και θέλεις μια άμεμπτη
να επικαλείσαι στο χρόνο
για να μπορείς να κοιμάσαι
Δεν γνωρίζω και λέξεις
να περιγράψω πως ζούσα
Στην πρόσκρουσή μου, πάντως,
με τη φυγή,
φόνευσα τα χείλη μου
με δώδεκα καρφιά. Το πρώτο
έκανε τον κούκο της φωτιάς μου να σπαρταράει
Τα επόμενα με γάζωσαν στο πυρ των μονομάχων
Στο δώδεκα, έσκασε αίμα το χαμόγελό μου -
μηδέν περιγεγραμμένο μ' αγκάθια των οστών μου -
Κι ένας σάκος φονιάς
από τότε
κουβαλάει τα δόντια μου
γυρεύοντας την ανάμνηση
και το λυγμό
Να στάζει βροχή
και να μη γεύομαι
Δίχως χείλη
να στάζει βροχή
και να σέρνομαι στο φιλί
Σε τετραγωνισμένη μανία
να φυλάττομαι μαύρος,
σαν την καμμένη την κραυγή
των μύριων λωλών που αφηνιάζουν
στο τρίσβαθο του θόλου.
Κι εκεί, ένα χαντάκι, παράθυρο γκρεμός,
τυφλωμένος πυθαγόρας οίστρος,
πέφτω και πέφτω φονιάς,
μυρίζοντας θεριά σε μόνιμη μάχη
Κι εσύ να δηλώνεις άμεμπτη
στο ληγμένο αρχείο -
Άλφα Βήτα τμήμα αμόλυντο
στο ληγμένο αρχείο -
Άλφα Βήτα τμήμα αμόλυντο
στα αποστειρωμένα εργαλεία του ύπνου.
Στο τέλος
καταπίνω τα δόντια μου
Στο τέλος
καταπίνω τα δόντια μου
και μηδενίζω την πρόσκρουση
με την πνοή μου