Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

στο τέλος του καλοκαιριού

















Νύσταξε η εποχή και οι Σειρήνες έδεσαν τα μαλλιά τους στους κάβους.
Θέλω ένα φύλλο στο απόρθητο της αοριστίας –
τόση απλή επιθυμία να εισχωρήσω στο κίτρινο, να νιώσω τη βροχή
Κάθε φορά που δεν έρχεσαι,
οι εναλλαγές δικαιώνουν το γυμνό δεντρί που αρνείται να σπάσει
Και ξέχασα όλες τις ευχές
Σαλιώνω το δάχτυλο μόνο και περνάω λυγμούς
Στα αβάσταγα δειλινά έχω από καιρό σημαδέψει παραμύθια
Πάντα από κάπου αλλού οι αντίλαλοι γίνονται παρόν
Δε θα αγγίξω τη θλίψη απόψε. Χαιρετώ μ’ ανάμνηση,
κι ας κατεβάζω τα σύννεφα στο ύψος των ματιών

Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

πληγή στα χίλια















Ήμουν εκείνες που θάφτηκαν
στα θεμέλια του κορμιού μου
Στο πέρασμα μας
γινόταν σκόνη το χθες
Στο παγκάκι μας
ξηλώναμε το χρόνο
να χωράμε στις πλατείες αφανείς -
προγενέστερη βοή –
Στα κρατήματα λυνόμασταν
έτσι ξέφευγαν οι φλέβες μου απ΄ το δέρμα
και έκρυβες πάντα τη φωνή σου
Τη μέρα που σάλπαρα
τα τρένα τρελάθηκαν και κάλπασαν σε βυθούς.
Ο πατέρας είχε φτάσει. Ήταν βράδυ. Δεν πεινούσε. Κοιμήθηκε μακριά.
Η μάνα πήγαινε. Έφτασε στην άκρη κι
άρχισε να βαδίζει στο τζάμι – σα μύγα στην άχνη του νοτιά.
Έσπασα το τζάμι. Κόπηκα σε χίλια,
κι όλοι ήταν εδώ· οι βάρβαροι, οι αλήτες,
ο διαδηλωτής που πυροβολήθηκε στην κόψη της ψυχής,
κι ο πατέρας στο νήμα να κοιμάται μακριά
η μάνα παρά ένα στο νήμα
κι εκείνες, που ήμουν, θαμμένες στις γέφυρες των πελμάτων μου
Να σαλπάρω με τα τρένα τρελά
κι ο ουρανός να με διώχνει
κι η γη να με διώχνει.
Να τινάξω τους ορισμούς
να με πάρει η θάλασσα
Κι ο Κεμάλ είναι εδώ, κι οι βάρβαροι κι οι ξενύχτες
Και προχωρώ στα υπόγεια
Κι εσύ δε φοβάσαι
κι εκείνες έμαθαν πια
δεν ενοχλούν._

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

ξάστερο κενό





 











είναι που στο τέλος, / η αγοραία εποχή ξεβράζει τα σάπια δόντια της - / κάτι στίχους αηδιασμένους τροφική δηλητηρίαση / Αγοραίοι ποιητές, πλήθος, σπρώχνονται να τη βγουν, στον όχλο που ψηφίζει θάνατο. / Με κρεμασμένα δάχτυλα στην αποφορά σφαγιασμένου ουρανού, / σε ονομάζουν Αόριστο / που ξεσκονίζεις παλιούς χρόνους, / ενώ το ρολόι ληστεύει τ' ολόγιομο των ματιών μου / και δια μέσου των βυθών / ξεφτιλίζω πήλινες αισθήσεις. / Κουμπώνω το σακάκι. / Με βλέπουν να βυθίζομαι - / τα μάτια μου ρέουν στο άπιαστο / κι οι χρόνοι πίσω χορεύουν / γύρω από το άδειο σώμα μου. / Μισή οκά γύψος αρκεί / να με θάψουν ανώνυμα / κι άπληστος ακόμη κοιτάζω / λίγο πριν με χτυπήσει το τρίτο κύμα /στο ξάστερο κενό._

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

μεσαιωνικές ιστορίες του 2015


















όλα είναι μεσαίωνας. από τους δρόμους, τα ντουβάρια, τα σχολειά, τα καφέ, τα λόγια, η πληθώρα των ποιημάτων με τις εκδόσεις τους στα παζάρια, στη διαφήμιση και στις γιορτές τους. το βάδισμα, οι Τράπεζες, τα τραπέζια με το ψωμί. οι δουλικές δουλειές στα ψίχουλα. το κοίταγμα. ο ύπνος και τα λόγια ξανά. οι πράξεις. οι απραξίες. η Βουλή. οι άθλιοι. ο αέρας άρχισε να με τρομάζει. τα λαχανιάσματα της μέρας, ακόμη κι η νύχτα που μετρώ τ' αστέρια. μεσαίωνας παντού. κι οι κατσαρίδες ασφυκιούν στι γωνιές του μεσαίωνα και στα ταβάνια με τους εφιάλτες. και τα όνειρα χύνονται ξέπλεκα ντόρο. ακόμη και τα δειλινά μιλάνε νεκρές υποσχέσεις. τα νύχια μου μεσαίωνας και θέλουν να ξεσκίσουν. οι μουσικές εξυπηρετούν και μόνο ο τρελός. αυτός μόνο._ (απόσπασμα)