ο καιρός περνούσε κι η Περσεφόνη δεν επέστρεφε απ' τους νεκρούς. το χάος της νύχτας βροντούσε καταιγίδες στη φύση και κανείς δεν μπόρεσε να δει τους σπόρους που σάλευαν κάτω απ' τις μνήμες και τ' αναμμένα κεριά, στον τόπο των αοράτων. εκεί που οι Αχανείς ζυγιάζουν τα φτερά τους κι αναμετράται το μπόι τους στο αβαρές της Σελήνης.