κάποτε, σε μια μεγάλη δίκη του κόσμου, όταν την ρώτησαν για τ' όνομά της, δήλωσε τρανταχτά: Μάνα. ..κι ο υπόκοσμος άνοιξε μάτι νυσταλέο στον υπέρκοσμο των ονομάτων, και τα παιδιά γύρεψαν ζέστη στον τάφο τους, κι αποκοιμήθηκαν αλαφρωμένα θυμούς.
είχε πιάσει χειμώνες βαριούς, κι οι σκιές κάπνιζαν σε βροχές σάρκινες - γκαστρωμένες φίδια. ναι, φίδια -!- απ' εκείνα που τα λένε ανίερα και ξερνούν τροφή παιδική - ληγμένη, σαν αποφορά του παρελθόντος, για ένα βυζί - βιτρίνα, και για να καταλάβεις, σαν το σήμερα από το ένα μέχρι το τώρα ετούτης της στιγμής του 21 - δυο χιλιάδες χρόνια καβάλα στ' άλογο, και μπορεί και μάλλον πάντα -, που ΄χουν χηρέψει τα θέατρα από αρτίστες και μόνο φώτα ζαλίζουν τις σκηνές, και μόνο χέρια. μόνο χέρια με δαγκωμένες φυγές. μόνο χέρια ως τους αγκώνες γυρεύουν το ταίρι τους, για να χειροκροτήσουν τις αυλαίες που πέφτουν, σε μια άνοια, κι ένα φυλαχτό παιδικό όνειρο, που κάπου γκρεμίζεται, ας είναι και στα βράχια της πειραϊκής. _