Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

μαύρο, λένε.


υπάρχουν από πάντα κάποιοι, μαλάκες τους λες, 
που δεν πετούν στα σύννεφα,
/ που δε σε παραμυθιάζουν,
που δε σε ψαρεύουν,
που τους βρίσκεις στ' απόμερα,
στις άκρηες, κι έξω πολύ,
που σου στήνουν κόσμους
και σου δείχνουν δρόμους, /
και δεν τους βλέπεις
γιατί η φάτσα τους, σου λέει: μαύρο
/ που δεν έχουν ταμπέλες
κι ούτε λογιών συνδρομές /
..Υπάρχουν πάντα Ποιητές -!- κι ας τους λες...

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

μ’ ετοιμόρροπα επόμενα

Κατηφορίζουμε λοιπόν
απνευστί
απαγγέλλοντας εξεγέρσεις
/ οι απαγγελίες επιτρέπονται.
κατευνάζουν τις εξάψεις /
μ’ ένα πιάτο σπασμένο
ή ακόμη και με σκόνη
απ’ το ράφι ψηλά –
περιφέρουμε το φαγητό μας –
ό,τι περίσσεψε απ’ τη θύμηση,
οι άνθρωποι δε νοστάλγησαν
τη μιλιά τους ∙
εξαντλήθηκαν στους αυτοκινητόδρομους
με σπινιαρίσματα και στοπ χειρόφρενου
δεήσεις, και τάματα
σε βερνικωμένες μορφές
πλάι στις ανοχές των οίκων τους
Μ’ αναθυμιάσεις μπουκώνεται το ανάστημα
/ πόντο τον πόντο νομίζεις
πως έχεις ακόμη καλσόν.
οι ντίβες εξάλλου, όταν ξεθωριάζουν
συνηθίζουν να κυκλοφορούν
με τα κάλυπτρα του τότε /
κι αν παραπατούν τα άκρα
είναι η εσώτερη κίνηση
και, πώς χάθηκες στη ζωή σου.
Απαγγέλλεις έτσι
ξεδοντιασμένα όνειρα
κι έρωτες, που πήδηξες πρόχειρα
/ τυλιγμένος σεντόνι υγρό,
μ’ ετοιμόρροπα επόμενα /
Πάει ακόμη.
Και πάει ακόμη.
Κι οι σελίδες
Δε θέλουν να κλείσουν.
αρνούνται την άβυσσο.
λες κι οι καιροί
συγχώρεσαν ποτέ κάποιον
Πόσο παράξενος έγινες
γερνώντας -;-
Πόσο παραξένεψα κι εγώ.
Ανισόρροπες οι αγάπες πια.
Ανισόρροπα τα φιλιά.
Έμεινες σεντόνι στη γενιά σου.
Σε ράβω με ξέφτια
καληνυχτίζοντας
μια πεζοπορία
κι έναν καημό.
Μεγάλο το βράδυ απόψε
δίχως φιλί.
Καληνύχτα. _______ Προμηθεύς Πυρφόρος _______

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

Φύγε από δω

«Τα μαχαιρώματα, τα δίποδα, και τα θεριά, σε πισώπλατη ... φιλική προσέγγιση.»

Ακόμη και στη σκέψη σου, όταν ακονίζεις το μαχαίρι, σε βλέπω. Με νομίζεις τρελό, που βγάζω παλτό, μπουφάν, σκουφί, πουλόβερ..τα μποτάκια. Ανάβω στριφτό, ανεβοκατεβαίνω κουπαστές, και γυμνός περιμένω, αδιαφορώντας και για το αν έρχεσαι. Ακόμη και τα βράδια – παλιά υπνοβατούσα – τώρα απλά, δεν κοιμάμαι. Συλλέκτης ήχων έγινα. Καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο φυσάω τον καπνό μου, και υπάρχω. Στα σύνορα, παίχτηκαν οι πιο δυνατές παραστάσεις. Απέναντί σου. Σα να με θέλησε η μοίρα, μέσα στην κατάρα μου, να υπερτερώ στα φαινόμενα, κάτω απ’ τις πέτρες, και πίσω απ’ τις βιτρίνες, και να είμαι απέναντι απ’ τ’ άκρα σου. Ισορροπεί η Φύση. Και τούτη τη μοίρα την ευγνωμονώ. Αντικοινωνικά και απροστάτευτα, νομίζεις πως παραληρώ. Νομίζεις ακόμη πως πλανώμαι. Νομίζεις πως με τραβούν οι πλαγιές. Μη σου πω, και τα χάσεις: «Οι κορφές με συναρπάζουν. Για να τις φτάσω παίρνω πλαγιές». Γελάς, και προκαλείς. Τις περισσότερες φορές με παίρνεις στο κατώπι. Φωτογραφίζεις τα δακτυλικά μου. Χάνεις το μπούσουλα. Πέφτεις σε λαβύρινθο. Σα φίλος, που είσαι, μερικές, με συμβουλεύεις. Πως να χτενίζω τα τσουλούφια μου..! Μεγάλη η Τέχνη της χτένας. Το μακιγιάζ οργιάζει, κι εγώ, που έμαθα να γαυγίζω στα καιρικά όλα, αναστατώνονται πάντα τα μαλλιά μου. Ατακτοποίητος σου χαμογελώ. Πάντα στα φιλικά, απαντώ με χαμόγελα. Αφιερώνω κιόλας άσματα και σκέψεις. Πιάνεσαι. Βρίσκεις άκρη να ξετυλίξεις κουβάρι. Νέοι διάδρομοι. Μπουσουλάς. Σε συμπονώ που κρυώνεις. Είχα ένα πλεκτό για σένα. Του έλειπε μόνο ο λαιμός. Τον χρησιμοποίησα για στέκι μας, σε κάποιο αντάμωμα των ματιών μας. Δεν κατάλαβες. Μα δεν μπορώ να εξηγώ και να απολογούμαι συνεχώς. Πάντα κάτι υπάρχει δικό μας, όταν τρέμουν τα φώτα που μας συνδράμουν. Με συμβουλεύω, να μένω με το κασκόλ μονάχα. Ποιος είμαι εγώ, που θα σου πω πώς να συλλαβίσεις το όνομά σου -;- Δεν παίρνω όρκους για τους τονισμούς σου, κι ας πήρες εσύ για μένα. Το πώς βαδίζω δηλαδή, και που ξοδεύομαι τα βράδια. Σου λύνω όλες τις απορίες. Σου στέλνω γράμματα απ’ τα όρια. Πρέπει να λέω τον καιρό. Αύριο χιονίζει, και οι ανήθικοι έχουν προβλέψει για το πάγωμα των φιλιών μας. Ακόμη και το μαντήλι που κουνάμε στις προβλήτες κοκαλώνει. Τι κι αν μου έκλεισες το μάτι; Φιλικά οι υποσχέσεις, μένουν υποσχέσεις, όταν στα τέσσερα βαδίζεις. Έτσι, τα μηνύματά σου, ακινητοποιούν τις αισθήσεις μου. Πίνω ρακόμελα να γεμίζω τις φλέβες. Πώς νομίζεις γράφονται οι στίχοι; Με ντουμάνια αιμορραγούντων δειλινών. Δε φοβάμαι τις σφαίρες επομένως. Καθένας, εκεί που τάχτηκε.
Εσύ δίποδο. Εγώ θηρίο. Εσύ στα τέσσερα. Εγώ στα δύο. Με τα μπροστά, έχω να ξεκαρφώνω συρματοπλέγματα, κι εσύ πρέπει να τρέχεις να προλάβεις. Προς υπενθύμισή σου: «Τα θέατρα ανοίγουν στις εννιά και κλείνουν στις δώδεκα». Αν χαλάστηκες, που θα είσαι πάλι θεατής, δες τις ειδήσεις. Κι ένα ποτήρι γάλα μαζί, είναι ό,τι πρέπει. Δώρο, της φύσης, για τις αφύσικές σου παρενοχλήσεις, τόσο που σπαταλήθηκες ... μαζί μου.. -!-

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

νύχτες φαινόμενα

η φωτογραφία του Προμηθέα Πυρφόρου


Ισορροπιστής σε ξυράφια κενό
/ένας λαός ουρλιάζει σιωπή /
Άλλος ένας παλμός –
κι άλλο ένα δάχτυλο χύμα –
κι άλλο αίμα
Σφυγμός σε πρόσημα αντίθετα –
μείον τριγμός
με σειρήνες φονιά
άπιστες στη δικιά μου έξαρση
Δείκτης απών
Ο μέσος καμπουριάζει μα..
ξετυλίγεται άνεμος
Μια αργοναυτική ακόμα
/ αν δε βρω το χρυσό
θα τσακίσω τις παλάμες /
Και ρότα κόκκινη
Η σελήνη δειλιάζει
Σκοντάφτω στο κύμα
Κι άλλος πνιγμός –
Κάνω τρικυμίες
να δέσει το όνειρο.
Έφυγα πριν την αφιέρωση
/στην αφιέρωση,
οι σχισμές των ματιών της
συμπληγάδες, με λήστεψαν /
Άυλα  ταξιδεύω στις σειρήνες.
Πορεία καταραμένου και βάλε.
Νομίζεις πως φαίνομαι.
Δεν πιάνονται οι οργισμένοι -
καμουφλάζ φεγγαριού
τη Νύχτα των λυκανθρώπων.
Έμεινες στα φαινόμενα.
Δες με, λεπίδα. Τυφλώθηκες.