Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

κεφάλαιο δύο

 













Εντάξει,
κι η βροχή σφύριξε
πάνω στα κεφάλια μας
Άδειασαν τα νέφη από νερό
Άρχισαν να πετούν πέτρες
και σίδερα
Γκρεμίζονται τα οστά
υποχωρούν οι σάρκες
Κι ενώ το γνώριζα
πως μόνο τα πέλματα,
που όλα τ' αψηφούν,
ξεμένουν στις αποβάθρες -
για πάντα μιλούν,
μα ποιος ακούει; -
Οι σκιές των ανθρώπων
που όλο μένουν -
μεθυσμένες ανάσες
σε προφητικά όνειρα
κι
έξω απ’ τις καντίνες
έρημων εθνικών,
μέσα στ’ αποτσίγαρα,
που δεν βιάζονται
στα χυμένα, μέσα, λάδια
σάρκινων οχημάτων -
πώς βογκούν, θυμάσαι,
στην ανηφορική διασταύρωση
με τη σιδηροδρομική γραμμή, απροκάλυπτα;
Αναβοσβήνει ο φωτεινός σηματοδότης
στο κίτρινο
κι οι πέτρες άκαμπτες σε
ευθεία βολή.
Μια παλάμη το παράθυρό μου
με δέρμα και κόκαλα -
απομακρύνονται τα δάχτυλα
και αίμα
Καπνοί στο κόκκινο -
σε χτισμένο χρόνο
καρφιά βρόχινα
μιας πανάρχαιας καταιγίδας.
Έξω απ’ το θέατρο
οι πόλεις “τσαφ, τσουφ”
τρενάρουν το παράδοξο
να μένω παντού
σφυρίζοντας μυστικά,
και να καπνίζω καλυμμένη σκοτάδι.
Μέχρι να διαβώ τη λίμνη των κύκνων
ξεβράστηκαν αναλφάβητες οι Σειρήνες
τη νύχτα της σφαγής των νεοσσών.
Θυμάσαι, που έπεσα βρεγμένη
στον ξεκούμπωτο συρμό;
Σε κάθε σιδηροδρομική διακλάδωση
πάλιωνα να μαθαίνω γεννήσεις
κι ολοκαυτώματα,
ώσπου άνοιξα τη μνήμη και
το κύμα, με όλο το βάρος
των αισθήσεων.
Κάποτε θα με ξεχάσεις
“Πώς λεγόταν;” Θα σε ρωτούν.
Θα συλλαβίζεις, με δάκρυα, το ανείπωτο
Κι αυτή, να πεις, πως είναι η μόνη ιστορία
των κόσμων που βύζαξα
ανάμεσα στα βαγόνια
και στους παλιούς σταθμούς -
αντίκες στο Μοναστηράκι -
τότε που κόπηκα στα δυο._