Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

..αυτό..

συλλογίζομαι τα σκυλιά που δαγκώνουν.
μαθαίνω μαζί τους. οφελεί την ανατροπή μου.

Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

ώρες νεκρές















Όλα δέθηκαν σ’ ένα καρφί  φαγωμένο
απόγιομα γιορτής
Γι’ αυτό κι οι δείκτες
περιφέρονται επιτακτικά –
δούλοι αρμαγεδώνα,
κι απόκληρα παιδιά της νύχτας
που χρεμετίζει γύρω μου
και μέσα μου φεγγάρι
π’ αντανακλά λατρεία
ατσάλινων εποχών.
Με δέρμα, ισχνός τρέμω
απ’ τις κονιορτοποιημένες κραυγές
των σφαγίων
Περιβάλλομαι περιβάλλον κρησφύγετου
και λαχταρούν οι βοριάδες απόδραση
Όμως ξεπλέκω και ξεπλέκω δειλινά
να καθρεφτίσω τα χρώματα -
αντίσταση στην ευθανασία των απορημένων
Ένας αυτόχειρας ξενυχτά
μετρώντας ασταμάτητα
τα δάχτυλα των ποδιών μου
Κάποτε, που πέτρωσαν τα πόδια μου
απ’ τη λεηλασία
 - φωτογραφία στο κελί των αθανάτων -
είχα τη μνήμη του καρφιού,
στη φαγωμένη έκδοση του παλιατζίδικου
Κι εκεί αναισθητοποίησα την Ιστορία
για να ξυστεί το επίχρισμα,
τα σωθικά της ν’ αρχίσουν να δείχνουν
σε μαθητικά θρανία, έξω στα περβόλια,
ν’ ανασυνταχτούν τα γράμματα -
μικρές στιγμές με το μεγαλείο των λύκων
που πήραν σβάρνα τα βουνά
ξεχασμένων αρχείων
Έτσι, κάποιοι αλαλιάζουν στην πανσέληνο,
κι εγώ τρέχω να θερίσω θρήνους.
Κάτω η φύση άδειασε να γεμίζει σφυρίγματα
Και πάνω η σκέψη, ένα σαξόφωνο
να τρυπάει τα κύματα.
Τι έχεις και δεν άκουσες -;-
Ένα καρφί λυγάει και γέρνει η σταύρωση.
Δεν τελειώνει ο γυρισμός.
Επιστρέφω.
Πέντε – δέκα στροφές και φτάνω.
Το κατάστημα είναι πάντα ανοικτό,
σαν περίπτερο που τρέλανε τα εικοσιτετράωρα.


χρώμα αλμυρό
















Ένα κορίτσι βιασμένο ανιχνεύω
με χείλη κρεμασμένα φυγή ολέθρου
Πανικός σε εγρήγορση
Απομόνωση τρελή
Απύθμενης κουφάλας σε πυρετό απόγνωσης
Να γίνει το νεφέλωμα βροχή
Με τρύπιες στέγες να γυρίζει μια άβυσσος
Απ τις στεριές που λήστεψε ο Ποσειδώνας
Να φτύσει ροή και κόσμο άμετρο
Σε αρμονία μυθική καβάλα η τρίαινα
Σ έναν καιρό που βουλιάζει
Στα χέρια μου σφιγμένα μυστικά ∙
Λούκια, κλειδιά, στο χάος φως
Κι ενώ εκείνη παραμιλά για πυρετό
Ξεδιπλώνω το πέρα υγρό
Από έγκατα επώδυνα
Φυλακών υψίστης ασφαλείας
Αφέλεια των περαστικών
Να μην αγγίξουν το κάστρο μου ∙
Ένα βαρέλι νερό
Και το ποτήρι μου.
Δαγκώνω το ποτήρι με λύσσα
Τινάζω αίμα στα μαλλιά της –
Περιθώριο σε παρόντα καιρό
Και φιλί Ζωής ∙
Δυο ανάσες, κόκκινο
Και μαύρο πνιχτό χαμόγελο –
Καταπώς μαίνεται στους ξενιτεμένους.

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

τα σουλάτσα μιας κατσαρίδας







πάντα μπροστά, λέμε! έρχεται το τραμ! μη σκοντάψω στην κόρνα
κι εκτροχιαστώ στις ανεβοκατηφόρες. ανάμεσα στους σεισμούς των λιμών και
καταποντισμών, κι εσένα που σε πίστεψα, μωρό μου, αδιόρατες ομίχλες - κουρτίνες
που σκίζουν την καρδιά μου, αφού δεν μπόρεσαν να καλύψουν τα χείλη μου, και
πάντα εξείχε η βροντή, όσο κι αν πάλεψα αθόρυβα να κινούμαι, όλο και κάτι
έπεφτε στο διάβα μου, και γινόταν ο μέγας χαμός. ξέρω, φταίει που κοίταζα μόνο
το στόχο, και στα χαχανητά μετά, καμωνόμουν τον αγέρωχο. όμως και με καυτηρίαζαν
οι επεμβάσεις τους. μα πάντα δεν έπιαναν τόπο, κι έμεινα τώρα σε μια στέπα
ερημιάς. ένας σιδηροδρομικός παλιός - ατέλειωτη απόσταση αφετηρίας τέρματος,
ένα τραμ που πρόκειται.., ένα κάρφωμα νόστου στη μήτρα - προς λούφα εμβρύου,
ένα φιλί που δε δόθηκε μέσα στα μύρια ..κι όμως, εκείνο που δε δόθηκε ..μια
προτροπή και γι' άλλη εκτροπή ..κι όλα να με σημαδεύουν - teza, aroxol, σόλες
ολοκαίνουργιες, σόλες τρύπιες, σόλες σκονισμένες, παντούφλες, πασούμια,
τσιρίδες να με αγριεύουν, γουρλωμένα μάτια, τρεμάμενα χέρια, χέρια σταθερά
αποφασιστικά, ως, κι εφημερίδες - νέα, βήμα, κατοχικές, ανατροπή, ώρα ελεύθερη
και ώρα σκλαβωμένη, ως και αναρχική ώρα (δικιά μου δηλαδή, μα και ξένη, σα
φήμη, που εξαπλώθηκε από στόμα σε στόμα)..σκόνες δηλητήρια..τα πάντα, λέμε, όλα!!!

και πάντα μπροστά εγώ. και πάνω - σε τοίχους, σε ταβάνια, σε
σεντόνια καθαρά, σεντόνια ιδρωμένα, σε σιφώνια.. κάποιες φορές κουράζομαι και
πιάνω γωνιά. εξόφθαλμες μπότες με σημαδεύουν τότε. απλώνομαι. ανοίγω φτερά.
πετάω, έτσι για να σας τη σπάσω. στη σπάω κι εσένα μωρό μου, που δεν πίστεψες,
ότι όλοι έχουν φτερά, και μου την έσπασες, χαλώντας την επέκταση των εκδρομών
μας. μα, σκέφτομαι: σκέφτονται οι κα(η)μένες μπαταρίες; (κι έμεινα άυπνος) - άντε
λίγο κούρδισμα σε επιμονή νημάτων θολής ζωής, και τότε σε όλα τα μήκη παίζει το
κάτι της. κι εκεί, τα παίρνω κι άλλο. γιατί εγώ νόμιζα ότι ήμουν το μήκος σου.
εκείνο το ρεμάλι που λέγαμε στις αναλαμπές σου. έτσι που λες, μωρό μου, πάντα
μπροστά. σημαιοφόρος δίχως ομάδα. σημαιοφόρος και παραστάτης μαζί κι ολάκερο
ασκέρι. μόνος. όπως συνέχεια μα και τότε, στη βεράντα της μαμάς και του μπαμπά,
τα καλοκαίρια, άυπνα, ν ακούω το τρένο - σταθμός: Άγιοι Ανάργυροι, και πήγαινε
για Λαρίσης, που δεν μπόρεσα να πνιγώ, γιατί γαμώτο κολυμπάω κιόλας. κολυμπάω
παντού, ακόμη και στα σκατά, και πήρε αγριάδα το μούτρο μου. πετάχτηκαν τα
μάτια μου. και ζω. πάντα ζω. επιστήμονες λένε, ακόμη και σε πυρηνική καταστροφή
αντέχω. εγώ, λένε, αντέχω παντού: στα τούνελ, τα δοκίμασα. θέλω και σουλάτσα σε
κήπους και περβόλια, και σκάω μύτη. παντού! ακούς μωρό μου; ακούς; παντού και
πάντα και παντός καιρού. κι εκείνοι που μ’ έκριναν, κι εκείνοι που με κρίνουν,
με βλέπουν και σκιάζονται, και με δικάζουν, περνώ τις ώρες μου με τις σκιές τους.
έτσι, που ίσκιοι έμειναν, να κυνηγούν μια κατσαρίδα, κι ας γράφουν στίχους
βραβείων στο τέρμα, πίνουν aroxol
και χάνονται.
έτσι, που με κυνηγούν οι άνθρωποι, κάνω πλάτες στο Γιάννη –
Αγιάννη, και σώνω την ανθρωπότητα. Αυτά μωρό μου, που δε με πίστεψες, αφού δε
σε πίστεψες. Τα υγρά της μπαταρίας χύθηκαν στο πάτωμα. Τα
γλύφω. Κολλάω λίγο. Ξεκολλάω. Μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια. Πάω. Είπαμε, το
λέει η επιστήμη. Παντός καιρού και πάντα μωρό μου…ακόμη και σε πυρηνική
καταστροφή.

(υπό έκδοση: "το σκισμένο καλσόν")  ** αφιερωμένο**

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

η μέρα της κρίσης

όταν συνειδητοποίησα ότι, η πιο κοπιαστικά λεπτομερής, και τέλεια δημιουργία του θεού είναι τα τούβλα,
συνδέθηκα με το υπερπέραν των διαβολικών υποθέσεων,
για ν' αποκτήσει μια αξία ο κασμάς, το τσεκούρι και η μπουλντόζα,
στην κατεδάφιση της μέρας της ανάπαυλας,
τότε, που κρίνεται η κρίσις,
και σκιάζονται οι ανεγέρσεις κτιριακών εγκαταστάσεων,
αιώνα παράκρουσης. _

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

τα μαύρα φεγγάρια







ΘΑ ακυρώσουν τις νομοθετικές ρυθμίσεις
ΘΑ διαπραγματευτούν ένα χρέος ανύπαρκτο
ΘΑ ...όταν...με...
ΠΟΤΕ ΤΟ ΟΤΑΝ; ΟΤΑΝ ΑΦΗΝΟΥΝ ΤΟ ΛΑΟ ΝΑ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΣΤΟ ΘΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΟΤΑΝ;

*πλέον, κι ας με συγχωρέσει ο ποιητής, κοιμώμαστε μ' ένα ανύπαρκτο αύριο,
κι ένα νεκρό τώρα, με χημικές συνθέσεις - για εκτόνωση εφιαλτών. το παρελθόν, μας τέλειωσε - χάπι μασώμενο για τις στομαχικές  καούρες, μιας σχεδιασμένης παιδικότητας, με βρόντο θανατερής σιωπής.
και οι καούρες πέρασαν. έμεινε ο αντίλαλος των παιδικών κορμιών, καθώς έπεφταν ένα ένα στην κοινωνικοποιημένη εφηβεία, και στην ενήλικη υποταγή, σαν έντιμοι πολίτες και κΆλοι χριστιανοί - κι  από εκεί που παν΄ κι άλλοι, με το τάμα και το κερί -.*
- "ΧΑΙΡΕΤΑ ΜΟΥ ΤΟΝ ΠΛΑΤΑΝΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΗΛΗ ΡΑΧΟΥΛΑ, και τρεις λαλούν και χίλιοι δεκατρείς χορεύουν, για το γαμώτο του είμαστε ακόμα ζωντανοί..."
κι αν δεν αντέχεις την οπτική, τραγούδα παραμύθια..

Προμηθεύς Πυρφόρος

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

το τραγούδι της λίμνης

αδράχνω τη Λίμνη, αφού αλώνεις το σπαραγμό μου. /
η ψαριά μου -;- / ένα νούφαρο πνιγμός - / - σχεδία να ΄χει ο ύπνος μου,
στους χάλκινους κυματισμούς των στυμφαλίδων πνοών /
/ δεν εκτοξεύω βέλη. νικούν πάντα τ' αφρίζοντα ύδατα._ /

- αγύριστο κεφάλι / θα συνεχίσουν να λένε. / αρνήθηκε ένα σπίτι, για μια μυρωδιά και μόνο. /
κανείς δε σκέφτηκε ότι οι ακρίτες, δε φοράνε μυρωδιές κατοικίδιων.
αυτόφωτα περβόλια, ανατέλουν στις χαλύβδινες καρδιές τους.
κάτω απ' το μέταλλο, κυλάει αίμα, και σφάζονται.
ποιος αντέχει να μπει να κολυμπήσει; -



*με παραλήπτη*

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

η ιστορία του καπνού




Μετά τον πρώτο βιασμό, η κατάρρευση των πλήκτρων του
ακορντεόν, έμελλε να γίνει λυχνοστάτης της υπόλοιπης ζωής μου. Έτσι, τη δεύτερη
φορά, δεν υπήρξε συντριβή, αλλά από τότε, έμαθα πώς να κουρδίζω ρολόγια, για να
μνημονεύω τους νεκρούς μου. Η ενήλικη ζωή ∙ ένα φτηνό φέρετρο, ανεξερεύνητο για
τους ζωντανούς ομογενείς, κι ασήκωτο για τους αλλοδαπούς συνταξιδιώτες. Τόσο
πολύ πια, που η διάρρηξη στάθηκε σκοπός ζωής και τα σούσουρα πλείστα και αγενώς φαντασιόπληκτα, όπως γίνεται πάντοτε. Άνθρωποι όλων των φυλών συνέρρεαν αλαφιασμένοι, να
υποστηρίξουν το έργο. Άλλος με κατσαβίδι, άλλος με πριόνι, ό,τι είχε ο καθείς,
κι ό,τι σκαρφιζόταν η μαεστρία τους στις κλοπές. Κατάφεραν, να εξουδετερώσουν τα
σπλάχνα. Δε μπόρεσαν μοναχά να φυλακίσουν τον καπνό. Μ’ όσα στεγανά, άγγιξαν
τον αντίλαλο. Το τρένο ξεφυσούσε αλαφιασμένο. Όλα όφειλαν την αρχή τους σε
χρόνιες διανυκτερεύσεις μου. Ανίατη ασθένεια κι εκ γενετής. Έτσι κατάφερνα
πάντα να προστατεύω την αδελφή  μου, από
τους εφιάλτες της. Όσο οι βλαμμένοι χρόνοι έτρεχαν, έγινα άσσος στις
ακτινογραφίες προσώπων. Έχανα πάντα μόνο στη βροχή. Είναι που τη λάτρεψα νωρίς
σα δάκρυα. Και πνιγόμουν στη θάλασσα, γιατί, θυμάσαι πατέρα που την ήπια
ολόκληρη, και μου πέταξες όλες τις παιδικές μου φωτογραφίες με θαλασσινά νερά;
Από τότε, έκανα σύμμαχό μου το θάνατο, κι αγάπησα τόσο τη ζωή, που μου στέρησε
τη ζωή μου. Μια φυσαρμόνικα, κι ένα ακορντεόν συντετριμμένο, στάθηκε η αφορμή,
για έναν γενναίο επίλογο∙ να σηκώνω δρόμους και δρομάκια και να ξεμένω σε
βρεγμένα κατώφλια τα βράδια..λίγο πριν, λίγο μετά, ποτέ εκεί μέσα.

..κι οι άλλοι, συνεχίζουν την σύληση, να το πάρεις αυτό μαζί σου πατέρα, να
έχεις πάντα παρόν. Η ανεκτικότητά μου, τελικά, έχει σύνορο το σκοτάδι, κι ο άλλος..κρεμιέται στο σύνορο.

(από το υπό έκδοση: «το σκισμένο καλσόν»)

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

του φεγγαριού

ένα καρβέλι μαγκωμένο χρόνια στη μασχάλη μου, για ζόρικους καιρούς,
κάρφωσα στα σύννεφα απόψε - φεγγάρι τ' ουρανού μου,
μη και ξεχάσω πώς φιλούν τα καλοκαίρια στο στόμα,
και πώς παίζουν τα παιδιά τη φυσαρμόνικα,
τις μέρες που θα ΄ρθουν, να θυμάμαι, οι θάλασσες στο νου μας -
/ πλέκω παλτό για το χειμώνα. μη δαγκωθώ
στο συρματόπλεγμα. _  /

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

ασθενής πόλη



είναι Τράπεζες
είναι Mall
είναι υπουργεία ασθενείας
είναι βουλή των αχρείων
είναι που τα αιδοία σε θέα κοινή υπουργοποιήθηκαν,
κι οι δολοφόνοι κουνούν τα νήματα
είναι τηλεκάναλα
είναι φοροεισπρακτικά καταστήματα
είναι μπουρδέλα
είναι στρατός αστυνομικών
είναι άστυ αστέγων
είναι η Πρωτεύουσα μια λέξη σαπισμένη σε κονιάκ εφτάρι, 
για
εφφέ κάποιων - φτυάρι είναι για τους νεκρούς.

πάμε να δουλέψουμε στο κρεβάτι μας -
ένας ύπνος δικαίου ωφελεί τους απολυμένους
κι όσοι τρελοί, τρελαίνονται κι άλλο..
με τη μύτη του μολυβιού μου κεντράρω στο μάτι σου
σου πετάω το μάτι, κόσμε δειλέ..
είναι που νομίζονται ποιητές,
κι ακόμα αρμενίζουν σαλιαρίζοντας - όλα για το βραβείο των αθλίων.
πίστεψέ το, αφού δε βλέπεις,
είναι αλήθεια..

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

μαύρα μεσάνυχτα



Δίνω σάλτα σε διπλωμένο σύμπαν
τέρμα τα γκάζια των θυμών
Με υγρές φωτογραφίες παιδικής ορχήστρας
και ξεγάνωτα μυαλά κομπάρσων θεών
που πέρασαν το κρίμα ρήμα στο νου τους
σε λύμα χλιμίντρισμα σαθρό
όταν πηδιόταν το αμάρτημα της μητρός μου
σε γαλάζιο τοκετό -
να σε βλέπω να έρχεσαι ραμμένη νύχτα
ψυχιατρεία να τρέχω να κρυφτώ
Σε μυστικό  πειρατικό
να εκτίθεμαι ιεροεξεταζόμενο μυαλό
Να σε περιμένω. Να στέκεσαι
Να σε γυρεύω .Να φεύγεις
Να τρέμεις σινιάλο αστραπής
σε κουνημένη φωτο -
ιλιγγιώδης φυγή, σε μάτι υγρό
Να με καρφώνεις μάτι, σε χρόνο ρεκόρ
Να γκρεμίζονται σε συρμό
αυτόχειρες μονόκεροι
Οι μνήμες να ζωντανεύουν
ξεμαλλιάρες θεές
Να κρεμάω τις θύμησες
στο κέντρο πυρετό
Να δαγκώνω τα θερμόμετρα
Ν’ ανεβαίνουν ομίχλες
θυσιάζοντας κουρέλια λυγμών
Να με ξεδοντιάζουν μαλλιά γανωμένα αύριο
μ’ ένα μόνο τόπι μακό
Ν’ απορώ στην ανάβαση
κι η Δικιά μου να τρέχει
«Πάνω κάτω. Πάνω κάτω η Πατησίων»
ξωπίσω κι εγώ
Πάνω κάτω ξυπόλυτος ίσκιος
σε πιάτσες στριφτό
Να μένω πιάτσα, μ’ ένα δόντι μόνο -
κατάρτι μεσιανό -
Ακόντιο μνήμα  - πέος
θνητό
Να με θέλουν ερπετό
Να με πατάνε μυρμήγκι
Να πέφτω μαύρο
Να γίνομαι πουτάνα, να περνώ αλήτης,
να γκρεμίζομαι -
θυρεός τότε επιστρατευμένων σκιών
Σε θέατρο δρόμου
ν’ ακολουθώ δρόμος
Να θηλάζω σκέτο, να μένω δρόμος -
«πάνω κάτω» μια Πατησίων -
Να λερώνομαι λάδια,
να με κοιμίζω ξυπνώντάς με
Να με καίω κοιμίζοντάς με
Να με ζαλίζω. Ζαλίζομαι.
Όμορφος που ΄ναι ο ύπνος μου,
μέσα έξω,
κι εγώ να θέλω να με ληστέψω,
να περάσω στ’ αμπάρια μου βράδυ,
να χορτάσω ταξίδι βαγονιών
Πέρα και ΄κει σαν τότε..: «Πάνω και κάτω»,
μέσα κι έξω.

(από την υπό έκδοση ποιητική συλλογή: "το σκισμένο καλσόν" *εκδόσεις: δραπέτης*, αφιερωμένη στην ποιήτρια: Κατερίνα Γώγου)

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

τίποτα

μυρίζει χώμα το παραμύθι σου, κι αυτοκτονεί ο Λύκος στον πρώτο ύπνο.
στην πρώτη μπόρα,οι μύθοι έσταξαν σκουριά, κι η απόδραση ήταν εύκολη.
όταν οι υπνοβάτες τραβήχτηκαν στους δρόμους, άλλη μια πόρνη άπλωσε τους λεκέδες της, για ξεκάρφωμα, να λέει ότι υπάρχει.

τίποτα δε λειτουργεί, κι ο θεός έχει πεθάνει από την πρώτη μέρα της
δημιουργίας του. αλκοολούχος Κυριακή τινάζει πέταλα. όλα ζορίζονται στην
ανυπαρξία τους. εκείνος αστράφτει σιγουριά του Τότε, κι ο διάολος
κενός.
έτσι, μούφα και η συγχώρεση στ' ανισόρροπα τα λεξικά. αδέξιος αρμενίζω στη σκοπιά των τάφων. όλα τάφος._

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

οχιά διμούτσουνη

... Διμούτσουνες αλήθειες, με δέλτα του
κόκκινου, και μι της μανίας, για προβολή λατρείας. Μα από πότε η
Αλήθεια, γυρίζει σαν τέρας με δυο κεφάλια, κι από πότε η λατρεία
διαφημίζεται σαν πουτάνα σε ξαπλώστρα στην αμμουδιά; Θα μου πεις, στην άτεχνη εποχή μας, που βιάστηκε η Ποίηση, τα πάντα γίνονται.


*κοιτάζεται στον καθρέφτη της. καλό το μακιγιάζ. το πριγκηπικό φόρεμα,
το καλσόν, τα μαλλιά, στην εντέλεια. κρύβει επιμελώς τους πόντους που
ξέφυγαν. το κόκκινο στα χείλη εντυπωσιάζει, η θάλασσα στα μάτια της. η
μαϊμού στο σκαλοπάτι της αναμένει πάντα μια μπανάνα. της πετάει μισή, μ'
ένα δάκρυ δήθεν, αποκρυσταλλωμένο δήθεν, του δήθεν - δηθενιά της
καλλιτεχνίας της. έχει κρύψει τις σφήγκες της στη μύτη της γόβας –
δωδεκάποντη να μοιάζει ψηλή. βαδίζει ρυθμικά. μια ακόμη ξεφωνημένη στο
στερέωμα. αφήνει να σέρνεται πίσω της - σκηνοθετικά - μια φιλοζωική
εταιρεία, κι ένα πέπλο φιλανθρωπίας. βιάζεται. πρέπει να προλάβει να
προσκυνηθεί. ένα δήθεν, κρίμα να πάει χαμένο. βιάζεται πολύ. σκοντάφτει.
πηδιέται. πρέπει να είναι στην ώρα της. η μαϊμού ξύνεται. πηδιέται το
σύμπαν. καταγράφω εγώ. φωτογραφίζω το τέλος μιας γύψινης μέρας. ξέχασα
να πω: τη λένε Άλφα Μι. στο τέλος, στα περιεχόμενα η επιμέλεια, δεν
μπόρεσε να συλλάβει το φωτογράφο. καιροί μαινόμενοι, γι' αυτό ακόμη μας
ξεγελά το καλοκαίρι και..βρέχει χολή. τέτοιοι που είμαστε..!
μια μπανάνα για τους άστεγους υπάρχει;

..κι όποιος είδε, γνωρίζει..όποιος δεν είδε να μάθει, αν θέλει να λέγεται άνθρωπος.


πάντως, να θυμόμαστε. Πάντα κάποιος καταγράφει και φωτογραφίζει.
Αλήθειες μ’ ένα πρόσωπο και οργή. Έτσι, για την Ιστορία, και για της
Τέχνης την Ιστορία, που κρύβεται, όπως σε κατοχή, για να δράσει τη
στιγμή την κατάλληλη.*

το δικό μου συμπέρασμα το έχω βγάλει: αν
δεις ένα δάκρυ αληθινό, είναι από εκείνους που ομολογούν ντόμπρα και
σταράτα. και μόνο απ' αυτούς. εκεί, θα με βρεις, αν θέλεις να με βρεις.


(από το γνωστό πλέον: "το σκισμένο καλσόν" - η φιρμάτη μαιμού, και η
πόρνη με τη μουτσούνα της παρθένας, που το ΄ρίξε στην ποίηση)

Προμηθεύς Πυρφόρος

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

"κλειστό φαρμακείο"

  
*στην Κατερίνα Γώγου,
                     αφιερώνεται*

Αν θέλεις να ξέρεις,
Δεν άγγιξα το χρόνο
Δε γεννήθηκα ποτέ
Αν με συνδέσεις με οδό εθνική
Κι ένα φαρμακείο κλειστό,
Μετά από διαρρήξεις,
Μπορεί να καταλάβεις το βυθό
/μπορεί. Γιατί αδειάζουν εύκολα τα ράφια
Κι οι απατηλές διανυκτερεύσεις,
Συχνά, καθιστούν επιτεύγματα ειδήσεων εκτάκτων./
Ύστερα, δε συγχωνεύτηκα,
ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης,
Μάλλον και καμιάς μορφής εταιρεία –
Αφού πάντα το σύστημα με πέταγε εκτός,
Κι έκλεινε ο υπολογιστής αφύσικα,
Δίχως αποθηκεύσεις,
Και δίχως ποτέ ν’ αξιωθώ δίσκο εξωτερικό.
Κάτι θάλασσες άπλετες, πίσω
Απ’ τα μάτια, που νόμιζες ύφος,
Και στερέωσες αξίωμα υψηφοβίας,
Να δώσεις τροφή στα ιατρεία,
Που πλέον κλείνουν βιαστικά,
Από υπουργεία σχιζοφρενικής μανίας
Κάποτε, μιλώ νεκρός αιώνιος
Με νερά που κοχλάζουν τη φαντασία μου,
Και νομίζω ζωντανός,
Ακουμπώντας ένα σφύριγμα
Δίχως απόκριση
/ όλα στο κενό πλαδαριάζουν
Κι η στύση δίχως νόημα –
Ο γρίφος ξεπέφτει
Χάνει δυναμική
Και διαλύεται στο χάος /
Απορώ για τ’ ασθενοφόρα,
Που, κι αν δηλώνουν απεργία,
Βρίσκουν να πατούν ένα τίποτα
Και συλλαμβάνουν κύματα ενοχής –
Ίσως, αν είχα γεννηθεί
Η ανοχή μου να έκανε ρεκόρ για Γκίνες –
Μα, και η μαλακία έχει όρια,
Και κατάπια τα βιβλία νωρίς,
Μαζί με τα βραβεία τους –

Ποιος θα σχολιάσει έναν
αγέννητο γενειοφόρο
Της οργής -;-
Και ποιος θ’ αντέξει
Να περιμένει ένα φαρμακείο πάντα κλειστό
Σε μιας παλιάς εθνικής οδού
Στο ασύνορο της άβυσσος -;-
Η ευαισθησία έμεινε γράμματα
Και τα παχιά λόγια
Γλιστρούν σα χέλια
Κι αποφεύγουν ράφια διαρρηγμένα.

Κι όμως, αν με ρωτήσεις να σου πω..
Μια τρελή επιμένει ακόμη να βαδίζει
Πέρα και ΄κει. Πάνω και κάτω.
Έπιασε το μήνυμα της νύχτας νωρίς:
Δεν έχουν ήχο οι άνθρωποι,
Και τα σκοινιά, μόνο κρεμάλες στήνουν.
Οι ζωντανοί ασθενούν
Με περιβραχιόνιο δήλωσης υπεύθυνης
Στοιχείων κάποιου θεάτρου σκιών.
Κάπου στο σύμπαν
Φρενάρεις απότομα:
Νοσοκομείο αγριμιών.
Επισκέπτης κι ασθενής.
Μένω εκεί.

Προμηθεύς Πυρφόρος