άλλες, παλεύω με στοιχειά να νιώθω τη συντέλεια στη φωλιά του Κρόνου, κι έξω απ' αυτή να μας ζωγραφίζω με φτερά. στα λεπτά των σιωπών, που οι εντατικές τρυπάνε τ' αυτιά μου, παίζω με τα ελάφια στον κήπο της θεάς, κι ύστερα παγώνω. στις εποχές των παγετώνων, θυμάσαι -;- άυλες φτέρες αγκαλιάζαμε τις επόμενες καταχνιές και πονούσαμε. πονούσες -;- στερέωνα το απόλυτο στην κινούμενη κορυφή του βουνού ν' ανεμίζει το φως μας και γελούσαμε μετά. τώρα οι ραφές του προσώπου μου μοιάζουν στις γραμμές της παλάμης μου. είναι ίδιες. άλλα σκισίματα τ' άφησα ανοιχτά -ας μπαινοβγαίνουν οι ύαινες να ζουν το θάνατό μου -. τι αξία έχει ο θάνατος αν φοβάσαι τα σαρκοβόρα σου -;- θυμάμαι κάποτε πως στάζουν τα μάτια βροχές και τότε αισθάνομαι την οσμή των ωκεανών σου. η θέλησή μας είναι που γκρέμισε τη φωλιά του κούκου. η θέλησή μας γι' αναπνοή. κι εδώ, που ο τόπος μαντρώνει με σύνορα, σπάω και το μυαλό μου. τι να το κάνω το είδωλο πάνω σε μια μια συνοριακή γραμμή, όταν το πράσινο έχει ξεσκίσει τα όρια -;- με θυμάσαι που τα τύμπανα ηχούν-;-

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

κίτρινοι τοίχοι

η φωτογραφία ανήκει στη Νικολέτα Γερολιμίνη
κανένας στίχος δεν κράτησε κανέναν μαστό. / το μυστικό μου θηλιά στον τοίχο μου / στο μάτι μου ο καπνός, το γέρικο σπλάχνο του θωρηκτού μου ονείρου / το αποδεικτικό ξερόκλαδο του πνιγμού μου / στο σούρουπο "σβήνω" της αυγής που μ' απέφυγε / όπως το φιλί ο τρομαγμένος με τις αλυσίδες στα πόδια. / Κανένας Ιούδας ποτέ δεν αυτοκτόνησε / μόνο κιτρινίζουν και κιτρινίζουν τα χέρια μου. / κι ας απέφυγα το δείπνο / μαχαιρώθηκα με τη γνώση του επόμενου λεπτού στις επίγειές μου συναναστροφές - τα έντομα λεηλατούν θανατηφόρα -/ και σε καμιά γραφή δεν χαράχτηκε η αλήθεια: / πως ο προδότης, να μας πουν / ποτέ δεν αυτοκτόνησε / μόνο γεννούσε και γεννούσε ασύστολα τη συνήθεια μαχαίρι στο στήθος, κρυφά τα βράδια θολά.


τένοντας σπαρμένος


































μύριες φορές σημάδεψα το θεό μου με τη λησμονιά του θρύλου μου. κάποτε τρυπωνόμουν στα στερνά αντίο της σάρκας μου μέσα σε ραφές βλεμμάτων ανυποψίαστων δειλινών και με γονάτιζα με απορίες ανάστασης. κάποτε σύχναζα σε στύσεις μυαλών βράδια στο άπειρο. μετά έτρεμα να σωθώ τον πανικό μου μέσα στην απόρθητη φωνή του όλου μου. κάποτε ναυαγούσα στην Άνοιξη του τρίτου τοκετού ενός μετώπου φωτιάς. τότε, έκραζα κουκουβάγια στο δέντρο το γέρικο των καιρών της θύελλας. δίχως φώτα συνήθιζα ν' ακολουθώ πυροφάνια, μέχρι που κουτσός ανακάλυψα την πηγή της απορίας: "Ζει ο Αλεξάνδρος -;-". από τότε, κολυμπώ μονάχα διαιωνίζοντας την απάντηση στο χάος των υδάτων. από τότε, τα ύδατα σταμάτησαν να με καλύπτουν. ξεβράζομαι ένα δάχτυλο με τένοντα σπαρμένο σε άμμο απάτητη. μόνο η αύρα γνωρίζει την κυριαρχία της δίψας μου και το μαρτύριο της οδοιπόρου αναπνοής μου. κουκίδες τα σωθικά των λεπτών μου στις επικλήσεις των μελών μου. από τότε θρυμματίζομαι ανιστόρητος σε θαλασσινές αμαρτίες.

θυμήσου το ταξίδι




























σσσσσ -!- αν δεν ακούς..: τελειώνει ο κόσμος στο πλάνο των ματιών μας. στα χέρια μας έχουν από καιρό εξαντληθεί τα δάκρυα. προλαβαίνουμε να σπάσουμε τα κουμπιά μας να μιλήσουμε με αναπνοές. αν με δεις να πηγαίνω, μπορείς να θυμηθείς το αίμα του αγριμιού - κράτησέ το στα χείλη σου, να ΄ναι οι φωνές μου στους γκρεμούς μου "Παρόν" στο άβατό Σου που μούσκεψα. μόνο να θυμηθείς - θα δεις απ' το τέλος τον ερχομό μου στα σκαψίματα των ωκεανών Σου.

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

μα κάθε φορά


































ισορροπιστής σε χρόνο απόντα στο αχανές μιας φωτιάς. νεκρός και ζωντανός, σαν κύμα που πρόκειται να συμβεί και σαν κύμα που συμβαίνει ανάμεσα σε Ήλιο και Σελήνη. την κατάλληλη εποχή, τον κατάλληλο χρόνο στο τικ του ρολογιού ποιος είναι ο θάνατος και ποια η ζωή -;- ποιο Φως χύμα στο χύμα του απέραντου -;- απόψε με πίνω στο σκοτεινό μου υπόβαθρο σπαραχτικών σκοπών, έξω απ' τα ρήγματα των διπόλων. χρειάζεται μια σκόνη στα μάτια να μιλήσεις κενός. ίσως μια ψευδαίσθηση που έφτιαξα να υποχωρεί το τέλος μου. το απέναντί μου - ο Λυκαβηττός στις καμπύλες του τρία, να γεμίζει το οδοιπορικό κάτι πλήρες σπαραγμών. έτσι φυσούν τα κενά με καλάμι τους ήχους των μαρτύρων, που επιστρέφουν ψαρεύοντας άστρα στο απόλυτο σκοτάδι κάτω απ' τη σκόνη των τσίγκων με τις σημαίες και τα παράσημα. κι ας μη βρέχει, μας φέρνει η βροχή.

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

δυτικές σιωπές






















όσο ανεβαίναμε επίπεδα, σκαρφαλώναμε τις σιωπές μας στα αποσιωπητικά της συνέχειας, με τις διαχρονικές παρεκκλίσεις μας στους χειμωνιάτικους σταθμούς. / ίσως αν άγγιζες μια ανεμώνη, να θυμόσουν την αρχή, και να μιλούσα με τα κρυμμένα σου στα νεφελώματα του νήματός σου. / κι όσο ανεβαίνουμε επίπεδα, σε παράλληλα επίπεδα, αιμορραγούν οι ανάσες μας, που δεν μπόρεσες να παραδεχτείς ότι το νεύμα μου είναι το γέμισμα του νωπού δειλινού με δίχως εποχές και χώματα, κι ο παραλλαγμένος καιρός που έπαψε να τρέχει χαμηλά- η μαύρη λάσπη, που κρατάει άδεια τα μάτια των πειρατών. κι εκεί, γεννάται πόνος και καταφύγιο - με τις σειρήνες μερόνυχτα -. κι όσο μαγεύω τη μαγεία μου μιλώ με τη δύση.. να της πω..: "τι όμορφα που λιώνεις τη βροχή στα όστρακα των φτερών σου..!" ένα πουλί, άγριο πουλί, ακροβατεί στον οίστρο μου και είσαι. ..μα, είσαι εδώ -;- σιώπησε το κάστρο μου και τρομάζω.

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017

αστραπή το παρόν
























πόσο τετράγωνα μίκρυναν τα παράθυρα των ανθρώπων.. -!- και πόσο ανεξάντλητοι οι κύκλοι των αμαρτιών μας πάνω απ' τα παράθυρα..-!- η επίγεια κατανάλωση του χρόνου μας ξοδεύτηκε σε μια ξενιτιά μου και μια άγια ματιά σου τη τάξει των θνητών, με αταξία πλανητών στ' αγριεμένα μάτια μας που έπιναν το σύμπαν, με την ανυπότακτη μανία καθαρμών στη μυστική οδό του ασυννέφιαστου στην πύλη των τιτάνων εν ώρα μανίας. με αγρύπνια ήχων σιωπών, πάνω απ' τα κάθετα, να ουρλιάζουν τα υπερκόσμια - φαινόμενα αόρατων από τα τυποποιημένα μάτια του νου με κραυγή εν κρανίω, στην πέτρα και στη σάρκα που στένευε τη σάρκα των τρελών, κι ενώ χυνόμουν στα πέντε της θαλάσσης αστραπή το παρόν, στο μέλλον του έρωτα με βλέπεις. ξεχειμωνιάζει το άχρονο σε ξέφρενο δειλινό. στο παράπλευρο της Νύχτας βουνό των βράχων, στη Σελήνη που ορώ, η Σελήνη μας στο χαμόγελο των Νερών, στα πελάγη με τα χέρια του άπειρου και της αρμύρας τα χείλη στα χείλη των ιερών, που τα σίδερα ματώνουν από πύρωση των θεριών, θεριεύεις μαζί μου. σε έχω στ' απέραντο και με κατέχω άσβεστο. τότε που στέκομαι απερίγραπτος κι εκτός, τα παράθυρα σκίζονται των ανθρώπων - εφημερίδες κατοχής για τη συσκότιση των καημών - βαρκάκια στο στόμα μου των οπών σου το κύμα. και φτάνω, από ένα φεγγάρι, φεγγάρι μου, έξω από τα κλειδιά των αβύσσων. περνάμε τρελοί πρόσφυγες καταρρέοντας την πλάνη και το χώμα. στη μυστικότητα των κήπων περνάμε αιώνες. θυμάσαι τη βροχή -;-

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

ύποπτος βροχοποιός





























οι αιώνες μου πλέον ρέουν από το φλοίσβο τους στους τοίχους μου και στο πάτωμα της σάρκας μου μετά. στη φωνή μου κομπάζουν για τους αιώνες τους, κι η φωνή μου σπαράσσεται κάτω από το υπέρβαρο του σκότους μου. τόσα στενά που διάβηκα κι εσύ δεν ήσουν, με κρατούσα βρεγμένο να θυμάμαι τη διάλυσή μου ανάμεσα στις ζωές εμβίων και λόγια χύμα τοκετών σε διαβάσεις πτηνών, ακόμη και παιδικών ονείρων καλοκαίρια σε άπειρο. κι όλοι μου οι αιώνες, γατζωμένοι περιστατικά μέσα μου, να σπάνε το δέρμα μου σε θρύψαλα και να κλαίνε οι εαυτοί μου.."πού ήσουν..;" δεν έβρισκαν. την τελευταία μου μέρα, ήπια όσα χρώματα μπόρεσα να δω, κι ανέμενα ξανά τον ερχομό σου. και με είδα, ύποπτο βροχοποιό στην αταραξία του καύσωνα με τα ζαλισμένα κουφάρια μου, να επιστρέφω από τη λησμονιά σου. αμίλητος ταξιδιώτης ενός πατώματος, διώκτης μου, διψούσα συνεχώς, ώσπου είδα: τα καρφιά στα πλευρά μου, ακόμη και η τρύπα στον κρόταφο, που έχασκαν τα μυαλά μου, είναι που σε σκάλισα στους τρεχούμενους αιώνες μου, στους τοίχους μου που ρέουν οι ριπές μου, και η φωνή μου που βούλιαξε στο βάρος μου μιας νύχτας η ζωή μου. πότε θυμάσαι, δεν έμαθα ακόμη.

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2017

με πόσα μυστικά..-;-


























Άνοιξε επιτέλους το παράθυρο να σκορπιστούν τα φαντάσματα -!- και κράτησε τη Νύχτα στα χείλη να μου μιλάς.
με πόσες ρωγμές πονάς απόψε -;- γέμισαν πυρομαχικά οι φλέβες μου και η φαιά μου απασφάλισε το ήτα της αποσβολωμένη σε γκρεμούς. πόσες πληγές μου τολμάς και πόσους γκρεμούς μου μπορείς ν' αρνηθείς -;- να λακίσουν τα τρωκτικά, να μιλήσει το νερό σκοτάδι και να κλείσει μετά το παράθυρο -;- μπάζει φωτιά και κρυώνω και με πόσα μυστικά μ' αγαπάς απόψε -;-

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

υδάτινα μάτια






















""η βροχή", λέει, "σταματάει νωρίς, όπου πάω εγώ..και θέλω να μη θυμάμαι"
και λέω..: στο σώμα της βροχής, η μνήμη του ουρλιαχτού, ο μετέωρος τσίγκος, ο πόνος όταν εισέρχομαι στον κύκλο του μυαλού μου, το δάχτυλό μου με τις αγκίθες που παραμερίζω τα ουρλιαχτά, το παρόν του νοτιά στα μάτια μου, κι Εσύ πίσω απ' τα μάτια των υδάτων το προηγούμενο βράδυ με το γρατζούνισμα του ήχου στις επιθυμίες μου, στην επιγραφή παρόντος μου με τη βαριά, χειμωνιάτικη, κουρτίνα, κι απόψε η πορεία του λύκου στον αδίσταχτο σπαραγμό κάτω απ' τη χαραμάδα της πόρτας σου, όταν Εσύ νομίζεις πως κοιμάσαι."

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017

ευέλικτες χαραυγές



























"Θα μπορούσα να σε πω:"Νέφος μου..-!-" - / Μην απορείς.. μ' έχουν στάξει τα μάτια σου όταν μιλούσαν τ' αμαρτωλά σου "εγώ" στα χαράγματα της πανοπλίας μου και στριφογύριζα λαβωμένο φίδι στην παραπλανητική αποσκευή μου, σαν ξέμπαρκος καιρός που θυμήθηκε άξαφνα τις εμβρυακές του γκριμάτσες - εκείνες των αρχαίων καιρών που ο χρόνος ήταν άοπλος στα σπάργανα και η απολυτότητα στο μηδέν των προεκτάσεών της. /
Οι κατοχές μας διαχρονικές - τις κάναμε να μας μοιάζουν οι Σειρήνες τους. .. Κι όπως ερχόμουν να σε βρω, μέσα στις λατέρνες άκουγα το παράξενο χάλι μου - να τρέχω αιώνια πάνω στα νερά και κάτω απ' τα φώτα και κλείστηκα στα υπόγεια των φυλακών. Μέναμε χαμένοι στη λαχτάρα των αποριών μας και πόσοι καιροσκοπούν με τις δίψες μας..! - κατοχικές δυνάμεις με τ' άρβυλα του τρόμου -. Έτσι άρχισα να πριονίζω τα σιδερικά μου - περίφραξη στη φωνή μου - με τα νύχια, να σκαρφαλώνω στα επίπεδα των υπονόμων μ' ευέλικτες χαραυγές στα πόδια. Θέλω τα νέφη σου στην υγρή μου φωτιά να σμίξει ο κεραυνός μας στο ίσιωμα των πεζοδρομίων να σπάσουν τα πατώματα των απατηλών εαυτών. Να σπάσουμε τα τέλη -!-
..Ακούς -;- Να σπάσουμε τα τέλη -!-" (Προμηθεύς Πυρφόρος)


Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

ματωμένο δέρμα


































Τις ώρες που ξεστρατίζουν τα χέρια μου, να σου πω, τα κρουστά μου "θέλω" ανάβουν διαδρόμους φωτιάς στο έλεος των τοίχων μου. Υποχωρούν, τότε, οι διαστάσεις στην τελειότητά τους και οι μαύρες ρωγμές με καλούν ν' ανιχνεύσω τις σιωπές των αποστάσεών σου - ένα τρένο που προσπέρασε τους σταθμούς και ταξιδεύει μόνο με την ανάμνηση μιας βαλίτσας νέφη / μαύρα της μπόρας /. Δεν έμαθα ακόμη αν με είδες που περνούσα ελαιογραφία τοίχου δίπλα απ' το παράθυρο. Αδυνατούν συνήθως οι άνθρωποι στο πίσω των πραγμάτων. Στο βαγόνι μου έχει μείνει το βράδυ των ρόδων και τρία πανσέληνα φυλαχτά της καρδιάς μου - μια οδός με λάφυρα, η λίθινη φωνή του αγριμιού και το βλέμμα σου καθώς ερχόσουν κι έφευγες δίχως να κλείνεις την πόρτα. Και δεν έμαθα ακόμη. Δεν βλέπω - με γάζες στα μάτια μου κι η αφή μου σ' άπαιχτο έργο κι άπαιχτη ερημιά -. Πίσω οι ήχοι μου τραντάζονται σε σεισμική ακολουθία με το αεί των ελεύσεών μου. Θα με ανιχνεύσεις τυφλό να ματώνω το δέρμα του θανάτου μου. Μη φοβηθείς -!- Προϊστορικό αίμα κυλάει στη θύμηση των πετάλων σου κι ανεστραμμένη πυραμίδα ο όγκος μου γραπωμένος απ' το καρφί των παραπτωμάτων μου. Γι' αυτό ταξιδεύω ακίνητος στην ιστορία του τοίχου μου, με θλίψη σταθμάρχη στη μνήμη καπνού και τσαφ του τρένου που άδειασε τους σταθμούς. Η πόρτα δεν έκλεισε ποτέ. Έρχεσαι ακόμη και ..φτάνεις-;- οι έγκλειστοι κόσμοι μου μ' ελαιογραφούν.

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

αναμμένη Σελήνη









ocean
 Κάθε που έφτανες τις σάρκες μου, οπισθοχωρούσε το χάος μου με πόνο φρικτό και οι απύθμενες ειδήσεις βουτούσαν στον περίπτερο ναό μου, μέχρι που τα μυαλά μου φλέγονταν και βουτούσαν στα υγρά μυστικά σπάζοντας το χρόνο τους . Τότε ξυπνούσε το δωμάτιό μου - μια ανήθικη σκιά από ντουβάρια άδειου - και μ' έκλαιγε για όλες μου τις πτώσεις, να γεμίζω ιδρώτα και λεπτά. Μετά χανόσουν - αέρας που ξεφεύγει από τα σκισμένα μου χέρια και ο αόριστος τόπος μου κάρφωνε τα παράθυρά μου με παραμιλητά κι έναν πνιγμό αναπόφευκτο. Είναι η τρύπα στην καρδιά που παραλύει τα μέλη μου και δεν γνωρίζω. ..Πού είσαι -;- Αναμμένη Σελήνη στο ταβάνι μου αντιγυρίζει το ήχο μου και φτάνω.
Πρέπει να φτάνω πάντα για να ΄χουν έννοια οι καταδύσεις μου στον ερχομό σου.






Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

τα δάχτυλα























όταν μιλάει το αίμα
βρυχώνται οι καιροί
*έτσι καταγράφονται οι ιστορίες της θάλασσας στα μυστικά τα μάτια των βράχων, με το νου της αρμύρας, και παίρνουν υπόσταση τα κύματα - δάχτυλα των νερών - λυκοβατούντα στη σκόνη των ορίων, που σπάνε τα τέρματα.
και σπάσαμε τα τέρματα των συνοριακών σταθμών._

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

απυρόβλητο φιλί


































Χιονίζει φτώχεια, βιτριόλι και τίποτα.
Στους σπασμένους θεούς
χιονίζει σκισμένο το δέρμα των ανθρώπων
Σε σατανική αποσύνθεση ο νους
Στη βάση - ο φόβος
που σάπισε το ανόθευτο
Ανάμεσα στις εικόνες
το πέταγμα αιμορραγεί
κάτω απ' τη γύψινη μάσκα
Στον πάγκο του χειμώνα
μοναξιάαααα -!- - απροκάλυπτα πλέον
βγάζει υστερία στο λεκτικό τ' ουρανού
Στον Λόγο του θανάτου
το στεγνό ορυκτό της αλύσου.
Ντουμάνι η σκλαβιά των κατασκευασμένων θεών.
Στα καταφύγια είμαστε δυο και τρεις σε
παραλήρημα αλκοόλ -
στο μαύρο καπνό ερωτευόμαστε ακόμη -
Κι ακόμη
δεν ντρεπόμαστε να θηλάσουμε
τον αντίχειρα της ανυπακοής
Και μέσα στα λιβανιστήρια
πίνουμε τη θύμηση
στην ευθεία που κοχλάζει πάθος και
ατερμάτιστο βράδυ -
κάτω απ' τη Σελήνη και πιο κάτω
απ' το πέλμα του Πλούτωνα
με το κυανούν της γέφυρας
να επεκτείνει τη γλώσσα
σε φιλί απυρόβλητο
εποχής ποιείν.
*Αγκαλιάζοντας τους νεκρούς μου
σε θέλω πολύ
και χιονίζει μίτους._

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

..μείνε..




















Τόσα δέρματα που όφειλα ν' αδειάσω
δεν μπόρεσα ποτέ μου να λησμονήσω
τις πολιορκίες με τους αλμυρούς σταθμούς.
Χιόνιζε πάντα απέναντι και μέσα μου εσύ
με βαλίτσα αιμορραγούσα παλιών "εγώ".
Τόσα αγρίμια που φυλάκισα στο στήθος μου
η φωνή μου βρυχάται στα εκδοτήριά σου.
Το ράπισμα των φιδιών κι η κρυφή ανάσα
το παράθυρο του βαγονιού που δεν σταμάτησε να κλαίει 

η αρχαία γλώσσα της θαλάσσης
και η νύχτα που τρέμει στ' αξημέρωτα νέα -
εικόνες που σπάνε το βλέμμα μου σε μύρια -
Θα χαζέψεις το χάος μου στο ανάκλιντρο της προσμονής μου-;-
Να μαζέψεις τα κομμάτια μου / πόσα σκοτάδια άβυσσος
να σκαρφαλώσω τα άσματά σου...(;)-!- /
..Δεν ήταν και ήσουν κι εκπνέω ακόμη βουνά.
..Στα εκδοτήρια που ξενυχτήσαμε
κι απέναντι χιονίζει "να μένουμε"
πόσες σάρκες γέρασα με δαγκωμένα χείλη
σε "μαζί μου" καθρέφτες μιας αναμονής
κι ένα σε .. έφυγε το τρένο
κι άδειασαν κι οι σταθμοί._