Είναι
που πάντα έλιωνε
η μέρα μου στη βροχή
δίχως περίφραγμα- γυμνή -να συναντά το τίναγμα
Κι αγγίζω το έγκλημα
με κίνηση αργή
για να μπορέσω κάποτε
να μιλήσωστο κοινόκαι πιο πολύ σε ΄μέναΓια να συντρίψωτο νόθο αποτέλεσματου μειδιάματος -προφυλακτήρα του φόβου σουΌταν οι άνθρωποι ξέχασαν τον τύπο τουςάρχισα να διερευνώτο νοητικό σύμπλεγματης υπόστασής τουςμε μια πράσινη μπύραπου ξεχείλισε στο ποτήρι σου να πίνω λαίμαργα το αλκοόλ σουΕλέγξτε τις ομπρέλες σας -!-μοιράζουν οπέςστα κρανίαΣκουριάζουν χορδέςμουσικών αισθήσεωνΚαι το δηλητήριο -αλκοόλ πράσινης οργής -βρέχει ακατάπαυστατο λυγμό μουστη λήξη της βάρδιαςτων τυφώνωνΚι άκουτη φωνή σουσε διάλειμμα βροχήςΗ δικιά μου ψυχήδίψασεεσύδίψασες -;-κι αυτός -;-Αυτός δίψασε -;-Ίσως η γραμματικήνα μου ήταν πάντα φιλικήκι εσύ να μη το διάβασες ποτέΌπωςκι η γλώσσα μουπου λύθηκε απαρχήςστις συλλαβές του ονείρουΓι' αυτόελέγξτε τις ομπρέλες σαςφθινοπώριασεκαι τα φύλλα κιτρινίζουν γρήγορα
Διαυγήςο ανήλιαγος τοκετόςστο χρεμέτισμα της φύσηςΟργιάζειστη λαχτάρατης εξέλιξηςΣτη λίστατων μαύρων ποιητώνόταν μπλέκονται τα χέριακαι μετά δειλιάζουν οι ανεμώνεςνα δεχθούν το σκίρτημα τ' ανέμου -που τον κρέμασασκουλαρίκι στ' αυτί -για να θυμάμαιτη μανιώδη προσπάθειανα εκλείψει η σελήνηαφού δεν μπόρεσενα λυγίσει τις πένες μουκαι χάραξεένα ακόμη όνομα -το δικό μουτο δέκατο τρίτο -στη μελωδίαπου συνόδεψετο μέγα λάθος της

Τα βράδια
κλαίει
στην αυλή της πόλης
Τότε ξυπνώ
και γρυλίζω μαζί τουμε μια ζωστήρα
να μαστιγώνει
τους ανέμους
Στο τέρμα
να ραγίζει το δέρμα
Γλύφει τις πληγές του
και γλύφω το αίμα
απ' το τσιμέντο
να μη βρεθούν
αποτυπώματα
και καταχωρηθείτο έγκλημα
Τα βράδια
έρχονται οι εφιάλτες
έρχεσαι
κι εσύ
κι εσύ
Κι εσύ
στρίβεις τσιγάρο
με το φλοιό
του εγκεφάλου μου
καπνίζεις αμίλητη
Πού είναι τα μάτια σου-;-
Γρυλίζει
στην αυλή του κόσμου
Γλύφω το αίμα
και
μου ΄γινε συνήθεια
να γέρνω τις μέρες
και τα βράδια
να κουβεντιάζω
με βρυκόλακες
Κουβεντιάζω
μαζί σας ...προπάτορες
Και εγένετο σκότος
και κρύο πολύ
Πώς να μετρώ
τις μέρες τώρα-;-
Και πώς να ζεσταθώ-;-
Στην κουβέρτα μου -
σα σπέρμα ξερό -
κοκκάλωσαν οι αναμνήσεις
αποτυπώθηκαν οι κραυγές
Με κρυώνει το όνειροτο ασπρόμαυρο της ζωής
Κι εσύ θυμάσαι-;-
είπες "σ' αγαπώ"
Ό,τι μπόρεσα να σώσω
είναι η ακοή μου
κι η μνήμη
μετά το μεγάλο διωγμό-
θυμάσαι-;-απ' τον παράδεισο
του τίποτα
Κι εσένα
σε άκουσα
να ψιθυρίζεις "σ' αγαπώ"
όμως πού είσαι-;-
Γιατί δε βλέπω όραμα
και να ΄ρθεις-;-

Σε συνάντησα βροχή
αποτέλεσμα της συνάρτησηςτης άγνωστης
γνωστής ερήμου μουΤο ατίθασο άγγιγμά σουφιλί ζωής
όταν τα χρώματαέσταζαν αλκοόλ
στις αισθήσεις
κι έφερναν
τη λήθη της αυγής
Να σου πω το θέλω -
σιωπή
Στην επιστροφή σου
ματαίωσα την πτήση μου
και πελάγωσα
Βροχή ή
μεθύσι
την ώρα της σιγής-;-
Το αίνιγμά σου
θάνατος

Επίπεδος, λες,
σε επεισόδιο στεγνό
Οστά κρανίου
παρατεταγμένα ανυπότακτα
Κελάρι καρδιάςδιαρρηγμένο από πυροτεχνήματα
Φλέβες οπές
να μπαινοβγαίνουν
θεραπευτές παραδομένοι
Σε προδοσία
η ανάμνηση νου
Ψωμί δεν υπάρχει
ούτε νερό
Νοθευμένη απόλαυση μόνοσε κοινωνία
καθ' όλα ηθική
με δικαστές παιδεραστέςκαι αιμοβόρους
Φανελάκι κάποτε λευκό
στεγνώνει ακόμηστα κάγκελα της ντροπής
Απέναντι μια ουρά αετού -
αντίκα -
από προγενέστερες γιορτέςκάποιας Δευτέρας ΚαθαρήςΚι εδώ ούτε επίπεδοςείσαι