Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

Αποσπάσματα από την ΓΚΕΜΜΑ του Δημήτρη Λιαντίνη
















"…Είμαστε ένας λαός χωρίς ταυτότητα. Με μιά ιστορία που ο ίδιος τη νομίζει λαμπρή. Και απορεί, πως και δεν πέφτουν οι ξένοι ξεροί μπροστά στο μεγαλείο της.
Οι ξένοι όμως, σαν συλλογιούνται την ελληνική ιστορία, την αρχαία εννοώ, γιατί τη νέα δεν την έχουν ακούσει, και βάλουν απέναντί της εμάς τους νεοέλληνες, φέρουν στο μυαλό τους άλλες παραστάσεις.
Φέρνουν στο μυαλό τους κάποιους καμηλιέρηδες που περπατούν στο Καρνάκ και στη Γκίζα. Τι σχέση ημπορεί νά’ χουν συλλογιούνται ετούτοι οι φελάχοι του Μισιριού σήμερα με τους αρχαίους Φαραώ, και το βασιλικό ήθος των πυραμίδων τους.

Την ίδια σχέση βρίσκουν οι ξένοι στους σημερινούς έλληνες με τους αρχαίους. Οι θεωρίες των διαφόρων Φαλμεράυερ έχουν περάσει στους φράγκους. Εμείς θέλουμε να πιστεύουμε ότι τους αποσβολώσαμε με τους ιστορικούς, τους γλωσσολόγους, και τους λαογράφους μας. Λάθος. Κρύβουμε το κεφάλι με το λιανό μας δάκτυλο.
Και βέβαια. Πως μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ο μεγάς γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις έλεγε αυτά που μας έλεγε, – ορθά- κι από την άλλη έβριζε το Σολωμό μας αγράμματο, και τη γλώσσα του σκύβαλα και μαλλιαρά μαλλιά.
Σχέση με τους αρχαίους έλληνες έχουμε εμείς, λένε οι γάλλοι, οι εγγλέζοι και οι γερμανοί. Εμείς, που τους ανακαλύψαμε, τους αναστυλώσαμε, τους εξηγήσαμε.
Για τους ευρωπαίους οι νεοέλληνες είμαστε μια δράκα ανθρώπων απρόσωπη, ανάμεσα σε βαλκανιλίκι, τουρκολογιά και αράπηδες. Ειμαστε οι ορτοντόξ. Με το ρούσικο τυπικό στη γραφή, με τους κουμπέδες και τους τρούλους πάνω από τα σπίτια των χωριών μας, με ακτινογραφίες σωμάτων και σκουληκόμορφες φιγούρες αγίων στούς τοίχους των εκκλησιών.
Οι ευρωπαίοι βλέπουν τους πολιτικούς μας να ψηφίζουν στή Βουλή να μπει το «ορθόδοξος» στην ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, κατά τη διαταγή των παπάδων, και κοιτάζουν ανακατωμένοι και ναυτιάζοντας κατά το θεοκρατικό Ιράν και τους Αγιατολάχους.
Τέτοιοι οι βουλευτές μας, ακόμη και της Αριστεράς. «Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί (sic) εκατάστρεψαν το έθνος». Έτσι γράφει ο Παπαδιαμάντης.
Θέλεις νά `χεις πιστή εικόνα του νεοέλληνα; Λάβε το ράσο του γύπα και του κόρακα. Λάβε τις ασπιδωτές κοιλιές των ιερέων, το καλυμμαύκι Μακαρίου Β΄ της Κύπρου. Και τα γένεια τα καλογερικά, που κρύβουν το πρόσωπο, καθώς άκοσμοι αγκαθεροί φράκτες τους αγρούς. Και τις κουκουλωμένες καλόγριες, την άλλη έκδοση του φερετζέ της τούρκισσας, και έχεις το νεοέλληνα φωτογραφία στον τοίχο.
Απέναντι σε τούτη τη μελανή και γανιασμένη φοβέρα φέρε την εικόνα του αρχαίου έλληνα για να μετρήσεις τη διαφορά.
Φέρε τις μορφές των νέων σωμάτων, τις ευσταλείς και τις διακριτικές. Να ανεβαίνουν από την Ολυμπία και τους Δελφούς, καθώς λευκοί αργυρόηχοι κρότοι κυμβάλων. Τους ωραίους χιτώνες τους χειριδωτούς, και τα λευκά ιμάτια τα πτυχωτά και τα ποδήρη. Τα πέδιλα από δέρματα μαροκινά, αρμοσμένα στις δυνατές φτέρνες.
Φέρε την εικόνα που μας αφήσανε οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας. Οι κοντυλογραμμένες, με τις λεπτές ζώνες, τον κυανό κεφαλόδεσμο, και το ζαρκαδένιο τόνο του κορμιού. Οι ελληνίδες του Άργους και της Ιωνίας, οι λινές και οι φαινομηρίδες. Τρέχουνε στα όρη μαζί με την Αταλάνδη. Και κοιμούνται στα κοιμητήρια σαν την Κόρη του Ευθυδίκου.
Όλες και όλοι στηριγμένοι χαρούμενα σε κάποια μαρμάρινη στήλη, σ’ ένα λιτό κιονόκρανο, σε μια κρήνη λευκή της Αγοράς. Με περίγυρα τους ωραίους γεωμετρημένους ναούς, αναπαμένους στο φως και στην αιθρία. Άνθρωποι, και θεοί, και αγάλματα ένα.
Όλα ετούτα, για να συγκρίνεις την παλαιά και τη νέα Ελλάδα, να τα βάλεις και να τα παραβάλεις. Και στήσε το φράγκο από δίπλα, να τα κοιτάει και να τα αποτιμά. Με το δίκιο του θα `χει να σου ειπεί: άλλο πράμα η μέρα και το φως, και άλλο η νύχτα και οι μαύροι βρυκολάκοι. Δε γίνεται να βάλεις στο ίδιο βάζο υάκινθους και βάτα.
Και κάπου θα αποσώσουν επιτιμητικά την κρίση τους: -Ακούς αναίδεια; Να μας ζητούν κι από πάνω τα ελγίνεια μάρμαρα. Ποιοί μωρέ; Οι χριστιανοχομεϊνηδες;
Αλλά είναι καιρός από τις ασκήσεις επί χάρτου να περάσουμε στα πεδία των επιχειρίσεων. Να κοιτάξουμε την πυρκαγιά που αποτεφρώνει το σπιτάκι μας.
Γιατί είμαστε σβημένοι από τον κατάλογο των εθνών; Γιατί η Μακεδονία γίνεται Σκόπια, η Κύπρος γίνεται τουρκιά, το Αιγαίο διεκδικιέται ως το mare nostrum των οθωμανών; Γιατί ο πρόεδρος της Τουρκίας είπε πρόσφατα στην Αθήνα, ότι είμαστε μια επαρχία του παλιού οθωμανικού κράτους, που αποσχίσθηκε και πρέπει να μας ξαναπροσαρτήσουν; Γιατί ο Μπερίσα της Αλβανίας έχει να λέει πως οι έλληνες κάνουν διπλωματία που έρχεται από το Μεσσαίωνα και τους παπάδες;
Γιατί ο Αλέξανδρος βαφτίζεται Ισκεντέρ, και ο Όμηρος Ομέρ Βρυώνης; Γιατί οι διακόσιες χιλιάδες έλληνες της Πόλης γίνανε χίλοι, και οι τούρκοι της Δυτικής Θράκης θρασομανούν, και γίνουνται όγκος κακοήθης που ετοιμάζει μεταστάσεις;
Γιατι δυό από τους πιό σημαντικούς μας ποιητές ο μέτριος Σεφέρης κι ο μεγάλος Καβάφης, καταγράφουνται στις διεθνείς ανθολογίες και τους ποιητικούς καταλόγους μισό έλληνες μισό τούρκοι;
Γιατι όλα τα εθνικά μας δίκαια ευρωπαίοι και αλβανοί, βουλγαροι και εβραίοι, ορθόδοξοι και ρούσοι, τούρκοι και βουσμανοαμερικανοί τα βλέπουν σαν ανόητες και μίζερες προκλήσεις, σαν υλακές και κλεφτοεπαιτίες; Ποιά τύφλωση μας φέρνει να μη βλέπουμε ότι στα μάτια των ξένων εκαταντήσαμε πάλι οι παλαιοί εκείνοι γρεκολιγούρηδες; Οι esurientes graeculi του Γιουβενάλη και του Κικέρωνα;
Το πράγμα έχει και περιγραφή και ερμηνεία.
Μέσα στη χώρα, στην παιδεία δηλαδή και την παράδοσή μας, εμείς περνάμε τους εαυτούς μας λιοντάρια, εκεί πού οι έξω από τη χώρα μας μας βλέπουνε ποντίκια. Θαρούμε πως είμαστε τα παιδόγκονα του Αριστοτέλη και του Αλεξάνδρου. Οι ξένοι όμως σε μας βλέπουνε τις μούμιες πού βρέθηκαν σε κάποια ασήμαντα Μασταβά. Γιατί;
Τα διότι είναι πολλά. Όλα όμως συρρέουν σε μια κοίτη. Σε μια απλή εξίσωση με δυό όρους και ένα ίσον: νεοέλληνες ίσον ελληνοεβραίοι.
Αν εφαρμόσουμε αυτή την εξίσωση στα πράγματα,θα μας δώσει δύο γινόμενα. Το πρώτο είναι ότι ζούμε σε εθνική πόλωση. Το δεύτερο, ακολουθία του πρώτου, ότι ζούμε χωρίς εθνική ταυτότητα.
Οι νεοέλληνες είμαστε ένα γέννημα μπασταρδεμένο και νόθο. Ούτε ίπποι ούτε όνοι, ούτε όνισσες ούτε φοράδες. Είμαστε μούλοι. Δηλαδή μουλάρια. Και τα μουλάρια δεν γεννούν.
Ότι οι νεοέλληνες είμαστε ελληνοεβραίοι σημαίνει το εξής: ενώ λέμε και φωνάζουμε και κηρύχνουμε ότι είμαστε έλληνες, στην ουσία κινιόμαστε και υπάρχουμε και μιλάμε σαν να είμαστε εβραίοι.
Αυτή είναι η αντίφαση. Είναι η σύγκρουση και η αντινομία που παράγει την πόλωση. Και η πόλωση στην πράξη γίνεται απώλεια της εθνικής ταυτότητας. Και το τελευταίο τούτο σημαίνει πολλά.
Στήν πιό απλή διατύπωση, σημαίνει να `σαι τουρκόγυφτας, και να ζητάς να σε βλέπουν οι άλλοι πρίγκηπα. Σημαίνει νά `σαι η μούμια των Μασταβά, και να ζητάς από τους ευρωπαίους να σε βλέπουν ιδιοκτήτη της Ακρόπολης. Σημαίνει να σε θωρείς λιοντάρι, και οι ξένοι να σε λογαργιάζουνε πόντικα.
Τους ξέρει κανείς;
…Να μας πούνε δηλαδή, αν έχουνε ακουστά τα ονόματα:Εμπεδοκλής, Αναξίμανδρος, Αριστόξενος ο Ταραντινός, Διογένης ο Λαέρτιος, Αγελάδας, Λεύκιππος, Πυθαγόρας ο Ρηγίνος, Πυθέας που στον καιρό μας σημαίνουν αντίστοιχα Αϊνστάιν, Δαρβίνος, Μπετόβεν, Έγελος, Μιχαήλ Άγγελος, Μαξ Πλάνκ, Ροντέν, Κολόμβος.
Να μας μιλήσουν για κάποιους όρους σειράς και βάσης, όπως σφαίρος στον Εμπεδοκλή, κενό στο Δημόκριτο, εκπύρωση στον Ηράκλειτο, μηδέν στον Παρμενίδη, κατηγορία στον Αριστοτέλη, τόνος στους Στωικούς.
Να μας ειπούν οι κάθε λογής έλληνες επιστήμονες τι λέει η λέξη ψυχρά φλογί στον Πίνδαρο, μεταβάλλον αναπαύεται στον Ηράκλειτο, δακρυόεν γελάσασα στον Όμηρο, χαλεπώς μετεχείρισαν στο Θουκυδίδη…
Να μας ειπούνε, πόσοι φιλόλογοι, έξω από τα σχολικά κολλυβογράμματα έχουν διαβάσει στο πρωτότυπο τρεις διαλόγους του Πλάτωνα, δύο Νεμεόνικους του Πινδάρου, την Ωδή στην αρετή του Αριστοτέλη, έναν Ομηρικό Ύμνο. (Και αυτό δεν είναι ραψωδία).
Και για να μας πιάσει τεταρταίος και καλπάζουσα, να μας ειπεί ποιός γνωρίζει και διδάσκει από τους ειδικούς προφεσσόρους στα πανεπιστήμια ότι οι τρεις τραγικοί ποιητές μας στη βάση τους είναι φυσικοί επιστήμονες, ότι στη διάλεξή του για την αρετή ο Πλάτων έκαμε στους ακροατές του ένα μάθημα γεωμετρίας, ότι η Ακρόπολη των Αθηνών είναι δωρικό, και όχι ιωνικό καλλιτέχνημα, ότι η διδασκαλία τραγωδίας στον θέατρο ήταν κήρυγμα από άμβωνος ότι η θρησκεία των ελλήνων ήταν αισθητική προσέγγιση των φυσικών φαινομένων.
Δεν νομίζω, αναγνώστη μου, ότι σε όλα αυτά τα επίπεδα η έρευνά μας θα δώσει ποσοστά γνώσης και κατοχής σε βάθος του κλασικού κόσμου από τους νεοέλληνες που να υπερβάινουν τους δύο στους χίλιους.
Τι φωνάζουμε τότε, και φουσκώνουμε, και χτυπάμε το κούτελο στο μάρμαρο ότι είμαστε έλληνες; Για το θεό δηλαδή. Παράκρουση και παραφροσύνη.
Αυτούς;
Από το Ελληνικό ερχόμαστε στο Εβραίικο. Ερωτάμε το ίδιο στατιστικό δείγμα, το ευρύ και το πλήρες, αν έχουν ακουστά τα ονόματα Μωϋσής, Αβραάμ, Ησαϊας, Ηλίας με το άρμα, Νώε, Βαφτιστής, Εύα η πρωτόπλαστη, Ιώβ, ο Δαναήλ στο λάκκο, η Σάρα που γέννησε με εξωσωματική. Και όχι μόνο τα ονόματα, αλλά και τις πράξεις ή τις αξίες που εκφράζουν αυτά τα ονόματα.
Υπάρχει γριά στην επικράτεια που να μην ξεύρει τούτους τους εβραίους; Δεν υπάρχει ούτε γριά, ούτε ορνιθοκλόπος στις Σποράδες, ούτε κλεφτογιδάς στην Κρήτη. Εδώ τα ποσοστά αντιστρέφουνται. Στους χίλιους νεοέλληνες τα ναι γίνουνται ενιακόσια τόσα, και τα όχι δύο. Και δεν ξεύρουν μόνο τα ονόματα, αλλά είναι έτοιμοι να σου κάνουν αναλύσεις στην ουνιβερσιτά και στην ακαντέμια για τις ηθικές και άλλες αξίες που εκφράζει το κάθε όνομα.
Το ίδιο συμβαίνει και για φράσεις όπως Προς Κολασσαείς, Προς Κορινθίους, Εκ του κατά Λουκάν.Εδώ μάλιστα μεγάλος αριθμός νεοελλήνων ξεύρει απόξω ολόκληρα χωρία και περικοπές. Μόνο που συμβαίνει κάποτε να ακούσετε τους ψαλτάδες στις εκκλησίες το Χριστός Ανέστη να το ψέλνουν, όπως εκείνος ο απόστρατος χωροφύλακας του Παπαδιαμάντη μας:
Κστό – μπρε – Κ’στος ανέστη
εκ νεκρών θανάτων
θάνατον μπατήσας
κ’ έντοις – έντοις – μνήμασι
ζωήν παμμακάριστε
Και το άλαλα τα χείλλη των ασεβών,
Άλαλα τα χείλη, οι κερατάδες.
Και δόστου να το γυρίζουν άλλοτε στον αμανέ και άλλοτε στο κλέφτικο.
Το ίδιο συμβαίνει, αν τους ειπείς για τόπους όπως Ιορδάνης, Γαλιλαία, Γεσθημανή (sic), Όρος Σινά, Καπερναούμ. Τιβεριάς.
Αν όμως τους ειπείς για Βάσσες ή Φιγαλία, για Αργινούσες ή Πλημμύριον, για Περίπατο ή Κήπο (περιπατητικοί, επικούρειοι), σου απαντούν, όπως ο Μακρυγιάννης. Όταν είδε το Σκούρτη και τους άλλους ναυάρχους στα όρη να οδηγούν σε μάχη τους στρατιώτες του Νικηταρά με ναυτικά παραγγέλματα:
-Τι όρτζα, πόρζα, και γαμώ το καυλί του μας λέει ο κερατάς;
Το ίδιο συμβαίνει, αν ζητήσεις να σου αναλύσουν την επί του Όρους Ομιλία, ή να σου τραβήξουνε διάλεξη περί νηστείας, περί προσευχής, περί του «Δεύτε οι ευλογημένοι….». Ο κάθε νεοέλληνας εδώ είναι πτυχιούχος και ειδήμονας. Είναι κληρονόμος και καθηγητής. Ξέρει να ταϊσει άχυρα το σκυλί του, και κόκαλα το γαϊδούρι του. Γνώση και πίστη και σοφία, που να ιδούν τα μάτια σου και να μην πιστεύει ο νους σου.
Η εθνική μας σχιζοφρένεια
Ποιός είναι ο Γρηγόριος ο Ε΄; Είναι ο πατριάρχης που έσκασε από το κακό του, γιατί τον εμποδίσαν και δεν επρόφταξε να αφορίσει το Ρήγα. Το μεγαλομάρτυρα Ρήγα.
Ποιός είναι ο Γρηγόριος ο Ε΄; Είναι ο πατριάρχης που βλέπουμε τον ανδριάντα του μπροστά στο εθνικό πανεπιστήμιο. Δίπλα στο Ρήγα. Πού ξανακούστηκε τέτοιο κυλώνειο άγος! Ο Λεωνίδας κι ο Εφιάλτης αγκαλιά.
Η ελληνική σχιζοφρένεια αγαλματοποιημένη μπροστά στα πόδια της ελληνικής παιδείας. Μπροστά στο αγνό βάθρο του μέλλοντος των παιδιών μας.
Αυτή η συμβολική στιγμή και εικόνα, ο Γρηγόριος Ε΄ δίπλα στο Ρήγα μπροστά στο πανεπιστήμιο, είναι το σύμβολο παλλάδιο της μουλαροσποράς μας.
Ο καημένος ο Κολοκοτρώνης. Είπε κάποτε πως μια μέρα το πανεπιστήμιο θα γκρεμίσει το παλάτι. Λάθος σοφέ, μου γέρο.
Γιατί αφόντας εστήσανε μπροστά στο πανεπιστήμιο τον πατριάρχη, η νεότερη Ελλάδα είχε παίξει πια τη ζαριά της στο Ρουβικώνα. Είχε πάρει το δρόμο της. Τη στράτα του κακού και της ανεμοζάλης. Η Ελλαδοελλάδα αποσύρθηκε, άκρα πικραμένη και περήφανη. Και άφηκε την Εβραιοελλάδα να ξερογλείφεται σα μαϊμού απάνου στη σκηνή του καραγκιόζη:
Γειά σου, μάνα μου Ελλάς,
Είμαι κλεφτοφουκαράς.
Η σμαρδή και φαναριώτικη πολιτική στον Αγώνα, με Μαυροκορδάτο και Κωλέττη και παπάδες, θα περάσει ύστερα, και θα δώσει το ρυθμό και τον τόνο της στην πολιτική ιστορία της «νεότερης Ελλάς». Φατρίες, κομματισμός, αρριβισμός, βουλευτοτσιφλικάδικα.
Εθνική αφασία, ξενοκίνητα νήματα της μαριονέττας, το αγγλόφιλο, το γαλλόφιλο, το ρωσόφιλο. Πολιτική του ρουσφετιού και της ασυδοσίας, δουλοφροσύνη, λεονταρισμοί, απαξία, ιδιοτέλεια. Ό,τι ανθίζει πια, κι ό,τι καρπίζει σήμερα στη χώρα. Νούλες και κουλούρηδες, χάχηδες και σάκηδες, ντόρες και ντορήδες. Περάστε κόσμε.
Έξω από τα λίγα αργά φωτεινά διαλείμματα. Τ αγγελικό και μαύρο φως του ποιητή. Που ο ένας θα περάσει μια Κυριακή πρωί μπροστά στον αη-Σπυρίδωνα. Που ο άλλος θα ειπεί κατάδακρυς: ώστε λοιπόν, ανθ’ ημών Γουλιμής! Και ο τρίτος θα σημειώσει σιωπηλά στο καλεντάρι του: 1 Νοεμβρίου 1920.
Η τελευταία πράξη της τραγωδίας, η ταφόπλακα δηλαδή που σκέπασε το φονικό, ανάλογη με την ταφόπλακα του 843 που έθαψε την αρχαία Ελλάδα, ήταν το διάταγμα του ελλληνικού κράτους να ονομάσει το Υπουργείο για τη μόρφωση των παιδιών μας Υπουργείο των εκκλησιαστικών. Και λίγο αργότερα Υπουργείο εθνικής παιδείας και θρησκευμάτων. Και τούτο το άνομο όνομα και νόημα τέρας το φέρνει μέχρι σήμερα. Η εθνική σχιζοφρένεια υπογράφτηκε και σφραγίστηκε με τη μεγάλη του Κράτους σφραγίδα.
Ακούσατε πουθενά σε Ευρώπη ή σε Αμερική, σε Σαχαλίνη, Ταγκανίκα ή Εσκιμώους, η παιδεία ενός έθνους, η μεγάλη ελπίδα και το μυστήριο των μυστηρίων του, να μπερδεύεται με το αντερί και το ράσο;
Υπάρχουν Έλληνες;
…Οι εβραίοι εκαλλιέργησαν τη γη της πίστης. Οι έλληνες εκαλλιέργησαν τη γη της γνώσης.
Οι εβραίοι ήσαν δήμιοι, οι έλληνες ήταν οι δικαστές.
Οι εβραίοι ήσαν αδίσταχτοι, οι έλληνες ήσαν ευγενικοί.
Για αυτό και νίκησαν οι εβραίοι τους έλληνες.
Εχρησιμοποίησαν σαν όπλο τους βέβαια το χριστιανισμό, ένα νόθο και μισαρό παρασάρκωμα του σώματος τους, από τους ίδιους απόβλητο, και αφάνισαν την ωραία Ελλάδα.
Ότι δεν εκατάφερε η ανδρεία, το κατάφερε ο δόλος. Η κλασική περίπτωση του έλληνα Διγενή…
…Αλλά πέστε να πάψουν επάνω οι φωνές των γυναικών. Και σταματήστε τα δάκρυα για τον Ορέστη. Γιατί κάπου βαθιά στον καθένα μας υπάρχουν κρυμμένοι οι έλληνες. Και περιμένουν. Τό `δειξε ο Θοδωράκης και ο Σολωμός. Τό `δειξε το Δώδεκα δεκατρία και ο Τρικούπης. Τό `δειξε ο Γοργοπόταμος, ο Καβάφης, και το ύψωμα 731 κοντά στο Βεράτι…
…Έλληνες θα ειπεί δύο και δύο τέσσερα στη γη. Όχι δύο και δύο είκοσι δύο στον ουρανό.
Έλληνες θα ειπεί να προσκυνάς τακτικά στους Δελφούς το γνώθι σαυτόν. Όχι να κάνεις την εξομολόγηση στους αγράμματους πνευματικούς και στους μαύρους ψυχοσώστες.
Έλληνες θα ειπεί να σταθείς μπροστά στη στήλη του Κεραμεικού και να διαβάσεις το επιτύμβιο: στάθι καί οίκτιρον.
Σταμάτα, και δάκρυσε, γιατί δε ζω πιά. Κι όχι να σκαλίζεις πάνω σε σταυρούς κορακίστικα λόγια και νοήματα: προσδοκώ ανάσταση νεκρών.
Έλληνες θα ειπεί το πρωί να γελάς σαν παιδί. Το μεσημέρι να κουβεντιάζεις φρόνιμα. Και το δείλι να δακρύζεις περήφανα.
Κι όχι το πρωί να κάνεις μετάνοιες στα τούβλα. Το μεσημέρι να γίνεσαι φοροφυγάς στο κράτος και επίτροπος στην ενορία σου. Και το βράδυ να κρύβεσαι στην κώχη του φόβου σου, και να ολολύζεις σα βερέμης.
Ακόμη και ο Ελύτης, καθώς εγέρασε, τό `ριξε στους αγγέλους και στα σουδάρια. Τι απογοήτεψη…
Έλληνες θα ειπεί όσο ζεις, να δοξάζεις με τους γείτονες τον ήλιο και τον άνθρωπο. Και να παλεύεις με τους συντρόφους τη γη και τη θάλασσα. Και σαν πεθάνεις, να μαζεύουνται οι φίλοι γύρω από τη μνήμη σου, να πίνουνε παλιό κρασί, και να σε τραγουδάνε…"
Δημήτρης Λιαντίνης, ΓΚΕΜΜΑ

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

Η Ιστορία της Σπασμένης Καρέκλας





















Σπασμένη καρέκλα
στις ενοχές της αυγής
στο τέλος
που φάνηκαν
τα θρύψαλα των ανθρώπων
σκισμένοι τοίχοι
τη σκιά της κρατούν
σ' αιώνες σιγής
πριν μπόρα ξεσπάσει
Πευκοβελόνες γέρικες
και φύλλα συκής
τα μόνα απ' τα φύλα
που γέρνουν αθώα
σε συρτάρι του άπειρου
στο χείλος του γκρεμού
για τα όχι
που λεηλάτησαν
θησαυρούς και αγρίμια
Σπασμένη καρέκλα
με ξέφτια και δόντια
φυτεμένα άτεχνα
να έχει αντοχή
και τέχνη εραστή
να την τρέμουν
ασπούδαστοι στης καρδιάς
τους παλμούς
στα τραγούδια
που βούλιαξαν
στων πελάγων τη χώρα
στέκει ορθή
με δεμένη πληγή
στα χρόνια που έζησε
φιλί να κρατάει
για όλες τις άρνησες
παραμονές και ανήμερα
θηρία που βρυχήθηκαν
σε άγονα όρη
στάζει παιδί μ'
ορμή και
βλέμμα βαθύ
να τιμήσει τη γέννηση
στη γένεση κόσμου
κι αν την ξεγέλασε
να πει το ναι
σπασμένη καρέκλα
δίχως ντροπή
να βουλιάξει στο πάθος
να φιλήσει κορμί
με ψυχή και ρωγμή
που φυλάει τους χρόνους
αλήτισσα στέκει
στην αποθήκη του νου
με ξέφτια και σκόνη
και σκόρπια ζωή
σε μεθύσια κορίτσια
σε αγόρια των δρόμων
να σημαδέψει τον αιώνα
που τη φώλιασε
να ανατρέψει το Όχι
που την πρόδωσε
και πουτάνα την έσυρε
στα στενά τα μυαλά
των ανθρώπων
Σπασμένη καρέκλα
τιμά τον τίτλο που έλαβε
και μοιράζει αγκαλιά
σε φύλλα ξερά
και αξίας συντρίμμια
πουλιά που τα τρόμαξαν
των ανέμων τα ξέπλεκα
μαλλιά...

Να τη θυμάσαι
την ιστορία της
σπασμένης
καρέκλας ... μου

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

ακόμα...
























Λίγος καιρός πάει και έρχεται
που μου στέρησαν τα παιδικά μου όνειρα.
Έπαψα και εγώ να πιπιλώ το δάχτυλο.
Κατέβηκα στην αρχή μποσουλώντας
από το παιδικό μου κρεβάτι.
Άφησα γυμνά τα σεντόνια μου.
Εκείνα με τα λουλουδάκια
Που μου ΄χε χέρι αγαπητό κεντήσει.
Πήγα και ψήλωσα στα πεζοδρόμια.
Μέσα στ’ αγκάθια θορύβου και σαπίλας.
Πατώντας με γυμνό το πέλμα,
έμαθα το κακό στην κούνια του.
Είδα να σέρνουν τα συμφέροντα ανθρώπους
Και αριθμούς να υπολογίζουνε κεφάλια.
Μαθήτευσα στα γόνατα της πόρνης.
Ακολούθησα τα βήματα του νταβατζή της.
Πέρασα από καφενεία που τζογάρουν την τύχη τους
ρημάδια κορμιά, μούσκεμα από το άμοιρο.
Ακόμα...
Άνθρωποι χωρίς πρόσωπο, περπατούν
με το κεφάλι στον τοίχο,
σήμα κατατεθέν υποταγής ανείπωτης.
Μάτια προβάλλουν από κάδους σκουπιδιών,
Ψάχνουν ίχνη περηφάνειας στ’ άπλυτα της πόλης.
Μπόχα δρόμοι και λιμνάζοντα πάρκα.
Σύριγγες και χέρια τρυπημένα
απλώνονται μονοπάτι
και δείχνουν με το δάχτυλο
τον ουρανό που ειρωνεύεται με ήλιο δόντια.
Ποιητή μου σου θυμίζω το στίχο σου:
«Εκείνοι που έπραξαν το κακό
τους πήρε μαύρο σύγνεφο».
Και έχει μια λιακάδα.
Ακόμα ...

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

τα Χρέη






















Όταν γεννιέσαι 
έχεις να 
διατρέξεις
το Όλον του 
θανάτου σου
και 
πεθαίνοντας να 
καρφώσεις
το άπειρο της 
Ζωής

Βέβαια
όσα πουλιά
μπορέσουν να 
επιβιώσουν
σ’ όλες τις 
εποχές του
νου σου
θα άδουν για
όλες τις 
γενεές του
μέλλοντος
που πρόλαβες να 
αναδείξεις στο 
βλέμμα σου

Κι οι φώκιες
θα σπαράζουν για
τη συντριβή σου
πάνω στη 
μάντρα με
τους έρωτες...
..Εκεί που
αποσύρονται οι
μηχανές του χρόνου

Καλημέρα σου -!-..
..Κι ας είναι βράδυ
Είσαι πρωί -!-
Κι έτσι
πορέψου!

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

απομηχανής θεός






(Ευχαριστώ το logoclub για την παραγωγή του video και ξεχωριστά το Νίκο Στυλιανού,
καθώς και το Νίκο Μανιά από το συγκρότημα των Lyrical Punishment για την ηχογράφηση
και την παραγωγή του ήχου)



Θεός απομηχανής -
χειρολαβές λέξεων
κλειδώνω τα χέρια
τεντώνω το κορμί
παίδευση ακόμη
σ΄ένα χειμώνα φονικό
απλώνω το βλέμμα
πίνοντας κατά τους
τρόπους εκμάθησης
εφεύρεση δικιά μου
νοητική επέκταση
για επιστροφή
πανικού

σε αποστολέα
ματαιόδοξο

και γυρίζω τα
βράδια

σε δρόμους
καχεκτικούς

αγκαλιάζοντας
κορμιά -

σκοπούς ηδονών
να γίνει το θαύμα
επιμηκύνω τα γράμματα
να λυτρώσω από χάος
που άρμεξε την
παιδικότητα

στο βασίλειο
κατασκευασμένων
οργασμών
που το μέταλλο
πληρώνει

νωθρό μάτι
με δάκρυ κρυμμένο
μένω στα
κορίτσια που

γέμισαν -
κορίτσια - βαγόνια
σε υπερσύνορα ταξίδια
σε ένα λεπτό
και κάποια δευτερόλεπτα

Ψάχνω τα γράμματα

με τ' ακροδάχτυλα
φράγματα αγγίζω
λυγμών αιώνιων
μέσα στους καπνούς
και τις
αλκοολικές ανάσες

που θαμπώνουν
τα τζάμια

και σπάω
τα κρύσταλα

να αποδράσει
η μουσική


Κρεμιέμαι

από το Πι και
το Ταφ

ανεβοκατεβαίνω
το Κάπα

στην περιφέρεια
του Όμικρον

φιλοσοφώ το
μαγικό αριθμό

με τριακόσια
δέκα τέσσερα και...

και κρατώντας το Άλφα
το φέρνω στο
υποσέλιδο

των ποιημάτων
εκεί που
οι αναστεναγμοί
του ονείρου

τινάζουν τα
σεντόνια τους

να διώξουν
το σπέρμα

του θανάτου
και την οσμή
νεκρού αιδοίου

την ώρα
που
τα περίπτερα απεργούν

κι οι ειδήσεις αργούν
πολύ αργούν να
φτάσουν στον κόσμο
των ανθρώπων

Με μια σύριγγα
παραβατούν

για ν' αγαπούν
τα κορίτσια
που μιλιά δεν βγάζουν
μόνο καυτηριάζουν
το αιμορραγούν πέος
του ανέμου

σε στύση εφηβική

Καλά που
πρόλαβα να

κρατηθώ απ' τις
χειρολαβές

των γραμμάτων
γιατί το αίμα μου
αλλοιώθηκε

από τη χρόνια της
πείνας την απεργία

Να δώσω, λέω,

επώνυμο στην
ανώνυμη πολιορκία
με το κάλπικό της
άγγιγμα

μέσα σε
αδιευκρίνιστες αιτίες

ή,
για να διαιωνίσει
τη ντροπή

όταν το
αρπαχτικό πτηνό

ράμφισε
αδιάντροπα την

καρδιά μου
κι ύστερα
κροκόδειλος έγινε

να κλαίει ασταμάτητα..

Κρατιέμαι γερά απ'

τις χειρολαβές -
γράμματα δικά μου -
ορθώνω Γιώτα το
κορμί μου
κι αναλαμβάνω την
πατρότητα του
τραγουδιού μου
την ώρα που
η μικρή πόρνη -
πουτάνα την έλεγαν -
αυτοκτονούσε
σφάζοντας τη
μήτρα των
θριάμβων
που ονόμασαν
την ώρα που
ο πρώτος κατακτητής
βίασε την ψυχή της..

Αλλάζω μορφή
στα γράμματα
κι ευθείες τεμνόμενες
φτιάχνω -

σημείο τομής
το περιθώριο που
απαγχόνησα το
μυαλό μου

για να μπορώ
να είμαι

εγώ κι εγώ
να γράφω ατέλειωτα
τις παράλογες αποφυγές
μιας πλασματικής
ζωής ανθρώπων
και ν' αποδείξω την
ύπαρξη
μιας ανεμώνης
στην καρδιά του
λαβωμένου φεγγαριού..

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

τα παπούτσια σας





















Κάθε μέρα
γυαλίζω τα παπούτσια σας
στον αχυρώνα με
τα παράπονά σας

Γυαλίζω τα παπούτσια σας
προσεχτικά
μη μου χυθεί το χρώμα
και μου φανείτε άλλοι

Αιώνες πάνε
που η ασχολία μου
έγινε κομμάτι του
εαυτού μου -
συνήθεια με παρανόηση
ενώ η νόηση
κλειδώθηκε
στο πατάρι με
τις αμαρτίες μας

Κάθε μέρα
πτωχοί μου συγγενείς
ξελασπώνω την
ομορφιά σας
γυαλίζω τα παπούτσια σας
τόσο που είστε περήφανοι -!-..
και χαριτωμένοι
στα αστεία σας  -!-..
και
με τι καλωσύνη
μου λέτε καληνύχτα -!-...
εγώ σας σκέφτομαι..

Κι έχω αδειάσει μπουκάλια
και μπουκαλάκια
χρώμα στα
πατούμενά σας

Κι όταν κουράζονται τα χέρια
ή, τέλος πάντων νυχτώνομαι
κουλουριάζομαι στο
σωρό των παπουτσιών σας
των πανάκριβων και μοναδικών -
μόνο εσείς τα φοράτε -
ίδια άλλος δεν έχει -
κουλουριάζομαι στο σωρό
και υπνωτίζομαι με
τη μυρωδιά σας
να θυμάμαι
να σας φέρνω το γάλα σας
πριν ξυπνήσετε -
Δίπλα σας
στο κομοδίνο σας -
έτσι
που τόσα γάλατα που μαζεύτηκαν
άφθονη τροφή
να έχετε
να καυτηριάζετε
τη λυσσαλέα αγάπη σας
για ΄με

Μη λησμονήσετε μονάχα
ότι κοιμάμαι στο σωρό
των παπουτσιών σας -
στο γνωστό κοιμητήρι
των απορημένων σας βλεμμάτων -
δεν μας έμοιασε τούτο το παιδί -

Μη λησμονήσετε, αφού
και ουκ ολίγες φορές
πατήσατε στο σωρό
εκεί στο αχυρώνα
με τα παράπονά σας
και χάσαμε τους ύπνους μας
κι εσείς και το φάντασμά μου
που φάντασμα έγινα
για να περνάω μέσα από τοίχους
και να οσμίζομαι
την κάθε ανάσα σας..

Και σήμερα σκέφτομαι
να χαϊδέψω την αγκαλιά μου
και ΄σεις..
να ταξιδέψτε για πάντα

Γιατί βράδιασε πια πολύ
και γερνούν -
πρόωρα, δηλαδή,
γέρασαν τα μάτια μου
κι οφείλω και μια αγκαλιά
στην καρδιά μου..

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

στο δείπνο που πήγα..

 


Άργησα να φτάσω
Μου σκόρπισαν τους δρόμους
Μέχρι να μαζέψω τις πορείες
Τις κλήσεις μέχρι να απαντήσω
Ήταν και τ' αποτσίγαρα
που εμπόδιζαν -
δεν προλάβαινα να καπνίσω
τα πάντα
Μάλλον και τα φώτα
απ' τα νυχτερινά μαγαζιά
που επεμβαίνουν στην
συγκέντρωση της σκέψης...
και πήγα αργά στο τραπέζι
Ήταν και τα ρολόγια
που είχα αδειάσει
απ' τους δείκτες
και τους αριθμούς -
είχα πει,
ας μετρήσουν τα κύματα
δε θέλω χρόνο-!-
Να είμαι εκτός..
Κι έφτασα αργά τη νύχτα..
Όμως,
δεν είχαν φάει ακόμη -
με περίμεναν..

Απ' τα δεξιά
ένας στρατώνας στον
κουρνιαχτό του
Στ' αριστερά
το γηροκομείο που χόρευε
το στερνό του τανγκό
Στο κέντρο
οι αναποφάσιστοι -
κρασιά και κανάτες με νερό -
με δελέασαν και τα δύο -
Στο πάτωμα όλα τα πιάτα
με τα φαγητά κάτω απ'
τις καρέκλες

Στάθηκα όρθια -
έσπρωξα με το
πόδι το πιάτο μου
πιο μέσα στο κάτω
του τραπεζιού
Κοίταξα στο στρατώνα -
ένας φαντάρος πήδαγε τη
μάντρα να προλάβει
Μια πόρνη έπινε αργά τις
άδειες ηδονές της -
να μεθύσει θα ΄θελε τη
νάρκη του στρατώνα...
"Μη με πάρεις μαζί σου" έλεγε
"Σκοτείνιασα.."
Το κέντρο στο τραπέζι
άρχισε να τρώει τον
εμφανή πανικό του
Τα γερόντια χόρευαν  τανγκό -
κουρδισμένη λατέρνα
η "μποέμισα"..
Κι "έλα μαζί μου.."
ικέτεψα τη γυναίκα
που έπινε..
Δάγκωσα το κέντρο -
τέλειωσε το δείπνο -
"Έλα μαζί μου" της είπα..
"Κι άκου-!- Εκεί χορεύουν-!-.."

Ήπια απ' το στόμα της
να ελαφρύνω το κλίμα
και φύγαμε μαζί..
Η σελήνη τεντώθηκε -
πόσο μεγάλη είναι -!-
και...φύγαμε μαζί..
"Καληνύχτα, αγάπη μου...
Μην τρέμεις τώρα.."

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

δεν έχει τίτλο η αγάπη

για σένα, silena..



Με ξύπνησε η βροχή
που μούσκεψε το κρεβάτι μου
Οι κεραυνοί
που καρφώθηκαν στ' όνειρό μου
Σε βρήκα να 
κατηφορίζεις μια υποτείνουσα 
τρέχοντας
τρέμοντας στο σκοτάδι
Δε θα σταματούσες -
το ένιωθα - θα ξεπερνούσες το τέρμα
Το νήμα θα έσπαγες
Κι εγώ -;-..
"Έχω ένα αστέρι μέσα μου!" Σου φώναξα
"την καρδιά μου.." 
... Στάθηκες. 
Χαμογέλασες
και πήρες το δρόμο για τη δικιά μου Βηθλεέμ..
Αυτό το βράδυ...γεννήθηκα..
δίχως μάγους
με το τραγούδι σου και μόνο..

Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010

η σάκα















Παρεμπιπτόντως
απόψε
με ξύπνησαν οι τύψεις -
ούτε ένα σύνθημα ποτέ
δεν είχα γράψει
στην τσάντα μου τη σχολική..


Την ξαναβρήκα
κάτω από κουρέλια χρόνων
που τη νύσταζαν επιεικώς..

Τα ρήματα
την ξεχείλιζαν άτακτα
και θλιβερά
και τ' αξιώματα
μιας άλγεβρας διψασμένης
ν' ακουμπήσει
σ' ένα πλατύ μυαλό -
ετοιμόγεννη την έκαναν
γυναίκα ανύπανδρη και διωγμένη..

"Να την ξεσκονίσω τουλάχιστον
να μπορέσει να με δει" σκέφτηκα

Την άδειασα
και κρεμάστηκαν
οι φωνές των δασκάλων μου

Κρεμάστηκαν στο λαιμό
οι παραβολές, οι μύθοι,
οι ασύμπτωτες, οι συντεταγμένες,
όλες οι παραλήγουσες,
οι λήγουσες,
η αχρεία γραφή μου
με το μηδενικό της
όταν τελείωνα τη θητεία μου -
μηδενικό κόκκινο
για να ντραπώ και, τότε να
πνιγώ -
δεν πνίγηκα
γιατί ΄χα συνηθίσει τη βροχή..


Και τώρα,
μετά από χρόνια πολλά
με όλο το βάρος
μιας σάκας σχολικής
κι όχι τυχαίας -
μ' όλο το άχρηστο
βάρος στο λαιμό -
πέφτω στη θάλασσα
του Φαλήρου για να πνιγώ
που δεν κατάφερα
τόσα χρόνια
ένα σύνθημα να γράψω
ενώ τα ρήματα
με τις προσταγές
ασέλγησαν στ' όνειρό μου..

Κι είναι
που μ' ακύρωσαν
όταν διάβαζα το σκοτάδι
και τις μέρες
έσπαγα τις μάσκες
των φιλήσυχων πολιτών..

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

η ντροπή μιας υποταγής


















(αφιερωμένο στις γυναίκες με ... το σάβανο που, λιθοβολήθηκαν γιατί ... ήταν γυναίκες..στο όνομα, ενός ακόμη παντοκράτορα,...,...)


Κάτι απ' το μνήμα έχει
του τάφου κραυγή
Το ξύπνημα
που κόλλησε στα
ματοτσίνορα -
στα σύνορα
της ματιάς
για αύριο της
λύτρωσης

Ναι-!-
Έχει απ' το μνήμα
που θάφτηκαν
οι λίθοι
που σταμάτησαν
το επόμενό σου...
..που δεν ντράπηκαν
να εισχωρήσουν
τους Πόνους
απ' τους πόρους
του σάβανού σου -
το λευκό τσουβάλι
της θηλυκότητάς σου -
να ματώσουν
ματαιώσουν
τη γιορτή σου
στον κόσμο των
θνητών..

Κι έτσι
στο σάβανο
άρχισε να ανατέλλει
η δύση
με το κόκκινό της
δίχως όρια
και δίχως πανικό
Και που τα πόδια σου -;-
Και που η καρδιά σου -;-
Και πως τα μάτια σου
όταν ξυπνούν -;-

Σπαρταράς
στη γιορτή -
μια σάπια νύχτα
και σάπια βροντή -!-..

Κι ότι έλεγα
να σε φιλήσω
τα κρύσταλλα έσπασαν
και τα χέρια μου
και μάτωσαν τα χέρια μου

Έχει ματώσει το μυαλό
Με γεμίζει
ο "ματωμένος γάμος"
αφού είχα αργήσει
να τον μελετήσω
και μεγάλωσα πολύ..

Αλήθεια -!-
δεν πρόλαβες
να δεις
τις ρυτίδες μου
...
αντάλλαγμα
που δεν είδα ποτέ
τις δικές σου
στις πρόχειρες δίκες
των πρόχειρων δικών
στην προχειρότητα
των δικαστών
στην εξουσία
των βασανιστών

Κι έτσι
δεν μπόρεσα
να σ' ερωτευτώ
γιατί
μαρμάρωσες
κι ο χώρος
στο χρόνο -
σακάτης,
πίσω απ' το σκήπτρο
της κρυμμένης ντροπής
που ήταν
η ομορφιά σου -!-..

Κι άξαφνα
σταμάτησες
και τα κτήνη
νύσταξαν
κι έγειραν
να κοιμηθούν..