Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

το βράδυ, σπίτι μου..




Έχω δουλειά με
Το κρεβάτι μου
Να στρώσω σεντόνια και
Σεντόνια
Παπλώματα και
Χλόη
Και να καλύψω λάθη
Και κραυγές
Να ξεστρώσω μετά
Να ξεστρώσω
Σεντόνια
Να ξεστρώνω
Να μην προλαβαίνω
Να φορέσω παντόφλες
Με κάλτσες ή,
Χωρίς -;-
Να μη φορώ τίποτα
Να ξεστρώνω και
Να στρώνω
Κι ο καφές να
Φουσκώνει μόνος του
Να χύνεται
Να χάνονται τα μάτια
Που κοιτούν με..
Στο τραπέζι να
κυλούν στην
Καρέκλα
Στο πάτωμα
Να καίγεται  μόνο του το
γκαζάκι
Η φιάλη να τελειώνει
Δεν έχω καιρό για
Παιχνιδίσματα
Και τα μάτια..
Να με καρφώνουν
Ξυπόλητη η όχι -;-..
Να σπάει ο χρόνος στο 
Πρόσωπό μου
Κάποτε, είχε τραμ
Στην Αθήνα
Και τώρα. Και τώρα -!-
Κάποτε.. και τώρα..
Τότε -;-
Να χτυπώ το στρώμα
Να τινάζω τις αποδείξεις
Να τις δικάζω
Να δικάζω τις πράξεις
Να λερώνω το στρώμα
Ονειρώξεις και πάλι
Και δεν πρόλαβα το
Παιδί
Το παιδί π’ ονειρεύτηκε
Και το προλαβαίνω
Το σχολικό που
Κορνάρει
Κάποτε ήτανε επτά οι 
ώρες και
Τριάντα τα λεπτά
Πάλι λυμένα τα κορδόνια
Θλιμμένα τα τετράδια
Δεν προλαβαίνω στην
Τουαλέτα να πάω
Το παιδί -!- Θεέ μου, το
Παιδί -!-
Γλίστρησα κάποτε στο
Πάτωμα –
Παρκετίνη διαρκείας
Κι η κούνια έπεσε
Δεν κράτησαν άλλο οι
Αλυσίδες της
Κρεμμύδι και
Καπνό στο γόνατο -!-
Δεν το ξεχνώ
Να ποτίσω τις γλάστρες
Να ρίξω νερό στο πεύκο
Δεν το ξεχνώ..
Λησμόνησα να εισπνεύσω
Και τα σεντόνια
Με τυλίγουν
Ένα κουτί μιλφέιγ
Ατύλιχτο που
Δεν προλάβαινα την
Αλλαγή του Χρόνου
Και το λησμόνησα
Στο τραμ
Το παλιό, είναι το παλιό
Σίγουρα
Της πόλης μου
Και το γκαζάκι
Αδειάζει
Το σπίτι κλειστό
Στο πλυσταριό
Τα σεντόνια
Να περιμένουν
Κι η σκιά μου
Κι εγώ..