Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

ΜΕΝΩ ΕΚΤΟΣ και ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΡΦΑ



Άτακτη στιγμή, άτακτες στιγμές. Πάντα δίχως πανωφόρι. Αφήνω το τόπι μου να κυλήσει. Χορευτής Ένας - χορόδραμα η ζωή. Και προβολέας Ένας. Ακολουθεί φλύαρα. Τα περβόλια αργούν. Τα κορίτσια αργούν. Οι παπαρούνες εκθειάζουν αντάρτικα τις τρικυμίες του αίματος. Πράξη Μία. Λέξη Μία. Μονομάχος. Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. Κι ας λένε, πάντα ανερμήνευτος, εξάλλου, ο καημός των φεγγαριών, και μάλλον παρεξηγημένος. Φύλο ανεξήγητον πολλάκις. Φύλο, Μονομάχος, ανάμεσα στον όχλο που κουρδίζεται, για να χειροκροτεί, την ώρα που πέφτεις στο πεδίο της μάχης. Και η γη, να μην παραλείψω να σου πω στο υστερόγραφο. Η Γη είναι η μόνη πρόθυμη ερωμένη όλων μας..

προσθήκες στις προθήκες



Όταν οι ποιητές δάγκωσαν το μήλο της απόγνωσης
γύρισαν πλάτη στο Χάος και
κλείστηκαν στα κελιά τους -
προθήκες μουσείων μεγάλης επισκεψιμότητας
Πάραυτα μελοποιούνται σε βασιλικές αυλές. Έξω ρίχνει χαλάζι.

μη φοβάσαι τις νύχτες -!-



Θ' αφήσω μόνο μια φλέβα ανοιχτή - το παράθυρο θα χτυπά άνεμο -
αν κρυώσεις μπορείς να το κλείσεις, όπως ένα βιβλίο που σε τρομάζει. Ουδέν το πρόβλημα. Το τέλος φιλεύει θάλασσα. Περιθώρια υπάρχουν πάντα για τους σκοτεινούς. Φεγγάρια πολλά για τους περαστικούς. Σιωπή δεν βλέπεις κάπου. Τρικυμίες όπλων που εμπορεύονται δόξες. Πονούν τα μάτια μόνο. Σα να νυστάζουν τα οράματα, ή θέλουν τρενάκια φυγής. Ορθοπεταλιές στριμώχνω στων δονήσεων τις αγκαλιές. Ξεγελιέσαι που ταξιδεύω φυγή. Την παίρνω στο κρεβάτι μου ανεμόπτερο του ύπνου. Μην ξεχνάς να γελάς τις νύχτες. Κι αν χάνεις τους δρόμους, φρόντισε να καρφώσεις τελεία τη σελήνη σου στον κύκλο της φωνής σου. Και μην πεις ότι εγώ δεν σου μίλησα -!-

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

ενημέρωση


Κοντά στο άνοιγμα της " Ένα" διαθήκης μου, (τρίτο βιβλίο των μικρών μου καιρών),  κόντρα πάντα στους ανέμους, που πήραν και σήκωσαν τη ζωή μου, ένα βαθύ ευχαριστώ σε όποιον, κατά καιρούς, και πολλάκις εν' αγνοία του,  ενέπνευσε την παρουσία μου στις μάχες της ζωής.

Ένα βαθύ ευχαριστώ, σε ΄κείνους, που λιθοβόλησαν την ύπαρξή μου - βαρβάτες οι σπουδές κοντά τους -, για να είμαι ακόμα εδώ, κι από το περιθώριο των λούτρινων γιορτών τους, κι ας τρελό με ονομάσανε, να σημαδεύω πορείες στους χάρτες των αιώνων.

Ένα βαθύ ευχαριστώ στον Τιτάνα Προμηθέα, που μου ΄δωσε πυγμή και όραμα, 
καθώς και στις εκδόσεις "vakxikon", που μου άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες τους, και με δέχτηκαν στη φωλιά τους.

...και η πορεία...συνεχίζεται....

έν' άχυρο


Είμαι αιρετικός
το γνωρίζω
Τι άλλο όμως
θα μπορούσα να είμαι
όταν γεννήθηκα από
έναν κρίνο -;-

____________ έμεινε η φάτνη πολύ μες στα κεφάλια μας
και γινήκαμε τα άχυρα..... ____________

_____________ μια εικόνα κάποιου χειμώνα, που η αλήθεια διαστρεβλώθηκε, για να θωρακίσει τον Επικίνδυνο δολοφόνο του ΑνΘρΏπου _________

_______ Προμηθεύς Πυρφόρος _______

παραπονο...


στο τέλος, σου μίλησα για το φεγγάρι μου
- γύρισες πλευρό και κοιμήθηκες μαζί του -
άρπαξα το ταβάνι, κι έγινα η ρωγμή του

_________ Π. Π. ________

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

βάδισμα στο όνειρο



Κι έπρεπε να με ραγίσει ολόκληρος ο αιώνας,
για να καταλάβω,
πως τα χέρια είναι για να περπατάς.
Έτσι, μονάχα, τους βυθούς  σπουδάζεις,
και μπορεί να βαδίσεις, κάποτε, στ' αστέρια..

__________ Κι απόψε, που τυφλώθηκαν τα μάτια μου, απόρησα: άραγες ποια είναι η μεγαλύτερη απόσταση; τα εξακόσια χιλιόμετρα άνοδος στα σύνορα, ή η απάτη μιας αγκαλιάς, που κάνει να λάμπουν στο κορμί σου οι ουρανοί των χιλιομέτρων -;-
____________ Προμηθεύς Πυρφόρος _____________

(αφιερωμένη .... απορία)

http://youtu.be/yezQY9F8T4o

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

σατανικές προεκτάσεις



Μετά τη γιορτή σας
Δάγκωσα την πόρτα
Ερείπια που ανοιγόκλειναν
Έργα καταναγκαστικά
Σίριαλ δραματικά
Με σκιές, και προδοσίες
Έτρεμαν τα λάφυρα
Να πιούν την σταγόνα του τέλους
Στο τέλος ο ρόλος
Ξεβράστηκε λάβρος -
Εκρηκτικές υποθέσεις
Που έπαιρναν τη θέση τους
Στο μπαράκι της φυγής
Μ’ ένα ποτήρι νερό
Για τον ξενέρωτο φονιά
Και μπύρα fix για το βιαστή -
Μετά
Μοίρασα τους ανέμους –
Σαμάνοι τραγικοί
Κούρδιζαν τα πέλαγα
Χίλια ταξίδια
Και τόσα σκαριά
Στο παγοδρόμιο του  c.d.
Πετροβολώ –
Λίθοι αμύθητοι
Της λήθης τελετή
Με χρυσά κουμπιά
Θαμμένα στη θυρίδα «τότε»
Και μια υπόγεια διαγραφή
Που κατέληξε απροσπέλαστη πορεία -

Έτσι στα τυφλά
Όποιος με ψάξει
Αν δε ναυαγήσει
Θα μείνει στοιχειό θαλασσινό, ή
Γρύλος καλοκαιριού στ’
Ανοιχτά της Κρήτης
Κι εκεί οι ελαιογραφίες
Θα τουφεκίσουν τις συνήθειες
Ν’ αναδυθεί η Αφροδίτη
Απ’ τις ορμόνες που
Καλπάζουν φωτιά
Στο πυρπολημένο εγώ μου.

___________ Προμηθεύς Πυρφόρος ___________

Πάμε στ’ άλλα -!- ______________________

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

στο τελευταίο ............. παρελθόν


Κάποτε - τώρα - είναι μεσάνυχτα / θα ΄χει παλμό - έχει νοτιά / ανασκόπηση βροχών / ανηλεών φρικιών /
Κάποτε - τώρα
α ν α σ ύ ρ ο μ α ι κεραυνοβολημένο ανάγλυφο κάποιας νυχτιάς / παιδικές καταστάσεις ερήμην μου.
Ορώ. Όχι ψηλά. Από ψηλά. Γλιστερό παρελθόν σε χρόνο στιγμή. Κουκίδα, που σβήνει, με σαλιωμένο δάχτυλο.
Πάμε ξανά. Οι δρόμοι με κυλάνε. Αγριολούλουδα - οσμές ονείρων.
Ιπποτικά το σώμα κινείται. Ξίφος - το όραμα, κι ο σκοπός στην απόκρημνη πύλη πανέτοιμος φυγή. Φεύγει.
(23/12/2012. Πανέτοιμη ώρα.)

(το τραγούδι άσχετο, και σχετικό. ο γράφων γνωρίζει. ο αναγνώστης, αν το θέλει, αισθάνεται.
Ξημερώνει..θυμάμαι, μα...λησμονώ παράλληλα)

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

κι ύστερα -;-



μόνο να σε τεμαχίσουν μπορούν, για να σου πάρουν τη μεγάλη πνοή, που θα τους κρατήσει στη ζωή...και μετά θα σου ζητήσουν συγγνώμη, που σε πόνεσαν....κι εσύ, που δεν θα μπορείς να μιλήσεις - νεκρός πια, θα κλάψουν, δεν τους κάνεις συντροφιά στην ζωή τους, που ήταν χτυποκάρδιά σου...

Προμηθεύς Πυρφόρος

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

έρωτας μες στον καθρέφτη



Οι απουσίες
γδέρνουν τις
φωτιές τους.
Φωτιά μου
στο αδέσποτο της
νύχτας, και
νομίζεις πως ζεις.
Φορτηγά συνήθειας
καθημερινής –
ένα πιάτο φαγητό
κοχλάζει ανέσπερο
δείγμα φιλί.
Μετά τη ζωή
δείγμα ζωή.
Κι ας είμαι -
Ο καθρέφτης
θρύψαλα μένει.
Παίρνω τον
καθρέφτη
φτιάχνω γιορτή
Σκισμένη αορτή
Σε ποτίζω στο κόκκινο..

της Μαρίας Π. 

....................


Οι μέρες κλειδώνουν τα σπλάχνα τους στις αποθήκες των τρένων. Χαιρετώ τα φουγάρα μόνο, και τους λόφους, που μέθυσα τα βράδια των αμαρτιών. Κάπως έτσι, γεννιέται η τρέλα, τρέλα μου -!- Τρεκλίζοντας, πότε στην αντοχή, και πότε στα χείλη του ποτηριού, που ήπιε ο διάβολος το αχ, της ηδονής..

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

όνειρο..

βυθίζοντας τη γλώσσα στην ομίχλη της νύχτας
μπουσουλάνε τα θεριά στ' ακροπέλαγο της δίψας
σκορπιοί λυκαβηττών ουρλιαχτών
κόβουν ανάσες
στον απόκοσμο των ποιημάτων

μέχρι, που η συλλογή
τερματίζει την ανάγνωση της φυγής
σα να γνωρίζει από τα πάντα
τα μυστικά της λατρείας
στα πυρωμένα μάτια
των κολάσεων
________ νέρινα τα σινιάλα τ’ ουρανού.
Αυτό το βράδυ .. κάηκε στις χούφτες μου ____________

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

βαθύ φιλί



Με παίρνεις μαζί Σου
Στην αποθέωση του ταξιδιού
Σκουντουφλάμε στ’ αστέρια
Δεν πονάμε. Αρπάζουμε ύψη.
Μαυροφορεμένα φιλιά
Αρπάζουμε φωτιά
Δεν έχει να λουφάξει η ζωή
Δε μένουμε σ’ επιφάνειες
Εσύ η Πρώτη μου –
Φυγή βραχνιασμένη,
Κι έμεινε η φωνή μου βαριά
Στο βεστιάριο των παραστάσεων
Ζω το απόλυτο
Σκοτάδι -;-  Το βράδυ, ξέρω,
Το χορό των λεπτών
Τα ντύνω σκιές. Μην
Τρομάζεις -!-
Χέρι με χέρι. Καρδιά με καρδιά.
Η Πρώτη μου πνοή.
Το πρώτο μου δάκρυ.
Το κλάμα του μωρού.
Μένεις εδώ,
Και πάμε μαζί.
Δεν κουράζονται τα σπλάχνα
Να γεννούν μάτια μου -!-
Μήτρα του ποιητή
Ανάστησέ με -!-
Δε βαρέθηκαν τα δέντρα
Να χορεύουν. Οι άνεμοι
Δε βαρέθηκαν να μουγκρίζουν.
Βαπόρια ταξιδεύουν μαζί μας.
Είμαστε τα πλοία των βαποριών
Πάντα ξενύχτες στις
Αστραπές του ονείρου
Βυζαίνω απόψε ξανά
Οι  ρώγες μάτωσαν.
Πίνω αίμα.
Πάμε μαζί.
Νανούρισμα και όνειρο.
Έχει απέραντο.
Έχει απέραντο!
Έχει και πάντα.
Στιγμιότυπο στη νιοστή
Χορεύοντας
Σφυρίζοντας
Ξεφτιλίζοντας τα σύνορα
Πάμε.
 
αν τρέξεις να προλάβεις της χαράς το τρένο
θα χάσεις την πτήση.
να το θυμηθείς που στο ΄πα, πριν ξημερώσει, γιατί θα χάσεις και τ' αστέρια...


(της Μαρίας Π.)

________ Προμηθεύς Πυρφόρος _______

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

ζεϊμπέκικος ήχος




Χρόνια πολλά πολιορκία
Διείσδυση και πάθος
Η ομίχλη των ηδονών
Σε όρια απροσμέτρητα
Διάτρητων αναγκών  -
Μέχρι που αφαιρέθηκε
Η έννοια των συνόρων
Απ’ το νεώτερο λεξικό –
Βροχή οι κλήσεις και
Τα μηνύματα μπόρα
Κελεύω ματιές
Για αρχή –
Σταθερός βηματισμός
Στων άστρων τους κύκλους
Γυρίζω αργά,
Πάντα αργά στο χρόνο
Να μην αποχωριστώ
Της νύχτας τα νεφελώματα
Το βαγόνι σπάργανο
Σε σύζευξη χεριών -
Γάζα και πληγή
Πληγή και γάζα
Σε θυμάμαι καμιά φορά. Στέκεσαι αμυδρά – θολή προέκταση της εποχής που μαθήτευα.
Αγνάντι αιώνων, θεέ μου, μια ζεϊμπεκιά η δρασκελιά σου στο χρόνο, κάνε να λυτρωθώ -!- Φύγε -!- δεν κάνεις κάτι. Φωτογραφία είσαι – φύση νεκρή.
Τραβάω κουπί. Λύνω σκοινιά σφυρίζοντας.

________________ Προμηθεύς Πυρφόρος ____________

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

το πάτωμα

τόσο πολύ, που σε περίμενα, κι εσύ έπιανες σταθμούς, ξέχασα πώς είναι να καλωσορίζεις
έχασα και την ακοή μου, το βήμα μου. ένα στενό έπιασα, να ξενυχτώ τους ανέμους, κι ενός πατώματος τη χλιδή ράγισα, με το πάτωμα της αναμονής μου. συντριβή στους σταθμούς των τρένων. κάποτε, άρχισα να χαμογελώ στην κατάρρευση, των πολυκατοικιών. χτυπάνε ρίχτερ οι σεισμοί στο έπακρον, κι απλά σου λένε: ανασαίνεις ακόμα. κι εκεί πάνω οφείλεις να γελάς ξανά και ξανά. μην ακούτε τι λέω. και, πως σκίζω τις νύχτες, με γόβα στιλέτο, μην ακούτε. μέσα σε τόσα σκοτάδια, ακινητοποιώ την εξάπλωση της επιδημίας των φυγών. δίχως όνειρα, να κάνεις Τέχνη στο μηδέν, είναι Τέχνη.

Καλημέρα ξανά!.. πιάνω τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, για του σταυρού την ακροβασία. με τη γνώση του βάρους του, ζυγιάζω φτερά.
συγχωρέστε με, που αγρυπνώ ψηλαφώντας γκρεμνούς..έπρεπε ν' ακούσω πολλά "σ' αγαπώ", για να γίνω άπιστος.

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

άτιτλο



Θα ΄ρθει μια μέρα ξεκούρδιστη
-          μην πανικοβληθείς -!- -
που δε θα ΄χεις μάτια να λάμψεις
Τα σχόλιά σου
θα κρεμαστούν χαρτονομίσματα
στο παγκάρι της κενής λεηλασίας σου
-          δε θα ΄χεις
που να καλύψεις ντροπή.
Η δειλία σου –
στο ΄χα πει –
όσα καρφιά κι αν έμπηξε,
η σάρκα μου έμαθε τον έρωτα
δεν ωφελεί
Η μετριότητά σου –
κακοήθεια μηδαμινή
στους κυματισμούς του ονείρου
κι η φυλακή σου
μαραμένο παράσιτο
εν ώρα τίποτα.
Όσο κι αν πάλεψες να
με θάψεις –
μια χούφτα ακόμη χώμα,
ένα αναπότρεπτο δάκρυ
κονιακάκι και καφέ γλυκό –
τη φήμη, πώς να ξεχάσεις -;-
Πήραν διαστάσεις τα σπλάχνα μου
στη μικρή σου φωλιά,
και ξετίναξαν τη στέγη σου.
Μαρτυρίες λένε
πως αγιογραφείς καταδότες –
εδώ ωφελεί τη διαιώνιση
του εγκλήματός σου
Εν ώρα νεκρή, λοιπόν,
σε κερνάω λάφυρα
του δικού μου αγώνα –
υπέρ των πάντων ο αγών,
υπέρ του άδειου βλέμματος
σάπια καθημερινότητα,
να κοιμάσαι μ’ ένα γλείψιμο
στην πλάτη
επαίτης λίγου χρόνου
νυσταγμένης απόλαυσης
Εγώ
διακατέχομαι κατάρα τρελού
στην πλατεία  των θηρίων – τα θηρία
ξέρεις φιλούν στο στόμα
τα αινίγματα
και θυμούνται να τιμούν.
Σχολάσαμε απόψε.
Είναι το πισώπλατο
της αμαρτίας βαρύ
Κι ο Ιούδας κρεμάστηκε..

Αφιερωμένο

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

παράκληση



Επέστρεψα ταξιδεμένος θάνατο
Βρήκα συντριβή πτωμάτων
Κι αν γυμνός
Αρνήθηκα τα ρούχα της ήττας τους
Αρνήθηκα το πρόσφορο της αποσύνθεσής τους
Περιπατώ δειλινά χειμωνιάτικης παραλίας
Αδάκρυτος στοχαστής  των ξενιτεμένων
Κάπου καλεί ο ήχος σου
Μα δε σε βλέπω.
Μέσα σε τόσα πτώματα,
Όμοια μεταξύ τους τα φουγάρα των σκυφτών –
Δεν είμαι θεός -
Χειμερινές αναθυμιάσεις η εξαΰλωσή σας
Ο καθρέφτης μόνο
Κυλάει νοτιά -
Κάποια μακρινή βροχή,
Κι ένα «γιατί;» ανεκπλήρωτο
Στο ξεκάρφωτο των παγετώνων. 
Μη μου ζητάς να μιλήσω για
Σένα. Θα υψωθούν τείχη
στο πλησίασμα των αιώνων..

 ____________ Προμηθεύς Πυρφόρος ___________

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Δεκέμβρης Σκέτος



Με πέντε δέκα φώτα ομίχλης -
να κάνουμε και φέτος μια γιορτή
κι ας λάκισε, ρε φίλε, η
προστασία του πολίτη  
έχω φτερούγες ξέμπλεκες
κι ας μίκρυναν οι άνθρωποι
τα φτερά πάντα μένουν,
έστω και βρεγμένα,
μ’ ένα σεισμό.
Ακόμη κι αν
δεν κουδουνίζει πλέον
το σκουπιδιάρικο,
μόνο γκαρίζει με την κόρνα του –
μην πάρει τ’ αποφάγια μόνο,
να προλάβω να μαζέψω
τα ψίχουλα.
Δεν έχω χρόνο για πυρετούς τώρα –
πολυτέλειες τα θερμόμετρα, τα παυσίπονα,
κι οι σούπες
Έχουν απεργία τα φαρμακεία
και τα κρεματόρια ανθίζουν πάραυτα
Στα νοσοκομεία ψείριασαν οι στίχοι
με τοίχους μαστουρωμένους
απομαγνητίστηκαν οι μαγνητικές
Θέλουν κορτιζόνες τα θεμέλια
μα η προφύλαξη κηδεύτηκε από νωρίς
κι οι χημειοθεραπείες έσπασαν τη
χημεία με τους ναυαγούς τους
Μια πολιορκία ακόμη τρομάζει –
Θα σ’ έσωνε νομίζω ένα φορτηγό
μ’ αντάρτες ναυλωμένο,
ακόμη και τα άσματα των
παραμεθόριων τραγουδοποιών
Κι αν και τα υπουργεία φωταγωγημένα
δοξασμένες υπογραφές, και
χαλιά περσικά,
υποτροπιάζουν οι ιώσεις των εποχών μας.
Με προβολέα ανατροπής θα
ξετυλίξω τα νύχια μου
να ξεφλουδίσω το λεπρό καθεστώς
Ένας Δεκέμβρης οργισμένος αρκεί
στο σκέτο βαρύ της καταχνιάς μας
κι ας τρέμουνε τα πόδια μου
πάνω απ’ τον κάδο των σιωπών
Κι όμως εκεί
ανάμεσα στα πεταμένα
ένα τρενάκι,
αν και τυφλό,
μου θυμίζει πως
ταξιδεύουν ακόμη
οι απροστάτευτοι πολίτες,
και πως μας γελάνε τα Χριστούγεννα -!-..
Ένας θεός στα κρατητήρια της
ασφάλειας πόλεων, σε
πόλεις
που θυμήθηκαν να
κρεμάσουν σκουλαρίκια
ένα έλατο και πέντε δέκα
φώτα ομίχλης
μου σκουπίζει τα δάκρυα.
Δεν είναι ώρα γι’ αστεία..

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ

Ρωτάς-;-

Τώρα ρωτάς-;-

Έναν αιώνα που άργησα

να φύγω-;-

Έναν αιώνα που μάτωνα

που ήσουν-;-

Εγώ χαμήλωνα τους ίσκιους

πιο έντονα να φαίνεται

που έβραζε το αίμα

Εγώ βουτούσα την πυγμή

στου άνεμου το πιόμα

κι έξω απ’ τις πόρτες των θεών

σεργιάνιζα

κρατώντας τσίλιες

στα χέρια μου

ν’ αρπάξουν τη φωτιά τους..


Ρωτάς για ΄μένα-;-

Να με γροικάς σαν το πουλί

στου ανέμου την αντάρα

και σαν αρμύρα

στα χείλη σου

θαλασσινή


Κι αφού ρωτάς

και θέλεις να θυμάσαι..

θυμήσου με σα δειλινό

που γέρνει στο κορμί σου

Φλεγόμενο να με θυμάσαι

να σου ζεσταίνω την κάμαρη

και να σου σπέρνω όνειρα

Ένα καΐκι να θυμάσαι

στ’ ανοιχτά των νερών

με μια λησμονημένη

φυσαρμόνικα παιδιού

πάνω στις στοίβες με τα δίχτυα

Σκοινί να με θυμάσαι

που λύθηκε απ’ τον κάβο

και σέρνεται

στ’ άγριο το τσιμέντο


Χίλιες πληγές να βλέπεις

σε λάθος κορμί κι αγέρωχο

Μαστιγωμένες μέρες

σε ψυχή μήτρα φιλιών

Δυο μάτια βουρκωμένα

να θυμάσαι -

παράπονο τ’ αδίκου

που ήπιανε τη νύχτα

και σου φέξαν στο σκοτάδι

να μη χαθείς

μη ξεχαστείς κι αργήσεις ν’ αρμενίσεις…


Ρώτα, λοιπόν-!-

Για να θυμάσαι-!-

Στα σκοτεινά

αντάμωνα κορίτσια

Ξημέρωμα γεννούσα τα αγόρια μου

Κι ένα μαντήλι κόκκινο -

φουλάρι στο λαιμό μου

με μαύρα ρούχα

πυροβάτης οργισμένος

Μποτάκια

λυμένα συνθήματα -

τα κορδόνια

Κατρακυλούσα τα βράχια τους

να ΄ρθω να σ’ ανταμώσω

μ’ ένα κλωνάρι πυρετό

του πάθους μου λουλούδι


Ρώτα με-!-

κι αν θέλεις κάπως να με πεις..

Έρωτα κι Επανάσταση

και Προμηθεύ Πυρφόρο

Αυτά έχω ονόματα

Κι άλλα από τούτα

δε θα πω…

Θα φύγω…

Γιατί Εσύ

Εσύ έφυγες πρώτα…

Κι αφού το θες να θυμηθείς…

Θυμήσου με…

με δυο φτερά σπασμένα

που πετούσα


Χειμώνα και Φθινόπωρο

τότε να με θυμάσαι

Αγριεμένη θάλασσα

τρέλα μες το μυαλό μου..

από εκεί ανασύρθηκα

κι εκεί

φλεγόμενος

θα περπατήσω
μια νύχτα με φεγγάρι..  ____________

ευχαριστώ τη Φάνυ Πολέμη, για την απαγγελία της!..

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Δεν -!- ......σκέτα............

ΔΕΝ
ΔΕΝ Είμαι -!- Είμαι -;- Δεν έχω. Δεν θέλω. Δεν κατέχω. Κυλάω μονάχα μοναχός. Κυλάω -;- Δεν. Γνωρίζω -;- Δεν.
Κανέναν δεν βαδίζω -!-
Αρνητής των συνηθειών. Ουδέτερος -!- Στο κενό των πάντων αδιάβροχος - ασκόνιστα σκονισμένη συγκομιδή χρωμάτων ίριδας κενό.
Γελώ. Δε γελώ. Δε με βλέπεις. Με σβήνω. Ολόκληρος αχρημάτιστος τοκετός. Σβήστε με. Δε θέλω να μπορώ στο βυθό των συνηθειών. Είμαι το Τίποτά σας. Ο άλλος σας, ο αποκηρυγμένος σας φτηνός. ...Γιατί αν γίνω ...είμαι ο Τρελός -!-.. Σβήστε με λοιπόν!!!!!!!!!

__________ Προμηθεύς Πυρφόρος _________________

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

κάπως έτσι ξαναζώ..



Πάνω που
ράγιζαν τα φθινοπώρια
ένα αλκοολούχο δειλινό
καρφώνεται στη μήτρα της βροχής
Δάκρυα κρυώνουν
τον ερημίτη εραστή του
καθρέφτη μου
Κι ενώ συρράπτω το
πρόσωπό μου με
το πρόσωπό του
πονάω το γυαλί
και πνίγω τους λυγμούς
στα αίματα της ανακωχής

Κάπως έτσι
επιστρέφω γενναία
στην πάχνη των υπογείων
κι έτσι
κερνώ φιλί.
Μεθυσμένα αγκαλιάζω
Τα βλέφαρα των στεναγμών
Μεθυσμένα ανασαίνω
ήχους πανάγιους
κάτω απ’ το προσωπείο των τάφων
που χαμίνια συλλαβίζουν
τη μεγίστη ηδονή των νερών.
Τα κορίτσια
αναδύονται πόρνες,
κι οι πόρνες πνέουν ζωή.

Η βροχή
ας βρέχεται κραυγές οργασμών.

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Αναβολή θανάτου

Λίγο ακόμα, λέω. Αναβολή θανάτου. Να περιμένω όλη τη φρίκη. 28 του Οκτώβρη να δω και τα στρατά να φυλάττουν τους ηγέτες. Λίγο ακόμη. Ο πόλεμος, που φρικιάζει μέσα στα κεφάλια μας. «Βάλε μου μπιτάκια, να φρίξω θέλω πολύ!», πριν να μου κόψει η Δ.Ε.Η. το ρεύμα. «Πάρε με στο τηλέφωνο λιγάκι να τα πούμε!», πριν να μου κόψει κι η Tellas τη σύνδεση. «Έλα να κοιμηθούμε κι αγκαλιά!», έχω ακόμα στέγη και πάπλωμα.
Βροχή! Απρόσμενη βροχή. Μετά από κάτι ανυπόφορες ζέστες, ξαφνικά χειμώνας. Ας όψονται οι εξατμίσεις των αεροπλάνων κι οι κυβερνήτες μας. Μας ψεκάζουν απροκάλυπτα πλέον.
Είναι ακόμα φθινόπωρο, μα ορώ το χειμώνα βαρύ στην πλάτη μου. Οκτώβρης -δεν έχω δει χρυσάνθεμα. Τώρα ανθίζουν; Έχω καιρό να σεργιανίσω στις αγορές, στα λουλουδάδικα. Ξέχασα πια. Πουλάει ο κόσμος; Η τελευταία φορά, που βγήκα, ήταν για τη διαδήλωση. Δεν πρόλαβα να δω τι παίζει στις αγορές. Με τύφλωσαν τα χημικά του θανάτου. Μου μπούκωσαν τους πνεύμονες. Μου τύφλωσαν και το πεπτικό -ναυτία. Αηδία, ε; Λιποθυμία και τίποτα. Τέλειωσε κι αυτό. Λιώνουν όλα. Χαρτοβαρκούλες στο νερό. Μόνο ο πόλεμος μουγκανίζει. Τανκ είναι. Ισοπεδώνει.
Μέτρησα κι άλλους απόψε νεκρούς. Άλλος έσφιξε θηλιά,  άλλος από ταράτσα στο κενό. Κι ένα εγκεφαλικό, μετά το τηλέφωνο απ’ την ευγενική καριόλα της εισπρακτικής. «Έχει ο καιρός γυρίσματα, ρε!» Πάντα τα έχει τα γυρίσματά του ο καιρός, όσο κι αν τον ραντίζουν. Για το καλό μας, βέβαια πάντα. Βέβαια…! Μη μασάς.
«Σου είπα; Κατέθεσα χαρτιά για σύνταξη μειωμένη. Τι άλλο να έκανα; Σήμερα πήρα 200 ολάκερα ευρώ. Μέρος τιμητικόν. Προκαταβολή. Έλα, θα σε κεράσω παγωτό!»
Εξατμίζεται, φίλε, η ζωή μας. Λιποθυμία.
Λιποθυμούν οι μαθητές στα σχολειά. Ασιτία το λένε. Μη μασάς! Και τι να μασήσεις; Άδειασαν τα ντουλάπια. Το ψυγείο, μόνο δόξες παλιές. Τότες οι τράπεζες -αυτοί κυβερνούν στο είπα;- τότες οι τράπεζες μοίραζαν χρήμα-ουρά.
Λέω, όμως, να κάμω γιορτή το Σάββατο. Κλείνω τα πενήντα, μωρέ. Κι ολάκερα διακόσια ευρώ στην τσέπη, φτάνουν για ρακές, μέχρι να γίνω τύφλα. Θα κεράσω κιόλας. Πάντα κερνούσα και μου ‘χει λείψει πολύ. Μη μ’ αρνηθείς! Θα έχω και μεζέ. Πάντα νοικοκύρης ήμουν. Έτσι ξεροσφύρι δεν πάει.
 Μισόν αιώνα φίλε ζωής, λοιπόν. Μισόν αιώνα…! Για φαντάσου!
Άκουσα, πιτσιρίκι, ιστορίες εφιαλτικές από τους μεγάλους, για τον πόλεμο και την κατοχή. Ένιωσα τη δικτατορία, τις δόξες των επαναστατημένων. Άκουγα, τότες, την ερπύστρια του τανκ, του γνωστού. Αυτού του Πολυτεχνείου. Ανατρίχιαζα και υποσχόμουν να μείνω πάντα αντάρτης. Έγινα ποιητής. Δηλαδή, έτσι μου λένε, οι θαυμαστές. Δεν ξέρω τι είμαι. Τους ρημάζω, όμως, με κάτι λέξεις στη σειρά, αυτούς που σαπίζουν τις ζωές και πολύ το γουστάρω.
Μ’ έχουν σταματήσει τρεις φορές, για έρευνα της δοξασμένης σακαράκας μου. Τρεις φορές! Και μια για τυπικό έλεγχο των στοιχείων μου. Έτσι μου είπαν και κράτησε τρία τέταρτα ο τυπικός αυτός έλεγχος. Πλάκα έχει να με νομίζουν τρομοκράτη. Τι αστείο!
Την τελευταία φορά, που είπα «σ’ αγαπώ», μ’ άκουσε κανείς; Τι έχουμε μωρέ να μοιράσουμε οι φτωχοί; Τα χρέη μας.. Τι όμορφα! Τι υπέροχος κόσμος!
Να πλένω κάθε μέρα τα ρούχα, να με βρει η γιορτή καθαρό. Μην ξεχαστώ! Για τη γιορτή της Νίκης μας μιλάω, ρε! Θα έρθει. Θα το δεις. Εγώ την περιμένω. Γιατί νομίζεις η αναβολή του θανάτου; Τον άγγιξα. Δε με τρομάζει από τότες. Τον παίζω και τον αναβάλω. Ας περιμένει, κι ας καίγεται και κάποιος για τον ποιητή… Χαχαχα! Τρομάρα μου, ο αφελής, που νόμιζα φτερά και με μαχαίρωσαν! Μα αντέχω! Κοίτα! Μισός αιώνας μου μοιάζει;
Σας αγαπώ, σας το είπα;

από δημοσίευσή μου στο περιοδικό ντου΄Εντε

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

απροστάτευτος απόστρατος

Συλλήψεις πολλές. Λήψεις: άστεγοι, ως κι αγάπες άστεγες.
"Μου έστειλες απόψε μήνυμα -;- ... μ' έστειλες στον απέναντι τοίχο"
Προσαγωγές πολλές. Αγωγή ανάγωγη και πού να διαμαρτυρηθώ -;-
Οι κρότου - λάμψης κούφαναν τον κόσμο κι έγινε άοσμος.
'Αλλος ένας χαμένος εμνημονεύθη. Και τι -;- Έμεινε στην πίστη και στ' αγιόκλημα.
Εντάξει. Στέκομαι. Μην τρέμεις.
"Σου τηλεφώνησα κιόλας. Απόψε." ...δεν άκουσα. απάντησες -;-
Α! Ξέχασα να σου πω: Στη διαπραγμάτευση με τον Υπουργό της τάξης, έμεινε απροστάτευτος ο πολίτης. Καλό σου βράδυ..

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

"...κι ας μη με λένε Γιάννη...πάλι φονιάς τους γίνομαι.."

Όταν το κράτος με δολοφόνησε
είχα την αγριάδα του
βράχου στην όψη –
φονιάς γαρ - και
τη χροιά του μανιώδους
καπνιστή στο στόμα..
κρατούσα το ντουμάνι του
Όνειρου - μαχαίρι για
σφαγή στους γλύφτες των
τόκων και μάτια πλάνα στα
κορίτσια του δρόμου - μια
τύφλα χαδιού μονάχα γι’
αλάνια - αγόρια της φυγής...σε
μόνιμη παρεξήγηση με τον
τσαμπουκά των
νυχτιάτικων σούρτα και
φέρτα των νόμιμων
παρακμιακών γεγονότων..
Όταν οι νταβατζήδες με
πάτησαν έφτυσα γάλα της
μάνας και πίκρα του παιδιού...
Γιατί, ήμουν εγώ ο φονιάς...
και Γιάννη ας μη με λένε..
μόνο συνάθροιση βοής
προγονικής σε
παρεμπόδιση έργων -
σειρών ρομάντζας μέσα στη
θάλασσα - στους
ατελεύτητους βυθούς που
έπινα ίσκιους κοραλλιών και
χάος του χάους..σε μια
στροφή μου...το
κεφάλι κρέμασε - σα
να ΄γειρε στη ..θεά μου που
άργησε να φανεί και
χειμώνιαζε βαριά και πιο
βαριά ακόμα - στη θεά που
είπα: ατελεύτητη και έμπυρη μ'
εμπύρετη διάγνωση στα χείλη –
σταγόνα σάλιου που
προστάτευε σάρκινη την ψυχή μου..
Κι είμαι εγώ ο φονιάς και
πιστέψτε το με
ταυτοποίηση των λόγων μου και
φωτογραφιών...που έσυρα εδώ
όταν τη μια επικηρύχτηκα κι όταν
την άλλη άναψα αργά το
τσιγάρο και νύχτωσε πολύ –
περπατημένη νύχτα που
σάλεψε ερωτικά και
παθιασμένα το μυαλό μου..
Κι είχαν ανατριχιάσει τα
θέλω μου στην πίστα των
χορών..και χόρεψα πολύ…
για πρώτη φορά – μ’ όλες τις
σκιές κι ιδέες των θαμώνων.
Και σήμερα – μετά τον αποκεφαλισμό μου – και δεν το περίμενα, αγάπη να φανείς – σαν πρώτη φορά να σ’ άκουσα…γονάτισα να προσκυνήσω – πιστός σου και θεϊκός – αντίδοτο της σκιερής ζωή μου – να προσκυνήσω τη λεωφόρο που γκάζωνα κι έτρεχα λαχανιάζοντας τα χιλιόμετρα – για χίλια στο άπειρο φτερά και ύψος – έτσι, που την επόμενη φορά που το κράτος θα με δολοφονήσει, να με κόψει στο ύψος της καρδιάς…γι’ άλλη ζωή να μην είμαι.. μόνο στη δικιά σου να χυθώ κι εκεί μετά να εξατμιστώ…θάλασσα εσύ…δάκρυ εγώ.. Κι έτσι ..σε περιμένω..κι ίσως και όχι – πυθείας λόγια απροστάτευτα νεφών..και μόνο η φωνή σου, μικρό…να ΄ναι ξανά να μ’ ανταμώσει και..να σου πω, πώς με βιάζει το παρακράτος και πώς με κόβει και πώς εγώ γλώσσα του βγάζω, καθώς το μάτι σου κλείνω και σε καλώ στον πρώτο μας χορό.. την ώρα που τα κράτη όλα δολοφονούν..

_________________ Προμηθεύς Πυρφόρος ___________________

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

κραυγή -!-

Εφτά σταγόνες σάλιο
το υπερβατικό γαύγισμα
και παίρνει το δρόμο
στο πέρασμα της ανατροπής,
όταν με μανταλάκι ξεχασμένο
από την πλύση των μπαλωμένων μαύρων -
των χρόνων της δουλείας -
στο σκοινί της
αποκάλυψης των κρεμασμένων ερπετών,
που ηγέτες λογίζονται ακόμα
όταν με σαπούνι πράσινο φθηνό-
για να γλιστρά στο λαιμό τους -
εξαφάνισε το μικρό του εγώ,
κι έχτισε μια νότα ακόμα
στην αθανασία της ποίησης
την ώρα που η μακιγιαρισμένη σε στυλ Σαπφούς
κ α τ α ρ ρ έ ε ι, και οι σύνδικοι ληστές
εξανεμίζονται - καταδότες μιας ζωής, μιας
θλίψης, κι ενός ονείρου λευτεριάς,
από χρηματισμένους θεούς,
που έγιναν εικόνες και αγάλματα
στη ματαιοδοξία και
παγίδες έστησαν για τους νηστικούς.

Νηστικός τους κάθισα
από ψηλά να τους ορώ.
Τέρατα σε αποσύνθεση,
που ακόμα νομίζουν
ότι στεφανώνονται δάφνες..

Μονάχοι οι λύκοι αποχωρούν
και χωρούν ήλιους
πιστοί κι ανίκητοι - κι ας μη το ομόλογησαν ποτέ
ούτε στον εαυτό τους -

Η Ποίηση έχω να πω
δεν έχει αφεντάδες ωρέ!
 ______________________________________

(τη μέρα σήμερα θα την έχω μαζί μου, σε όσες ζωές μου... βαθιά στην καρδιά μου φυλαχτό, που ακόμα αναγκάζουν κάποιοι να σκύβουν άνθρωποι για εφτά χιλιάδες εφάπαξ ευρώ - για μαστιγώματα χρόνων, και μια θέση δούλου.
στα 12 χρόνια μου στο Alter, στους συναδέλφους μου, που ήθελα πάντα να είναι - να είμαστε μονιασμένοι κι αγωνιστές για μια όμορφη πορεία. Σε όλους μας, σε ολόκληρη την ανθρωπότητα για μια λεύτερη και αχρημάτιστη ζωή.
Στους Νεκρούς του Πολυτεχνείου, σε κάθε βασανισμένο του κόσμου τούτου. Με ψηλά το κεφάλι αδέρφια θα Νικήσουμε!)


Προμηθεύς Πυρφόρος

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

ΚΑΛΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ!

Δεν ξεχνούσε ποτέ να μας μιλάει για την κατοχή. Γύρω απ' την ξυλόσομπα - τώρα καπνικούς φόρους ετοιμάζουν (ανασκαλέψανε τα τεφτέρια του βυζαντίου) - γύρω απ' την ξυλόσομπα καθόμαστε στα σκαμνιά μας, και μας διηγόταν. Τα παράθυρα με τις εφημερίδες, το βρεγμένο ψωμί με τη ζάχαρη, για να'χει λίγη γλύκα, η κοιλιά, πάραυτα, να γουργουρίζει ασταμάτητα, κι εκείνοι... Κι όταν έλεγε, κι εκείνοι...ανατρίχιαζε να πω -;-.. να πω..τρόμαζε το βλέμμα της, παρ' όλο που ήταν ακόμα παιδικό -;-
.. Εκείνοι.. Δεν τους είχε δει ποτέ, αλλά μπορούσε να στους περιγράψει. Σκελετοί κροτάλιζαν στα πλακόστρωτα της Αθήνας και διαδήλωναν κι όλας.. "Πεινάμε!" Ούρλιαζαν μας έλεγε..και μόνο αυτό... Πεινούσαν εκείνοι, που δεν τους είχε δει ποτέ, μα πεινούσε κι η ίδια, κι ήταν σαν να τους ήξερε. Κι εκεί, σταμάταγε η αφήγηση. Μας ετοίμαζε το βραδινό φαγητό, αλλά ήταν αλλού. Γι' αυτό πάντα τα χέρια της ήταν σφιγμένα - γροθιά, και νόμιζα, απ' τις μπουγάδες που έστηνε στη βεράντα.Όμως εγώ επέμενα..και ύστερα; Ύστερα πήραν τα βουνά και βρόντηξαν τα όπλα, μου απαντούσε.
_____________ Για τη μάνα μου σας λέω.
_______ Να πλένω κάθε μέρα τα ρούχα, να με βρει η γιορτή καθαρό. Μην ξεχαστώ! Για τη γιορτή της Νίκης μας μιλάω.
Μόνο μην ξεχνιώσαστε κι εσείς. Να πλένετε τα ρούχα σας καθημερινά..
Φίλοι μου καλοί, Καλή Λευτεριά! Ευχαριστώ Σας!
________Προμηθεύς Πυρφόρος ____________

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

τα αναρχικά



…………………………….
Παγκάκια μαχαίρια στην ωραία βιασμένη πόλη, που κοιμώμενοι προσποιηθήκαμε όνειρο,
μη και φανεί το λίγο μας στην απολυτότητα ενός ταξιδιού, ή
ενός έρωτα, που βάψαμε χλιαρό περίγελο, για να καλύψουμε τη δειλία μας.
Όταν η είδηση της αποκάλυψης έπρεπε να  μας κρατήσει ξάγρυπνους, κι
εμείς, οι ελαχιστότατοι, μεταφράσαμε αιδούς ρήγμα την πάναγνη πύλη των τοκετών..
..Από φόβο, λοιπόν, σκουριάζουμε μια Ανάσα και το κλάμα ενός μωρού,
που σταυρώθηκε, για να αποκαλύψει τον οργασμό της γνώσης, πως η καρδιά του παραδείσου χτυπά μεσάνυχτα στην κόλαση των ηρώων..
"Συντριβή, Άναρχέ μου -!- Δείξε μου ξανά την οδό της γέννησής μου, ν' αποδεχτώ την πηγή της Ανάσας μου -!-"

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

καταγγελία



Εσείς που γλύφετε το βάθρο - ποιητές -
και απαγγέλετε μέσα στο
θλιβερό όχλο φιλολογούντων αναλυτών, και
δηλωμένων πιστών με το βραβείο στο στήθος,
κείμενα νεκρώσιμων μοιάζετε στους
στύλους του ηλεκτρικού και στα ντουβάρια, κι
ας ρέει χρήμα χειροκρότημα στο βήμα σας.
Εσείς είσαστε οι Φαρισαίοι και οι Ρωμαίοι σαδιστές,
ο όχλος σας οι καταδότες
Μυρίζετε χαλασμένο αίμα στα καρφιά, και
οι παρουσιάσεις σας συγκέντρωση μνημόσυνων -
στημένοι όλοι στη σειρά,
σαν τα κοράκια να
ρουφήξετε μια στάλα από το
αίμα της σταυρωμένης Τέχνης -
κάτι σα σύνταξη ν' αρπάξετε
ρόλο στη ζωή,
σφίγγοντας τη θηλιά εσείς, ή και
καρφώνοντας μαχαίρι στην καρδιά
του Άναρχου Ποιητή που
έτρεξε με τους ανέμους
ρίμες πανανθρώπινες και
πέθανε μόνος σε κάποια πλατεία.
Γύρω ο κόσμος του καπνίζει ναργιλέ.

Σας καταγγέλλω καταγελώντας σας-!- ___________ Πατεράκη Ευαγγελία κι αμετανόητα Προμηθεύς Πυρφόρος ______________

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

οι αλλιώτικοί σας δικοί μου



Έτσι είναι οι φίλοι μου
Ξεθωριασμένα πανωφόρια στο
τέλος του ά κοσμου σας
Τριμμένα στιχάκια στη μέσα τσέπη, που
βγάζει στις φλέβες - ξέφωτο
Αυτοσχέδιες βόμβες στα
σανίδια των θιάσων σας
Περνούν απ' τα μπουρδέλα σας και
φτύνουν εμετό στο βελούδινο πνεύμα σας -
τους μυρίζει γαλλικά αρώματα
πάνω από μπόχα μεσαίωνα κι
ανατριχιάζουν
Ύστερα αγκαλιάζουν πόρνες με
δάκρυ καρδιά
για να διαιωνίσουν το είδος τους -
ιερή αποστολή του πυρός του αιώνιου -
Δεν θα μπερδευτούν ποτέ στα πόδια σας -
αποστρέφονται τα φιδίσια υποδήματά σας.
Αν τύχει και σας συναντήσουν
κάνουν αλυσίδες τα όνειρα, να
σταματήσουν τους εφιάλτες σας.
Δεν έχουν όνομα και
ανταμώνουν σε κατακόμβες, γιατί
οι προβολείς σας τους λερώνουν τα φιλιά
Γρέζια στα μάτια σας οι δικοί μου φίλοι -
κάτω απ΄ της
επαφής σας τους έγχρωμους φακούς.
Μολυβένιοι Εραστές οι του είδους μου φίλοι
Λέσχη σεισμών
κάτω απ' τα λίπη σας..

Επειδή κι εσύ, αλλά
κι εσύ, κι εσύ θα απορείς..
αυτοί είμαστε οι δικοί μου
κι εγώ.
Το δικό μου είδος
δεν προσκυνά -
άκομψο να σέρνεσαι στο χώμα, ή
στα τέσσερα τάζοντας αυταπάτες
γι' αυταπάτες και
δόξες μάταιες. ______________ Προμηθεύς Πυρφόρος

(αφιερωμένο) _____________ Κατερίνα Γώγου - Μεγάλη μου Εσύ, το είδος μου, σε χαιρετά..

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

χωρίς επιστροφή

Θαμώνας των αιμάτων
ανυπόΜονος
ΑνυΠομοΝΩ στα ταξίδια, που επισΤρέφουν -
γυρισμοί δίχως δόξα
δίχως αρμύρα
ανέγγιχτα από φωτιά
Κρατώ μάχιμη φυγή
Ματώνω βραδινό ρου ορμής..

η απροσκύνητη

Εκείνο που με εξοργίζει πιότερο
είναι που και στην Πτώση
φοράς παπούτσια με ροδάκια οβολούς -
χρυσούς απ' τις βιτρίνες κοσμικών θιάσων -
σέρνοντας μαζί σου το λιγούρη μαέστρο, και
τη μαστρωπό Τέχνης με τα ξυλοπόδαρα της δόξας.

Ύστερα η Ποίηση είναι η μόνη επιβάτις του Χρόνου
σε βαγόνι καρβουνιάρικου -
ξεμαλιάρα και τουφεκισμένη,
ρακένδυτη και βιασμένη -
να φανταστείς αρνήθηκε τις ακτινοβολίες,
κι ο καρκίνος τη μίσησε.
Της έχουν πέσει τα δόντια, και
μόνο ένα, που με πείσμα κράτησε,
σκάβει κενό - αγρότισσα
φυτεύει σπόρους αστεριών.

Φωτογραφίζω το Άπιαστο
Στις διαλέξεις σου παραπέεις.
Σφράγισε τα παράθυρά σου -!-
Φυσούν φωτιές οι βιασμένοι..

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

άτιτλο

Τότες που
μοίραζες τους ρόλους
αρνήθηκα να υποδυθώ το
θλιμμένο σου ζητιάνο,
το κρεβάτι σου,
το χειροκρότημά σου.
Μα εσύ ήσουν οι ρόλοι όλοι, κι
έγινες ο θεατής μου.
Στην έσκασα, ε;

Άνεργος προφήτης δηλώνω
με στίχο σουγιά, για
όποιον τολμάει την
αυτοχειρία των υποκρίσεών  του.

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Αυτό Ήταν

φεύγεις άδειος
γυρίζεις απρόσμενος
και πιο άδειος.
συντονισμένος
με άστεγους χορούς
με άσφαιρα μεθύσια -
δίχως απάντηση στο
μήνυμα του πάγκου. που
σφύζει αλκοόλ
και ρίγος καλυμμένο.
οι ώρες
πάνω κάτω
αλύγιστες -
θαυμάστριες σαδισμού, χιτλερικά
σφυρίγματα, προστάγματα.
κι όμως τα παιδιά
ήταν εκεί -
δυο μέρες και δυο νύχτες.. εκεί. φυγάδες
εγκυμοσύνης παραβιασμένης.
φτάνει μια ρακί. κι
ίσως ένα κέρασμα,
κι ίσως ένα φιλί -
νοητικό..με νεύματα..έτσι, αρχίζει
να σπάει ο πάγος.
συνάντησέ με -!-
φεύγω πολύ.
συνάντησέ με -!-
μ' ένα στριφτό, για
να ΄ναι καθάριες οι αποφάσεις.
θεέ μου..οι αποφράξεις πλήθυναν -!-
πού είναι η αγάπη -;-

της Άννας Μαύρο..
έτσι απλά..Άννα Μαύρο..

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Σε λέω "φεγγάρι μου"

Κι είναι σαν άξαφνα πιρουέτες να γλιστρώ σε χρόνο αλήτη.
Ώρα μηδέν, και κάτι ακόμη νότες αστροφεγγιά.
Σε παγκόσμιο θίασο μ’ απόκρημνες μέρες. Σε ψάχνω.
Νύχτες φευγιά, απόφαση αστραπή. Ξεφεύγω τα ορισμένα. Είναι οι νύχτες κομμάτια σπαρμένα στην πλάνη του μυαλού μου. Εμπύρετος τρελά, κι εντέλει χύνονται λάβα. Κάπως έτσι, ξύπνησα την πιο δικιά μου ώρα. Ν’ αγγίζω άστρα και να γίνεται Εσύ. Να χτυπά το τηλέφωνο και να πνέει Εσύ. Να πληκτρολογώ κάθιδρος και να τρέμεις Εσύ. Πόσα χ
ρόνια – σκαλοπάτια έπρεπε ν’ ανέβω για να ΄σαι Εσύ -;-
Πάντα σ’ έψαχνα
Θέλησα να σου πω, να σε ψιθυρίσω απόψε: «Φεγγάρι μου..», μα δίπλωσα σεντόνι τη φωνή, μην ακουστεί.
Πάντα σ’ έψαχνα
Τα βράδια, που είσαι μόνη, είναι τα βράδια της κατοχής, κι απαγορεύονται οι κρότοι. Την προηγούμενη της τρέλας μου, που δοκίμασα τις αντοχές του καθρέφτη μου – μετωπική η σύγκρουση – δάγκωσα τα γυαλιά να κρύψω τις αποδείξεις. Έραψα τα χείλια και δέθηκα στο κρεβάτι να παίζω το νεκρό στο τσίρκο της πόλης.
Και τότε σ’ έψαχνα πιο πολύ. Μα τότε, ακόμη δεν ήσουν. Είναι απρόσμενες οι γεννήσεις των ανθρώπων, για να ΄χει ενδιαφέρον το κύμα της ζωής. Έχω περάσει αιώνες κι αιώνες, μα σαν και τούτον δεν ξανά ΄χε. Είναι που ανεβοκατεβαίνουν τα σύμπαντα, για να προλάβουν τις εξελίξεις. Είναι που τα κτήνη πριόνισαν τους κορμούς των ζωών. Τα σκαλοπάτια μου, τραγικά κατεστραμμένα - απείρων ρίχτερ οι σεισμοί. Πάντα βράδια ανεβοκατεβαίνω με σκοινί απ’ το παράθυρό μου. Σκιά, σκιές και χάνομαι τις πιο δικές μου ώρες. Να σε ρωτήσω θέλω, πού και πώς -;- Πώς ήρθες να με βρεις-;-
Μετά τη σταύρωσή μου, να σου πω, σαβανώθηκα βρεγμένες μέρες, αναστάσεις δειλών, και τάματα. Είχαν όλοι θελήσει ν’ αποδιώξουν τα θαύματα. Υπεκφυγές ονείρων, κι Εσύ ερχόσουν τις πιο δικές μου ώρες, που είχες πει. Πού βρήκες και πώς -;- Είναι σημαδεμένα στα χέρια τα χνάρια -;- Να ΄ναι που θέλω στο όνειρο να κυβερνώ -;-
Σε ψάχνω. Εντολές χίλιες και δέκα ανοιγοκλείνουν την καρδιά μου. Διάπλατη αυλή με ίσκιους φιλιά. Να εισέρχομαι ιδρώτας σε πόρους – ναούς μυστικούς – κρυφά μονοπάτια για τους τρελούς. Μύστης μιας τρέλας, ανείπωτης εξορίας από τετράγωνα μυαλά, που στέγνωναν τη σάρκα, και έρημο γέμιζαν ανηλεώς.
Ήρθες. Ήρθες -;-
Η γλώσσα μου θεριό, με κεφαλίδα επιγραφή ατύλιχτη από γάζες. Παγωμένο το αίμα στη χαρακιά του στόματος. Πίσω τα κάγκελα βυθισμένων φυλακών στο γκρέμισμα της αναμονής. Είναι που πέρασα όλους τους αιώνες, κι οι ορίζοντες μετατοπίστηκαν, καθώς οι πόλοι αγρυπνούν στην επανάσταση.
Ήρθες. Θα σε φιλήσω με τα χείλη των ματιών – πιότερο βαθιά τα θέλω εκεί. Είναι χιλιάδες οι ορμές. Πώς να προλάβουν τα χείλη να κοιμηθούν όλες σου τις εποχές -;- Κι η γλώσσα βροντή, μα μην διστάσεις. Είναι που άλεσε σπασμένα τα τζάμια των μορφών μου. Καθώς που σε περίμενα αγρίευαν οι φλέβες, και λάσο γίνονταν να συλλάβουν το χρόνο το θνητό μου.
Σ’ έψαχνα πάντα. Κι εσύ τις πιο δικές μου, ζήτησες, στιγμές. Κι είναι ο χρόνος τώρα ο σωστός. Ακριβώς οι δείκτες. Οι δείκτες όλοι σημαδεύουν βροχή. Πες μου τώρα.. Ποια είναι η φωνή Σου -;- Πρέπει να κυματίσει ξανά η θάλασσά μου. Πάει καιρός, που τα καράβια μου άφωνα έσβησαν στην ξενιτιά. Να σ’ ακούσω θέλω. Πες μου πολλά στις σιωπές σου. Αύριο μπορεί να έχω διαγραφεί..
(αφιερωμένο) ____________ Προμηθεύς Πυρφόρος

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

στοιχειά



Σφιγμένη γροθιά στο τραπέζι. Στον απέναντι τοίχο ακινητοποιημένα τρία καπέλα - θεατρική παράσταση του κάποτε. Στρίβω τσιγάρο - κίνηση του σε λίγο, που θα αχνίσει η καύτρα του.. Ανάμεσα στους χρόνους – περί την πλάνη οι ανιχνεύσεις – θεατρίνου παλινδρομήσεις σε σκηνή πρωτόγονη. Τα φώτα γέρνουν άτρωτα, κι ας μοιάζουν νυσταγμένα – είναι τα νησιά που θέλουν δύσεις για ξεφάντωμα. Τρέχουν οι σελίδες και πάντα Αρχή. Θέλω να “Ξημερώνει” και στάζω ξΗμέρωμα. Αχ, βραχνή φυσαρμόνικα παίξε μου κι άλλο -!-. Πάλλονται τα στοιχειά. Κάπου αέρας, κάπου φωτιά, νερό πολύ – κάπως έτσι οι άνθρωποι κοιτάζονται – μεταξύ λίθων κι εκεί στο τζάκι, τα ξύλα καίγονται. Στα χέρια αφηνιάζουν οι αφές των υδάτων..

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

επικίνδυνα

Επικίνδυνα με τρέχεις
Επικίνδυνα σου μιλώ
Να τρέμεις επικίνδυνα -!-
Στα θεωρεία βιάζονται ορμές
Οι σκηνές τρίζουν σεισμούς
Κρύωσαν οι πεθαμένοι της αυλαίας
Χιλιόμετρα κραυγές γκρεμίζουν φράχτες κι
οι αποφάσεις τρελαίνονται
Δαιμονισμένα φερέφωνα παίζουν κρυφτό με τη ζωή μου
Στο διάολο οι γλώσσες που έγλυψαν εξουσίες -!-
Στο διάολο οι θωπείες των τρόμων στα μυαλά
Ξεγάνωτα κουτιά - κρανία, πουλημένα θέλω -!-
Καταρρέουν τα νέφη να
μας πνίξει η βροντή. Μόνοι μέσα στη μαύρη άβυσσο.
Αρτιμελή τέρατα. Επικίνδυνα σκουριάζουν.
Αναπηρικά καροτσάκια κρατούν τα χάδια των ανέμων.
Ανάποδα να με κοιτάς -!- Ακούς-;- Ανάποδα!
Τραγούδια είπαν και είπαν πολλά
Κλείσε τα λόγια τους -!- Τρυπώνει πόνος..

υ.γ. την επόμενη φορά που θα ξεμυτίσουν τ' άστρα, κρύψου! Θα ζυγιαστούν με τους δαιμόνους σου.._____________Προμηθεύς Πυρφόρος ___________

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Μια στιγμή πριν φύγω



Μια στιγμή πριν το τίποτα
(μου περάσατε κενά τα κενά σας)
N' αντιδρώ στο άδειο
με παραβιασμένα παράθυρα
Για της παγωνιάς τη χάρη
να παγώνω κι άλλο
(κι ας λιώνουν οι πάγοι στις άκρες του κόσμου)
- φάσεις αντίδρασης στα αζήτητα των αιώνων
Σα νιρβάνα πνοή και ούτε.
Να ΄ναι η γαλήνη  με άνευ πλήρης -;-
Θεατής στα δρώμενα ανατριχίλας λέω:
"Δεν περνάω. Στέκομαι."
Τίποτα, σ' έναν έρωτα αχαλίνωτο, που
δεν έχεις.
Ουσία είναι, όταν σε κοιτούν τα φεγγάρια
να λες Κανένας.

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

μυστικός επιβάτης

Σε σκίζει το νερό παραβατώντας στους νόμους των θεών.
έγκατα φιλιών οι φωνές των αρχανθρώπων.
κι οι ουρανοί κατεβάζουν ορδές σκορπιών -
ομάδες αυτοκτονίας πάνω από παλίρροιες επιβατικών ονείρων..

(αφιερωμένο στη μυστική στιγμή του μόλις τώρα..)

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

μΆυρα Δέντρα

τα περΆσματα επι ΚΙΝΔΎΝΩς ΘεαΜΑΤΙκά.
Αν οι ποιούντες Ασελγούν στην ένΣΤΙΚΤΗ υπέρΒΑΣΉ τους -
καταΛΉΓΟΥΝ σε τυρρΆΝΟΥΣ.
Χωράτευε μετά ποιητή -!-
Οι καταΡΑμένοι δε σε προσκυνούν._______________Προμηθεύς Πυρφόρος

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Μυρωδιά Παράνομου φιλιού



σκέφτομαι να ράψω τις αισθήσεις μου
στο χύμα μυαλό μου
να πετάξω μπάζο τον καημό
από ΄να μηδέν που εκπροσώπησε
τους κριτές μου
και σκέφτομαι
εκείνο το κομπολόι που χάρισα -
το τελευταίο της γενναίας συλλογής μου -
να ΄ναι σε κάδο απορριμμάτων, ή..πού;
σε κάποιο πάτωμα να σέρνεται επιβάτης
μονάδα μέτρησης κάποιου κενού -;-, ή
μυρωδιά στερνού καλοκαιριού, όχι
σε στέρνο κοριτσιού - δε θα ΄θελα -
στο μέρος της καρδιάς θα προτιμούσα..
χύμα ψυχή, χύμα φιλί και Όνειρο λαθραίο
παράνομο παράνομος κι εγώ
των παρανόμων, των αδίσταχτων χυδαίων
τα δειλινά εντέλει εκπροσωπούν
τα στέκια των απρόσωπων παλμών.
Ξέρεις, και άκου, άκου να σου πω:
δεν έμαθα , δε ρώτησα πώς να τη λένε..
Θα΄θελα Αύρα πρώιμων ημερών
κι ας ήταν μαύρη νύχτα
και..
Ξέρεις -;- έχω μπουκώσει με καπνό.
Η πολιτεία δεν αλλάζει
Κύμα, φυγή, φυγή, φυγή...
Φεύγω φυγή. Φυγή φεύγω.
Ακούς;;;;;.....................
πόλη καμίνι ψυχή μηδέν
βαρύ τίποτα νομίζουν - νομίζω κι εγώ
μα εμένα εγώ με παρέκαμψα επιβάτη

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

μονόλογος για δυο



Όσο και να μην το πιστεύεις
σε περίμενα. Είναι
που οι νύχτες με κάνουν
να παραμονεύω τα τρένα -
και μη σκεφτείς διόλου το
περίεργο, ή κάποια, ας πούμε
μανία για το κάρφωμα της στιγμής
Είναι που
οι νύχτες μ’ ανασαίνουν αλήθειες
ολισθαίνοντας στη φυγή και
στο για πάντα εδώ -
κάτι παλιές τους συνήθειες, που
δε λέω να ξεκαρφώσω και
στήνω τη δική μου αριθμητική
αφού κανένας δε μου ΄φυγε
και όλοι στο πέρα
Όμως έτρεχα μακριά από
παιδί
σα να μη χώραγα στο τώρα και
πουθενά.
Με τ’ αξιώματα δεν μπλέκω –
Μικρόνοοι οι άνθρωποι
Πώς να συλλάβουν που
τα τρένα
ακόμη και νεκρά ταξιδεύουν -;-
Ναι,
είναι φορές που
τ’ ακούω να μουγκρίζουν
ναυλωμένα καπνούς μονάχα κι
οι επιβάτες προσποιούνται
μήκη και πλάτη –
ξέρεις όλοι έχουν ένα όνομα
ανυποστήρικτο.
Αυτό το βράδυ
ποτίστηκα φυγή και
σε περίμενα
Φυγή γυμνή και
Άβυσσο –
Είναι που στο χαμό
τρίζουν οι βροχές μου τα
παραθυρόφυλλά μου και
νιώθω
Πόσοι χρόνοι άραγες
γλιστρούν σε
μια πνοή που λευτερώνεται
και σ’ ένα του γέρματος φιλί -;-

(στο περασμένο βράδυ μας)

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

γυάλινοι βυθοί


Κοίτα που πήραν νερά οι φλέβες -!- / Τόσα χρόνια καραβόσκοινα, έσυραν καράβια, ταξίδια ανέτειλαν. Βυθίστηκαν τώρα οι φλέβες. Στα γυάλινα τοπία μαρτυρούν συρίγματα ταξιδιών. Γυρεύουν τα ταξίδια το Ταξίδι τους στο χρόνο τον αβαθή. Όπου οι γενναίοι καπνίζουν το άπειρο, οι έρωτες χλιμιντρίζουν στροφή.
Με τέτοιες φλέβες, έχω να σκάψω μιαν άβυσσο κι ένα φιλί αιμάτινο. Το κόκκινο πάντα κυριαρχεί στο ύδωρ. Έτσι, βυθίζω τη σήψη και γεννώ. Τίποτα, λοιπόν, δεν τελειώνει -!- Όλοι οι Δρόμοι οδηγούν στην Έκρηξη. Βλέπω πουλιά στον ορίζοντα -!-

της Άγης

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

ΥΠΟΠΤΕΣ ΣΙΩΠΕΣ



Ύποπτες σιωπές, σε καιρούς σπασμένους, γαζώνουν απομεινάρια του κάποτε γιορτή. Κάτι μόνο ξεσπάσματα ρίγους, ανατριχίλας, όπως αυτά του ύπνου, όταν παρελαύνει ο εφιάλτης, την ώρα που τα κουφάρια, παραβιασμένα, επιστρέφουν στη γη με ξαφνικό θάνατο.
Παγκοσμιοποίηση και βάλε. Πόση άλλη να χωρέσει ο νους του Ανθρώπου; Τεμαχισμένες πόλεις, για καλύτερο έλεγχο τρομοκρατών του τρομοκράτη παγκοσμιοκράτορα. Σελίδες παμπάλαιων προφητειών του τέλους του οριστικού, ή του τέλους στο γνωστό υπάρχον και της νέας αρχής. Όπως και να είναι ένα τέλος κυριαρχεί και φρίττει. Τέλος στο σύνηθες κάθε μέρα. Περιφρουρούμενα μυαλά και ψυχές, περιφρουρούμενες επιθυμίες. Κι όλα λουφάζουν. Σαν ένα απροσδόκητο χαστούκι, από κάποιον αγαπημένο, που αποσβολώνει. Κοιτάς ανήμπορος να εξηγήσεις και καρφώνεσαι στο φαινόμενο του τίποτα. Μετράς νεκρούς και αναρωτιέσαι, αν μετράς σωστά, ή αν σου έμαθαν οι δάσκαλοι καλή αριθμητική.

Χάνεσαι. Χάθηκες λες, και ίσως μια βουτιά στη θάλασσα να σ’ έφερνε πάλι στην τάξη σου. Μα πάλι στα ίδια και πολύ πιο μέσα στο χάος ακόμη. Μουγκανητά μηχανισμών, που ανίσχυρος εσύ, σε παγώνουν. Μηχανισμοί, που χρόνια στήνονταν κάτω απ’ τα πόδια σου, αλλά οι κρότοι των γιορτών εμπόδιζαν ν’ αντιληφθείς.

Ποτέ δε μιλούσες με ειδήσεις. Γκαζιές άφηνες στις λεωφόρους κι ένιωθες άρχοντας των πάντων. Ήθελαν να νιώθεις άρχοντας τότε. Καλύτερα σε βουλιάζουν τώρα. Παραπαίδι των εποχών, που ήσουν, δεν αντιλήφθηκες την πορεία των γεγονότων. Σε κοίμιζαν με φιέστες. Σε κοίμισαν πολύ. Τώρα σιωπάς. Ακόμη και την ταχυπαλμία σου παλεύεις να σιωπάς. Φοβάσαι. Διστάζεις. Όνειρο, λες, ή ζωή; Η πατρίδα σου, η θρησκεία σου, η οικογένειά σου, το σπίτι σου.. Είναι δυνατόν όλα σε έναν ιστό αράχνης να πολτοποιούνται, ενώ ξεφάντωνες και πέταγες στ’ αστέρια; Τ’ αστέρια, εκείνα που σου μάθαιναν στο σχολειό και τα ΄ψαχνες στους νυχτιάτικους ουρανούς, να είναι άραγες αυτά; Τα ταξίδεψες αυτά; Τα κατέκτησες; Τη σελήνη, τον Άρη.. Βρήκες το θεό σου; Μπλέχτηκαν πολύ τα πράγματα μες στο μυαλό, και η μια αμφιβολία φέρνει την άλλη. Ποιος είσαι και τι γνωρίζεις;

Ύποπτες εικόνες σιωπών φονεύουν τον ύπνο σου. Στον ύπνο σε έπιασαν! Ανοίγεις τα μάτια και ουρλιάζεις άκροτα. Αυτοκτονείς άκροτα. Πεινάς άκροτα. Κολυμπάς ξανά, σαν για να πετάξεις από πάνω σου τη βρωμιά, απ’ τα φιλιά της πόρνης, που νόμισες κάποτε δικιά σου. Κολυμπάς μόνος στα βαθιά, ναυαγός της ζωή σου. Σε γέλασε η ζωή, ή την αρνήθηκες;

Ερωτήματα πάμπολλα σε κάνουν να σκίζεις τη θάλασσα με μια ανάσα. Θριαμβεύεις ανάμεσα στα πτώματα των παλιών χρηματισμένων ημερών σου. Μη με ρωτάς πώς.. Το βλέπω θριαμβεύεις. Το διαισθάνομαι. Κράτα ανάσες και κολύμπα! Η γνώση είναι μέσα σου, μην την αρνιέσαι άλλο! Είσαι Άνθρωπος. Είσαι εσύ και θα νικήσεις!

Όταν θα δεις το φεγγάρι κρεμασμένο στη βουλή των αχρείων

εσύ θα ξέρεις..
εκρηκτικός μηχανισμός ο Στίχος σου, που αρνήθηκε να μπουκωθεί το βούρκο κι αντάρτεψε μονάχος. 
Προμηθεύς Πυρφόρος / Ευαγγελία Πατεράκη
(το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΝΤΟΥέΝΤΕ)

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

υπνοβασίες



Το βράδυ γλίστρησα  σκιές
Αγιάτρευτους τόπους
Ρωγμές γαντζωμένους
Σε πέτρινους ήλιους
Που μόνο αποκάλυψη
Μπορεί να θερίσει
Καθώς στήθη κοριτσιών
Τρυπούν τ’ αναπόφευκτο
Βυθιζόμενο όραμα
Σε ιδρωμένη σάρκα γλώσσας
Να οργώνει  το χάος
Μες σε φιλιά –
Του ύπνου μυστικά –
Που χιονίζει μέρα καλοκαιριού,
Για ν’ ανατρέψει τη φύση
Που χιονίζει μάτια
Που Εραστές μπορούν να διακρίνουν
και
Βροντούν πόθους
Σα να χτυπούν οι χορδές
Του στήθους που θέλει να πιεί
Ουρανούς
Από ναυαγούς που αποδήμησαν
Να μην αφήσουν τ’ αχνάρια τους
Να τσακιστούν σε μια οπή της  στιγμής.
Σου είπα -;-
Οι άνθρωποι από αιώνες
Έχουν τσακιστεί
Επικίνδυνοι συνήθειες, επιρρεπείς χαλάσματα
Κι ύποπτοι οργασμοί
Είναι λεπτά που χιονίζει αναστήματα κι
Αλκοόλ σε χαλάζι ακόμη πετάει
Τρυπάει στέγες –
Όλο στέγες που χάνεσαι
Και τρέχεις ξυπόλητος
Ν’ αναστηθείς, ή
Να σωθείς
Από τη λάβα που λαχανιάζει
Πάνω απ’ τις εποχές
Δεν έχει ποτέ καλοκαίρια σιγής
Πυρωμένα φιλιά μονάχα
«Άδραξέ τα!»
Θεά μου
Στάθηκα πάντα στ’ ανεξάντλητο
Μάθε μου να μπουσουλάω -!-
Κι αν κάπως μοιράσεις τα δώρα σου
Άφησέ μου την τρίαινα
Έχω να πετάξω πολύ
. Φύλλα νοτιά νοστάλγησα.
Κι έχω
Ν’ αρμενίσω φωτιά. Φίλησέ με και
άπλωσέ μου
φεγγάρι να χιονίζει πολύ -!-.. ______________________του Προμηθέα Πυρφόρου_______ αφιερωμένο