Ήμουν εκείνες που θάφτηκαν
στα θεμέλια του κορμιού μου
Στο πέρασμα μας
γινόταν σκόνη το χθες
Στο παγκάκι μας
ξηλώναμε το χρόνο
να χωράμε στις πλατείες αφανείς -
προγενέστερη βοή –
Στα κρατήματα λυνόμασταν
έτσι ξέφευγαν οι φλέβες μου απ΄ το δέρμα
και έκρυβες πάντα τη φωνή σου
Τη μέρα που σάλπαρα
τα τρένα τρελάθηκαν και κάλπασαν σε βυθούς.
Ο πατέρας είχε φτάσει. Ήταν βράδυ. Δεν πεινούσε. Κοιμήθηκε μακριά.
Η μάνα πήγαινε. Έφτασε στην άκρη κι
άρχισε να βαδίζει στο τζάμι – σα μύγα στην άχνη του νοτιά.
Έσπασα το τζάμι. Κόπηκα σε χίλια,
κι όλοι ήταν εδώ· οι βάρβαροι, οι αλήτες,
ο διαδηλωτής που πυροβολήθηκε στην κόψη της ψυχής,
κι ο πατέρας στο νήμα να κοιμάται μακριά
η μάνα παρά ένα στο νήμα
κι εκείνες, που ήμουν, θαμμένες στις γέφυρες των πελμάτων
μου
Να σαλπάρω με τα τρένα τρελά
κι ο ουρανός να με διώχνει
κι η γη να με διώχνει.
Να τινάξω τους ορισμούς
Να τινάξω τους ορισμούς
να με πάρει η θάλασσα
Κι ο Κεμάλ είναι εδώ, κι οι βάρβαροι κι οι ξενύχτες
Και προχωρώ στα υπόγεια
Κι εσύ δε φοβάσαι
κι εκείνες έμαθαν πια
δεν ενοχλούν._