Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

ένα κατσαρόλι πλην

























«Eίμαι» λοιπόν
στο κενό που θριάμβευε το τίποτά μου
στην απαλλοτρίωση του χρόνου –
πλαστική πορεία, να λένε ότι στέκουν -
και πάνε κι έρχονται.
Σου λέω: «Δεν υπήρξα ποτέ μου. Μόνο φαινόμουν.»
Δεν ξέρω, αν ένιωσες την οδύνη του τίποτα
να κρέμεται στο κενό
και να καταρρίπτεται το σύμπαν του μαύρου.
Δεν ήξερα τίποτα, σου λέω.
Δεν έβλεπα. Δεν απόκτησα μάτια.
Άμορφο το πρόσωπο χλευάζει
τις μορφές στις βιτρίνες που στέκονται
και κιτρινίζουν τις στιγμές,
που αιωρούνται στα πακεταρισμένα συντρίμμια
που μιλιόνται «άνθρωποι» και «φίλοι»
Οι ίδιοι σχόλασαν απ’ απόψε μου
που είναι πάντα χθες και αύριο,
το πρωί με τις Αυγές των προσώπων.
Υπήρξα, σε όνειρο, φυγόκεντρος στιγμιαία
γι’ αυτό απήγαγα το χάος
και, ξεχάστηκα νωρίς
Δε με κράζουν οι θύελλες.
Δε με αποκαλούν.
Στα συσσίτια ένα κατσαρόλι μείον
Ένα ψωμί πλην.
Δεν τους γυρεύω κι εγώ.
Αρνήθηκα τη σειρά
ακόμη και τις στάμπες στο μέτωπο
γι’ αυτό χάσκει πάντα μια θέση
στο τρένο που τρελάθηκε
και ιππεύει επιβάτες.
Αφού, κι Εσύ δεν είσαι
και στα τυφλά μαζεύω μαργαρίτες,
να λείψει κάτι απ’ το τραπέζι.
Ας πουν ότι δείπνησα κι εγώ μαζί τους
κι ας ξεπλυθούν μετά
να πέσουν μαχαίρια
οι απόψεις τους
Ας πουν, ότι αυτοί ήταν όλοι εκεί._

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

λίγο πριν





























Λογίζομαι μνήμες / Αδέσποτοι καθρέφτες που / μετρούν τις παιδικές μου γωνίες, αφού / η φήμη μου, ν’ αποστρέφομαι κύκλους / άγγιξε το σύμπαν της ανακωχής μου με τη ζωή. / Και μετρώ πέτρες - / τα πόδια μου όλα - / από τις αρχαιότερες φωτιές. / Κάθε που αγγίζω τις γλώσσες τους / τα χείλη σου στάζουν πυρετό στους θυρεούς μου / κι ο σαματάς της σιωπής, / η βοή της πέτρας, / η φωνή σου / βραχυκυκλώνουν τ’ ακουστικά μου. / Ηχητικά μαύρος / Ικέτης των αρμών σου - / ανυποχώρητο κύμα σ’ ανυποχώρητο βράχο, - και / το πέρασμα στις οπές των λεπτών / που έχουν τη διαχρονικότητα της κλοπής / μιας ματιάς σου / με την υφή αρμυρή από τη θέση της απουσίας σου. / Ξυράφια στις χούφτες μου / τα όπλα του φιλιού, / με το νου στο χρώμα των ακουσμάτων σου. / Η γωνία στο μηδέν και / το κύμα στο λυμένο του χειρόφρενου, / πριν ο βράχος βραδιάσει._

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

οι δρόμοι σε στάζουν


































Οι δρόμοι πλέον
βαδίζουν πάνω μου. Ανέσπεροι
στο μαύρο μου "στέκομαι".
Είμαι κρεβάτι μου - μπαλκόνι δίχως θέα
ή με θέα εισχώρηση γενική
Έχω να κάνω γενική αιώνες και
κάτι τόνους καημού ακόμη
Το λούκι αναμενόμενα φραγμένο
κι η υποψία νερού στο μυαλό (Παφλάζει στο μνημόσυνο των κυμάτων)
Μέχρι το μπαλκόνι μου
παλαιολιθικά κομμάτια μου,
κι οι δρόμοι στάζουν Εσένα.
Με βαδίζεις κι εσύ, στα τσίνορα,
τα σύνορά μου δολοφονημένα
Το καρπωμένο άλμα,
ο Ένας, ο πρώτος, κόκκος της άμμου
το μόριο του τροχού της αμάξης -
το σύστημα ολάκερο - ο τελευταίος κόκκος της άμμου -,
η τελεία της τελειότητας
η υπεσχημένη
λίγο πριν τη διάσταση
που γείραν τα φώτα μου στο δρόμο σου, και
οι δρόμοι ξημέρωσαν να με βαδίζουν.

Οι χώροι μου·  κρεβάτι μου - μπαλκόνι,
εγγεγραμμένα πυρομαχικά
στον κύκλο του θανάτου,
και το πουλί, που κράζει αντίλαλο την υπόσχεση
στο καταπατημένο κενό - στο όλον,
στο εμείς που κούρασε το χάσμα του χρόνου
που ξεδοντιάστηκε ο χρόνος να κυλάει.
Και στο απόψε, ακόμη,
π' αναμετρήθηκαν πρωτόγονα τα πελάγη
με το πείσμα μιας επόμενης χαραυγής, κι
αντέχουν._


Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

στο κενό του ναού


































Στους σβώλους των δαχτύλων μου,
στις άκρηες των δεινών μου -
τα γήινα είμαι μου -
τρυπώνεις αυθάδικα
από μιαν άλλην εποχή
που οι πάσσαλοι, μάλλον,
στερέωσαν τη φήμη μου
να κομματιάζομαι εφτά ζωές
στην ενάτη υψωμένες
και
κρανιοθραύστης γίνεσαι
να αρπάζεις το μυαλό μου
δαγκώνοντας το κουκούτσι μου
που επιδιώκει ν’ ανθίζει
παράταιρο εποχών
Σε είχα για δαίμονά μου,
είσαι ο Δαίμων μου στο απόλυτο ρίγος μου
κι έτσι μπορείς να με σκίζεις
κι εγώ να τρέχω οδύνη
με στάζω «σε θέλω» –
όλες σε μία μου στιγμή
στην άγρια σιωπή μου
στους αντίλαλούς μου
στις διαστάσεις που
ανακαλύπτονται από
τις μέλλουσες κινούμενου  παρελθόντος.
Επιμένεις να με τεμαχίζεις
με μια σιωπή αθάνατα εκκωφαντική
που μόνο τρένο αγγίζει.
Είμαι νεκρός και
ζω ένα κενό Ναού
που με νήστεψε
να προσπεράσω.
Στην απέναντί μου διαδρομή,
ο μυστικός Σεπτέμβρης της Βαβυλώνας
που αλήτεψε στα σκοτεινά μας,
η δικιά μας σπηλιά –
η οπή που δίψασα
όταν απαίτησες να διαρρήξω
σαν κοινό φυλαχτό –
όταν οι τρούλοι μου χάθηκαν,
κοσμογονική διαδρομή
της ανελέητα περιβόητης φυλής μου –.
Κάπως, βουίζουν τα νερά μου
βουίζει το σμήνος των αλυσίδων σου
κι εμμένω να φτάνω, με το ρολόι στο χέρι,
αφίλητος λεπτών
και δείκτες άχραντους
σ’ ομολογούμενα πάθη
που κατεβάζουν τις εκρήξεις
στην προστασία των υποσχέσεων
Και μήπως
η θάλασσα αιμορραγεί -;-
Ακατάσχετες οι πορείες
στα σχετικά δεδομένα των δονήσεων
όταν οι επιβάτες ληστεύουν το χάος τους._


"σβήσε το δάκρυ"


































Στα ξέφτια των διαβατηρίων
τα χείλη σου κατέχουν τα νύχια μου
τη ζωή κάτω από τα νύχια μου
την κυκλοφορία μου μια Νύχτα
στο παράλογο φίδι, που
εκσπερμάτωσε Γη
στη χοάνη του νόστου
με το στυφό χαμόγελο
Να κυλάω κύκλους μισάνοιχτους
με βλέμμα υπάρχοντος φευγάτου
στο ανάποδο πορτρέτο του τρελού
που δεν παύει να παραλογίζεται, και
αναμένει
στο καρφί που ξεχάστηκε από την ισοπέδωση
στο αίμα σου, που λησμόνησες να περιμαζέψεις το αίμα μου-
να ΄χω να πνίγομαι φλέβες, να στροφιλίζομαι ταξιδιάρης
και να γυρεύω Αντίνοος, αιώνιος τα σκεπτικά σου
Αιμοφόρος να μοιάζω ξυλουργός
με αγκίδες στο δέρμα των επαναστάσεών μου
ν' αρνιέμαι το ελάχιστο για του ελάχιστου την τιμή
Να σε τιμώ ακοίμητος, άτεγκτος φονιάς μου
Κατάδικος να με χτυπώ στο τζάμι που βράχηκε
απ' το αγιάτρευτο μυστικό μου: Να μένω αμνημόνευτος.
Να μένω βράχος. Περαστικός να μένω, και
να στριγγλίζουν τα πατώματά μου - σαράντα κύματα που πάλεψα,
κι όλο σαράντα να καγχάζουν αιώνια.
Να φτάνω να τρυπιέμαι με κύματα
και να σκάω βράχος στο βράχο σου -
στη φωτιά στο συμπαγές όνειρό σου.
Βήμα το βήμα. Πνοή την πνοή, στο αγιόκλημα των απόηχών μας
και να αργείς να σβήσεις το δάκρυ._